Ο Αρχιδιάκονος Στέφανος και το έργο των διακόνων

27 Δεκεμβρίου 2023

Η Εκκλησία του Χριστού είναι, ως γνωστόν, θεμελιωμένη πάνω στα αίματα των μαρτύρων. Πρωτόαθλος και πρωτοχορευτής στον ατελείωτο αυτόν χορό υπήρξε ο Πρωτομάρτυρας και Αρχιδιάκονος Στέφανος, την μνήμη του οποίου τιμάει η Εκκλησία μας δύο φορές τον χρόνο, στις 2 Αυγούστου (Ανακομιδή λειψάνων) και στις 27 Δεκεμβρίου, αμέσως μετά από την Γέννηση του Χριστού και την Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου (25 & 26 Δεκεμβρίου, αντιστοίχως).

Η δεύτερη αυτή εορτή είναι καθαρά συμβολική. Όπως ο Θεάνθρωπος και η Παναγία Μητέρα Του υπήκουσαν στο θέλημα του Θεού Πατρός και διακόνησαν με αυτοθυσία τον συνάνθρωπο, έτσι και ο Στέφανος υπήρξε γνήσιος εκφραστής των αρχών της πολιτείας του Χριστού στον κόσμο.

Για να κατανοήσωμε, ασφαλώς, την προσφορά του Στεφάνου, χρειάζεται να θυμηθούμε τον ρόλο των διακόνων στις αποστολικές κοινότητες των πρώτων χριστιανικών χρόνων. Σε αυτές, λοιπόν, οι διάκονοι, είχαν αναλάβει το κοινωνικό έργο, -«διακονία των τραπεζών»-, που επιτελούταν παράλληλα με τις άλλες δύο διακονίες, την πνευματική –«προσευχή»- και την μορφωτική –«διακονία του λόγου» (Πραξ., στ’ 3-4).

Η σημασία που έδιναν οι Απόστολοι στην άσκηση του κοινωνικού έργου γίνεται φανερή από την εκλογή των Επτά Διακόνων, οι οποίοι ήταν άνθρωποι «πλήρεις Πνεύματος Αγίου και σοφίας», που τους κατέστησε η Εκκλησία «επί την χρείαν ταύτην», για να εξυπηρετούν δηλαδή τους πιστούς στις καθημερινές των βιοτικές ανάγκες, τις οποίες, ασφαλώς, δεν μπορούσε να παραβλέψη η Εκκλησία των πιστών.

Εάν η εκκλησιαστική κοινότητα -διότι ως κοινότητα νοούταν η Εκκλησία- δεν θεωρούσε ευάρεστη την διακονία αυτήν, τότε γιατί οι Απόστολοι, με προεξάρχοντα τον Πέτρο, να συγκαλούσαν τους πιστούς, ώστε να εκλέξουν, με απολύτως μάλιστα δημοκρατικό τρόπο, τους συμβοηθούς των διακόνους στο έργο της Εκκλησίας (Πραξ., στ΄ 1-7);

Βεβαίως, και μέσα στην πρώτη Εκκλησία, υπήρχαν διαφορετικές και συχνά αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις σχετικά με την υφή και το έργο της Εκκλησίας γενικώς, τις κυριώτερες από τις οποίες αναφέρομε στην συνέχεια.

Από την μια, οι ιουδαίζοντες χριστιανοί θεωρούσαν την Εκκλησία ως συνέχεια του εβραικού ναού και τους λειτουργούς της ως συνεχιστές της λευιτικής ιερωσύνης, γι’ αυτό και έδιναν έμφαση στο τελετουργικό μέρος και στις τυπικές διατάξεις, χωρίς να ενδιαφέρωνται για τις ανάγκες του λαού, που τον θεωρούσαν απλώς εξυπηρετητή των συμφερόντων των.

Αυτήν την μερίδα των ιουδαιζόντων, που διαρκώς δυσκόλευαν το έργο της πρώτης Εκκλησίας, σε όλους τους τομείς, είχε να αντιμετωπίση ο Απόστολος Παύλος, που συνεχώς τους τόνιζε ότι ο Κύριος, ως άνθρωπος, δεν προερχόταν από την φυλή του Λευί, ώστε να είναι φορέας της λευιτικής ιερωσύνης, αλλά καταγόταν από την φυλή του Ιούδα, και ως φορέας της βασιλικής ιερωσύνης θυσιάζεται ο Ίδιος υπέρ της σωτηρίας του λαού Του.

Από την άλλη, οι επηρεασμένοι από την ανατολίτικη φιλοσοφία Χριστιανοί θεωρούσαν ότι δεν είναι έργο του Χριστιανού η ενασχόληση με τα κοινά, την ύλη και τον κόσμο. Οι δυτικίζοντες, πάλι, θεωρούσαν ότι η Εκκλησία υπάρχει για την εξύψωση του ατόμου διά του νόμου του Θεού. Έτσι, μπορεί να κατανοήση κανείς καλύτερα την ατομοκρατική νοοτροπία των δυτικών αιρέσεων του παπισμού και του προτεσταντισμού.

Οι Απόστολοι, όμως, και οι Πατέρες είχαν συνείδηση ότι η Εκκλησία, ως σώμα Χριστού, είναι η εν χώρω και χρόνω βίωση της ζωής και της πολιτείας του Χριστού. Συνεπώς, το έργο της, ως απόρροια του τριπλού λειτουργήματος του Χριστού -αρχιερατικού, προφητικού, βασιλικού-, είναι πολύπλευρο, πνευματικό, μορφωτικό και κοινωνικό, και υπηρετείται από τους αντιστοίχους υπουργούς (υπό το έργο) – διακόνους.

