Όρθριοι και συγκύπτοντες (Κυριακή Ι΄ Λουκά)

10 Δεκεμβρίου 2023

Την θεραπεία μιάς δυστυχισμένης γυναικός από τον Κύριο μας παρουσιάζει το Ευαγγέλιο της Ι’ Κυριακής Λουκά (ιγ’ 10-17). Ο Κύριος δίδασκε, κατά την συνήθειά του, «εν μια των συναγωγών εν τοις σάββασι.» Εκεί προσήλθε, για να προσευχηθή, «γυνή έχουσα πνεύμα ασθενείας έτη δέκα και οκτώ, συγκύπτουσα και μη δυναμένη ανακύψαι εις το παντελές.» (ο. π. 10-11).

Αληθινά φοβερό το θέαμα της ταλαίπωρης αυτής γυναίκας, που ήταν κυριολεκτικά διπλωμένη στα δύο και δεν μπορούσε καθόλου να «ανακύψη», να ανορθωθή. Και όμως η ασθενής αυτή γυναίκα, όπως αναφέρει ο Λουκάς, δεν προσήλθε στην συναγωγή, για να παρακαλέση τον Κύριο για την θεραπεία της, αλλά για να ακούση τον θείο λόγο Του και τελικά να θεραπευτή δι’ αυτού.

Όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας στην ερμηνεία των τονίζουν την πίστη της γυναικός, η οποία, παρά την βαριά της ασθένεια και την εξ αυτής περιθωριοποίησή της, δεν έμεινε στην οικία της αλλά ήλθε στον οίκο του Κυρίου, για να ακούση λόγο οικοδομής και παρακλήσεως. Γι’ αυτό και ο Κύριος δεν ζητάει την πίστη της ως προϋπόθεση για την θεραπεία της, αλλά διαβλέποντας, ως παντογνώστης που είναι, τον πόνο της προσέρχεται ο Ίδιος σε αυτήν, την προσφωνεί με το τιμητικό εκείνο «γύναι» και της λέγει: «απολέλυσαι από της ασθενείας σου.» (ο. π. 12).

Ασθένεια αποκαλεί το πάθος της γυναικός ο ιατρός Λουκάς, την οποία θεραπεύει θαυματουργικά ο μόνος Παντοδύναμος «ιατρός των ψυχών και των σωμάτων» Κύριος, διά του λόγου Του. Επισφραγίζει, μάλιστα, την θεραπεία και με το ευεργετικό άγγιγμα της χειρός Του – «επέθηκεν αυτή τας χείρας» -, ώστε η γυνή «παραχρήμα (αμέσως) ανωρθώθη και εδόξαζε τον Θεόν.» (ο. π. 13).

Έτσι η θεραπεία της υπήρξε ολοκληρωμένη, και σωματική, με την ανόρθωσή της, και ψυχική, με την δοξολογία του ονόματός Του ως ένδειξη ευγνωμοσύνης εκ μέρους της.

Και ενώ όλοι, πλην της ιδίας της γυναικός, δοξολογούσαν τον Κύριο και «πας ο όχλος έχαιρε» για το θαυμαστό αυτό γεγονός (ο. π. 17), εν τούτοις υπήρξαν και κάποιοι, μεταξύ αυτών ο αρχισυνάγωγος, οι οποίοι όχι μόνον δεν χάρηκαν για την «ανάσταση» της γυναικός, αλλά από φθόνο για την θεική αυτήν παρέμβαση και για την αγάπη και την εμπιστοσύνη των ανθρώπων στο πρόσωπο του Κυρίου, επέπλητταν τον λαό, που προσερχόταν για θεραπεία το Σάββατο! Οποία μικροψυχία και υποκρισία, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Κύριος.

Πως αλλοιώς παρά υποκριτική και αρρωστημένη να χαρακτηρίση κανείς την συμπεριφορά του τυπολάτρη αυτού Ιουδαίου, που παρέμενε αθεράπευτα προσκολλημένος στο γράμμα του νόμου; Γι’ αυτόν και για τους ομοίους του τόνιζε συνεχώς ο Κύριος του νόμου Χριστός ότι το Σάββατο έγινε για τον άνθρωπο και όχι ο άνθρωπος για το Σάββατο. «υποκριτά, έκαστος υμών το σάββατον ου λύει τον βούν αυτού η τον όνον από της φάτνης και απαγαγών ποτίζει;» (ο. π. 16)

«Μη των βοών μέλει τω Θεώ; η δι’ ημάς πάντως λέγει;» αναρωτιέται, από την άλλη, με νόημα ο Απόστολος Παύλος (Α’ Κορ., θ’ 10). Άλλωστε, εάν τα ζώα έχουν ανάγκη από υλική τροφή, για να επιβιώσουν, πόσω μάλλον ο προικισμένος με τα ανώτερα χαρίσματα του Πνεύματος άνθρωπος έχει ανάγκη από τον λόγο του Θεού, για να τραφή και να ζήση αιωνίως!

