«Ὅπως, ὁ γεωγράφος Ζὰν Παγκανέλ, στὴν Παταγωνία…»*. Παιδικές αναμνήσεις

1 Ιανουαρίου 2024

Στὴν παλιὰ ἐκκλησία τοῦ Ἀϊ-Νικόλα, τὴν πρώτη ποὺ οἰκοδομήθηκε στὸ Αἰτωλικό, τὰ μεταεπαναστατικὰ χρόνια, «ἐπὶ βασιλείας Ὄθωνος ἐν ἔτει 1833», σύμφωνα μὲ τὴν κτητορικὴ ἐπιγραφή της, τὰ χάλκινα ἑξαπτέρυγα βαμμένα μὲ χρυσομπογιά, θαμπωμένα ἀπὸ τὴν πολυκαιρία, ἀκτινοβολοῦσαν ὅταν στὸν ἑσπερινὸ παραμονὴ τῆς γιορτῆς τοῦ ἁγίου, στὸ ἡμίφως τῶν κεριῶν, ὁ παπα-Πάνος Θεοδοσίου ἔψελνε: «Φῶς ἱλαρόν…».

Ἀτελείωτες οἱ βροχὲς τοῦ Δεκεμβρίου. Μᾶζες νεροῦ, λάσπη, πλημμύρες καὶ μιὰ ὑγρασία ποὺ «σκούριαζε» κυριολεκτικὰ τὸ ἀτσάλι! Συμπωματικά, ἕνα ἀπὸ τὰ ἀγαπημένα μου τραγούδια: «Who’ ll stop the rain», μὲ τὴν φωνὴ τοῦ John Fogerty, γράφτηκε ἐκείνη τὴ χρονιά, τὸ 1970.

Τὶς ἡμέρες τῶν Χριστουγεννιάτικων γιορτῶν, τὸ 1971, τὸ πρῶτο δημοτικὸ σχολεῖο Αἰτωλικοῦ, διοργάνωσε ἔκθεση παιδικοῦ βιβλίου. Διάλεξα ἀπὸ μιὰ παρόρμηση «Τὰ τέκνα τοῦ πλοιάρχου Γκράν». Μὲ ἀντίτιμο δέκα δραχμές μοῦ τὸ δώρησαν οἱ γονεῖς μου. Βρέθηκα ξαφνικὰ ἐπιβάτης στὴ θαλαμηγὸ «Ντύνκαν» τοῦ λόρδου Γκλένερβαν ἀναζητῶντας τὸν πλοίαρχο Γκράν, διαβαίνοντας τὴν Παταγωνία μὲ ὁδηγό, μία ἀπὸ τὶς πλέον εὑρηματικὲς μορφὲς τῶν βιβλίων τοῦ Ἰουλίου Βέρν. Τὸν γεωγράφο Ζὰν Παγκανέλ.

Ὁ παιδικός μου ψυχισμός – ἴσα ποὺ εἶχα μάθει νὰ διαβάζω σωστά – γοητεύτηκε ἀπὸ τὸ ἔξοχο μάθημα ἐθνογεωγραφίας, τοῦ Ζὰν Παγκανέλ. Ταξίδεψα σὲ χῶρες ποὺ δὲν ἤμουν σίγουρος ὅτι μποροῦσα νὰ τὶς διακρίνω στὸν παγκόσμιο γεωγραφικὸ Ατλαντα φτάνοντας μέχρι τὴν Αὐστραλία καὶ τὴ Νέα Ζηλανδία καὶ τελικὰ στὴ νῆσο Ταμπόρ.

«Τὰ τέκνα τοῦ πλοιάρχου Γκράν», καθόρισαν τὶς λογοτεχνικές μου προτιμήσεις, ὁδηγῶντας μὲ στὶς «γραφὲς τῆς περιπλάνησης». Βρίσκονται δίπλα ἀπὸ τὰ ἄλλα παιδικά μου ἀναγνώσματα, τὸν «Ρομπὲν τῶν δασῶν», «Τὰ ταξίδια τοῦ Κάπταιν Κούκ», «Τὰ ἀσημένια πατίνια» καὶ ὁ «Γιὸς τοῦ θυρωροῦ», ἀπὸ τὴν σειρὰ παιδικῶν διηγημάτων τῆς Χριστιανικῆς Ἀδελφότητος, ἡ «Ζωή», δῶρο τῆς μητέρας μου Αἰκατερίνης. Ὅποτε τὰ ξεφυλλίζω, νοιώθω τὸ δικό της τρυφερὸ ἄγγιγμα…

Θαμπά, τὶς πρωινὲς ὧρες τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων στοὺς λασπωμένους δρόμους τῆς πόλης τοῦ Αἰτωλικοῦ, τὰ κάλαντα. Ἀγόρια μὲ κοντοκουρεμένα μαλλιά, ροῦχα καλά, μέτρια ἀλλὰ καὶ φτωχικά, ἐπιμελῶς φροντισμένα. Τὰ κορίτσια μὲ ἄσπρες κορδέλες στὰ μαλλιά, σὲ ὁρισμένες ἀπὸ συστολὴ κοκκινισμένα τὰ μάγουλά τους.