Βεβαίως, στην άσκηση των επί μέρους λειτουργημάτων δεν υπήρχαν στεγανά, απλώς οι διακονίες επιμερίζονταν προς καλύτερη εξυπηρέτηση του όλου έργου. Ο Στέφανος, λοιπόν, αν και επιφορτισμένος με την κοινωνική διακονία, βοηθούσε συγχρόνως και στο μορφωτικό έργο της Εκκλησίας. Επειδή, μάλιστα, ήταν δεινός συζητητής και κάτοχος ελληνικής παιδείας, -και το όνομά του ελληνικό-, ήρθε σε σύγκρουση με τους ιουδαΐζοντες στην συναγωγή των Εβραίων, οι οποίοι «ουκ ίσχυον αντιστήναι τη σοφία και τω πνεύματι ω ελάλει.» (Πραξ., στʹ 10). Από φθόνο, λοιπόν, τον ωδήγησαν στο συνέδριο, βάζοντας ψευδομάρτυρες να τον κατηγορήσουν ότι κήρυττε «ότι Ιησούς ο Ναζωραίος ούτος καταλύσει τον τόπον τούτον και αλλάξει τα ήθη α παρέδωκεν αυτοίς Μωϋσής» (ο. π., 14).

Γίνεται, επομένως, φανερό ότι αυτό που κυρίως ενοχλούσε τους Εβραίους δεν ήταν γενικώς η περί Χριστού διδασκαλία του Στεφάνου αλλά το γεγονός ότι ο Χριστός που κήρυττε ο Στέφανος θα άλλαζε την νοοτροπία του λαού, με κίνδυνο ο λαός αυτός να στραφή τελικά ενάντια στην δική των εκμεταλλευτική συμπεριφορά. Αυτήν ακριβώς την υποκριτική των στάση στιγμάτισε ο Στέφανος στην απολογία του. Τους απεκάλεσε ευθαρσώς «σκληροτράχηλους και απερίτμητους τη καρδία» (Πραξ. ζ’ 51) -ότι δηλαδή ενώ περιέτεμαν το σώμα, στην καρδιά των φώλιαζε η κακία-, και ότι πάντοτε αντιστρατεύονταν στο Άγιο Πνεύμα και έτσι δολοφόνησαν όλους τους Προφήτες (ο. π., 52). Τότε αυτοί, πωρωμένοι, καθώς ήταν, και μην αντέχοντας άλλο να ατενίζουν το αγγελικό του πρόσωπο (Πραξ. στ’ 15), ώρμησαν μαινόμενοι εναντίον του και τον λιθοβόλησαν μέχρι θανάτου.

Έτσι, λοιπόν, και ο Σωτήρας Χριστός και ο διάκονός Του Στέφανος υπήρξαν θύματα του ιδίου κατεστημένου, ρωμαικού και εβραικού, που μισούσε την αλήθεια, διότι αυτή ήλεγχε την καταπιεστική των συμπεριφορά σε βάρος του λαού. Αλλά και οι Απόστολοι και οι Πατέρες και γενικώς οι συνεχιστές του πολύπλευρου διακονικού έργου της Εκκλησίας ήρθαν και εκείνοι σε σύγκρουση με την αντίθεη και αντικοινωνική εξουσία, γι’ αυτό είτε διώχθησαν σκληρά είτε θανατώθηκαν.

Με τον καιρό, όμως, και το κοινωνικό έργο της Εκκλησίας ατόνισε, σταδιακά, για διαφόρους λόγους. Συχνά, μάλιστα, αλλοιώθηκε η υφή του. Έτσι φτάσαμε να ταυτίζεται ο διάκονος με τον διάκο, και ο διάκονος Στέφανος να απεικονίζεται ως «διάκος», με λιβανιστήρι και οράριο. Στις μέρες μας, πάντως, που η κοινωνική προσφορά γνωρίζει ιδιαίτερη ανάπτυξη, τίθεται και πάλι στο στόχαστρο και συκοφαντείται τεχνηέντως, με σκοπό είτε την υποβάθμισή της είτε την εκμετάλλευσή της από τους επιτηδείους.

Εκείνο, λοιπόν, που χρειάζεται πρωτίστως να γίνη είναι η Εκκλησία του Χριστού να απαλλαγή από κάθε ξενική και αλλότρια επίδραση. Έτσι, θα αναδείξη και πάλι, σε όλες τις πτυχές του έργου της, -πνευματικού, μορφωτικού και κοινωνικού-, πιστούς, ηθικούς και δικαίους διακόνους, που θα αγωνίζωνται, με κάθε τίμημα, με τιμιότητα και τόλμη, όπως ο Στέφανος, «εν μέσω γενεάς σκολιάς και διεστραμμένης», για την βίωση των αρχών της πολιτείας του Χριστού στον κόσμο.

Πάντως, ένα είναι βέβαιο, ότι «ο πρώτος εν διακόνοις και πρώτος εν μάρτυσιν» Στέφανος, ο προστάτης της κοινωνικής διακονίας, δεν θα επιτρέψη να χαθή το πνεύμα της κοινωνικής προσφοράς, ιδιαιτέρως στους χαλεπούς αυτούς καιρούς, αλλά θα κατευοδώνη πάντοτε, διά πρεσβειών προς τον Δεσπότη Κύριό Του, κάθε ευλογημένη προσπάθεια για στήριξη του έργου Του γενικώς, προς δόξα Θεού και σωτηρία πάντων των ανθρώπων! Αμήν!