Τον λόγο αυτόν του Θεού αναζητούσε και η ταλαιπωρημένη αυτή ψυχή, η συγκύπτουσα, για να πάρη δύναμη και θάρρος να αντιμετωπίση την ασθένειά της, και ο μικρόψυχος αρχισυνάγωγος, αντί να χαρή για τον ζήλο και την ευσέβειά της, στενοχωρείται με την θεραπεία που της κάνει δώρο ο Κύριος. Πραγματικά, εκείνην που έσπευδε, «όπως η έλαφος επί τας πηγάς των υδάτων», να ξεδιψάση από τα θεία νάματα, ο Κύριος την αντέμειψε, για την πίστη και την υπομονή της, με το να δη επιτέλους Θεού πρόσωπο, -κυριολεκτικά-, να αντικρύση το πρόσωπο του Θεού Λόγου, με την θεραπεία της!

Υπάρχει, άραγε, μεγαλύτερο δώρο από αυτό και μεγαλύτερη τιμή για αυτήν την άρρωστη γυναίκα που όλοι την βδελύσσονταν για την αποκρουστική της όψη από το να ασχοληθή προσωπικά μαζί της ο Κύριος;

Τελικά εκείνη, η πρώην συγκύπτουσα, ανορθώνεται, ενώ ο φαινομενικά όρθιος αρχισυνάγωγος συγκύπτει υπό το βάρος του φθονερού του πάθους για τον Κύριο και της ελλείψεως αγάπης για τον πάσχοντα αδελφό. Αυτός, ο φαινομενικά υγιής, είναι ο πραγματικά ασθενής, διότι ο φθόνος και η εγωπάθεια, η αίσθηση υπεροχής και η αυτάρκεια, από την οποία έπασχε ο άνθρωπος του νόμου, τον είχαν κυριολεκτικά τυφλώσει.

Έτσι καταντάει τον άνθρωπο η αμαρτία και η ασέβεια, ή, ακόμη χειρότερα, η υποκριτική ευσέβεια: από άνω θρώσκοντα, συγκύπτοντα﮲ από φωτεινή εικόνα του Θεού αμαυρωμένη και βδελυκτή εικόνα﮲ από ελεύθερο και «απολυμένο» πρόσωπο, που προσβλέπει στον ουράνιο δημιουργό Του, έρποντα και δούλο των παθών του άτομο, που παραμένει καθηλωμένο στην υλική γη.

Γι’ αυτό ήλθε ο Χριστός στον κόσμο, για να ξελασπώση τον βουτηγμένο στο βόρβορο της αμαρτίας άνθρωπο, να αναστήση την πεσμένη εικόνα, να σώση το απολωλός, φτάνει εκείνο να επιθυμεί την σωτηρία του, όπως την ποθούσε η συγκύπτουσα γυνή του Ευαγγελίου. Αυτό είναι και το αληθινό νόημα του Σαββάτου, της εβδόμης ημέρας. Ο Κύριος, την ημέρα εκείνη, αναπαύθηκε μεν από το έργο της δημιουργίας αλλά, από την δημιουργία του Αδάμ έως και σήμερα, που συνεχίζεται η εβδόμη ημέρα, δεν κατέπαυσε το έργο της αναδημιουργίας, της ανακαινίσεως και της αναπλάσεως πάντων των δημιουργημάτων, και μάλιστα του εξαιρετικού του δημιουργήματος, του ανθρώπου, έως ότου ανατείλη η ογδόη ημέρα της τελικής και ολοκληρωτικής αναδημιουργίας των πάντων και της αιωνίου πλέον Βασιλείας Του.

Να, γιατί «ο Ενανθρωπήσας διά την ημών σωτηρίαν» Κύριος αποκαλεί τελικά την συγκύπτουσα «θυγατέρα του Αβραάμ», διότι αυτή, ως αληθινά πιστή και μετανοούσα, είναι αληθινό τέκνο του Αβραάμ –που το όνομά του σημαίνει πατέρας όλων των ανθρώπων-, ενώ τα φυσικά τέκνα του Αβραάμ, οι Εβραίοι, ήταν και παρέμεναν, με την πεισματική των αμετανοησία, κατ’ όνομα μόνον παιδιά Του.

Για να μην παραμένωμε, λοιπόν, ούτε εμείς, σήμερα, τυπικά μόνον παιδιά του Θεού, χρειάζεται να αναβαπτιζώμαστε διαρκώς στα νάματα της πίστεως και να ακολουθούμε στην πράξη τον λόγο Του: να μην είμαστε μόνον κατ’ όνομα χριστιανοί ορθόδοξοι, αλλά να ζούμε οι ίδιοι, πρωτίστως, ορθό βίο και να πορευώμαστε ορθά, δίκαια και αγαπητικά, προ πάντων δε συνεργατικά, και στην πολιτεία μας με τους συναδελφούς μας εν Κυρίω, κατά την επιταγή του Κυρίου μας, «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου … και τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Μαρκ., ιβ’ 30-31) αλλά και την προτροπή του Αποστόλου των εθνών Παύλου «ίνα αρνησάμενοι την ασέβειαν και τας κοσμικάς επιθυμίας σωφρόνως, δικαίως και ευσεβώς ζήσωμεν» (Τιτ., β’ 12), τώρα και εις τον άπαντα αιώνα.

Είθε να προσευχώμαστε, με θέρμη και ειλικρίνεια, στον Θεό της αγάπης, που γεννάται και πάλι για χάρη μας αυτές τις ημέρες, να βοηθήση και εμάς, τα παραστρατημένα τέκνα Του, να γεννηθούμε και εφέτος μαζί Του και να αναγεννώμαστε διαρκώς υπό το κράτος της αγάπης Του, με την ελπίδα της απολαύσεως της αιωνίου Του δόξης. Αμήν. Γένοιτο!