«Καπέτα», χτενισμένα τὰ μαλλιά μου. Ἄρχισα νὰ λέω τὰ κάλαντα ἀπὸ τὸ δωμάτιο τῆς γιαγιᾶς μου Μαρίας. Τὸ πορτοφόλι της, ποὺ πάντα εἶχε χρήματα, μοῦ φαίνονταν μαγικό, ὅπως ὁ σκοῦφος τοῦ Γκούφυ μὲ τὰ μαγικὰ φυστίκια! Συνέχιζα δίπλα στὸ πατρικό μου, στὴν Εὐτυχία Δράμαλη (1932-2019). Τὸ ἁπλὸ σπιτικὸ της λαμποκοποῦσε ἀπὸ ἀγάπη καὶ καλοσύνη καὶ ἡ ἀγκαλιά της, χωροῦσε ὅλα τὰ παιδιὰ τῆς γειτονιᾶς.

Τελείωνα στὸ ἐλαιοτριβεῖο τοῦ πατέρα μου Εὐάγγελου. Πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι μου τροχαλίες, ἱμάντες καὶ ὁ θόρυβος τῶν μηχανημάτων. Βουνὸ στὴ μέση τὸ λιοκόκι. Πίσω ἀπὸ τὶς ἀναθυμιάσεις του, δίπλα στὸ διαχωριστήρα Pieralisi, ὁ πατέρας μου ἔβγαζε ἀπὸ τὴν τσέπη του λιγδωμενου ἀπὸ τὰ λάδια καὶ τὶς βαρβολίνες ντρίλινο παντελόνι του, χαμογελῶντας, ἕνα εἰκοσάρικο μὲ τὸν βασιλιὰ Κωνσταντῖνο!

Μὲ τὸ ἀπογευματινὸ ἀστικὸ (ἕνα SCANIA VABIS), δύο δραχμὲς τὸ εἰσιτήριο, στάση «Τρίγωνο» στὸ Μεσολόγγι. Ἀπαραίτητη ἡ ἐπίσκεψη στὸ σπίτι τοῦ παπποῦ Νίκου καὶ τῆς γιαγιᾶς Ἀθηνᾶς. Μπροστὰ στὴ βιτρίνα τοῦ «Καρατσώρα», πιασμένος ἀπὸ τὸ μπὲζ καφὲ παλτὸ τῆς μητέρας μου Αἰκατερίνης, διάλεγα τὸ Χριστουγεννιάτικό μου δῶρο: Ἕνα ζευγάρι μαῦρα παπούτσια παντοφλέ.

Τὰ παιδικά μου παιχνίδια, ὅσα διεσώθησαν, μὲ πιὸ παλιὸ τὸ τσίγκινο κουρδιστὸ ἀλογάκι μὲ τὸν καουμπόϋ, τῆς Fino, ἀγορασμένο τὸ ’68 ἀπὸ τὴ μητέρα μου Αἰκατερίνη στὴν Ἀθήνα.

Ἡ πορτοκαλὶ κοκκάλινη σφυρίχτρα τραῖνο, ὅταν κρατοῦσα τὸ χέρι τῆς γιαγιᾶς μου Μαρίας τὸ ’70, στὴν προκυμαία τοῦ Ξυλοκάστρου.

Τὰ Εὐζωνάκια, τέσσερις δραχμές το ἕνα, οἱ χάρτινες φιγοῦρες τοῦ Καραγκιόζη, χαρτοκοπτικὴ κολλημένη μὲ ἀλευρόκολλα στὸ χαρτόνι.

Τὸ κουτὶ μὲ τοὺς Ζουλοῦ ἀπὸ τὸ βιβλιοχαρτοπωλεῖο τοῦ Γκρέκα, κοντὰ στὸ μηχανουργεῖο τοῦ πατέρα μου. Ἀπὸ τοὺς πάγκους τῶν πανηγυριῶν στὴν Ἁγία Ἀγάθη, στὸν Ἅγιο Γεράσιμο τοῦ Κεφαλοβρύσου, καὶ τὴν Ἁγία Ἐλεοῦσα, φωτισμένοι μὲ λάμπες ἀσετυλίνης καὶ ἀμιάντου. Πλαστικὰ καὶ τσίγκινα τὰ περισσότερα, φτιαγμένα ἀπὸ οἰκιακὲς βιοτεχνίες καὶ ἐργαστήρια, αὐτὰ ποὺ ἀργότερα τὰ ὀνόμασαν συλλήβδην «πανηγυριώτικα». Κρεμασμένα στὰ περίπτερα τοῦ κεντρικοῦ δρόμου, ἀλλὰ καὶ στὸ πρακτορεῖο ἐφημεριδὼν τοῦ Μήτσου Παρρά.

Ὅμως, τὸ σημαντικότερο μαγαζὶ γιὰ τὰ παιχνίδια ἦταν τὸ βιβλιοχαρτοπωλεῖο τοῦ Πανάκια (Πάνος) Παγαρέμος, στὴν κεντρικὴ ὁδὸ τῆς πόλεως, τῆς Κωνσταντίνου Λάσκαρη. Πολὺ καλὰ ὀργανωμένο, ξεχώριζε γιὰ τὴν ποικιλία καὶ τὴν ποιότητα τῶν παιχνιδιῶν του.

Στὰ μικρομάγαζα καὶ στὰ ψιλικατζίδικα, ἔβρισκα χαρτάκια μὲ ποδοσφαιριστές. Ὁ Γιοῦτσος, ὁ Δεληκάρης, ὁ Λοσάντα, ὁ Δομάζος, ὁ Παπαϊωάννου μὲ τὸν Κούδα, ἀλλὰ καὶ ὁ Σπυρίδων τοῦ «Ἄρεως» ὅπως τὸν ἔλεγαν οἱ παλιότεροι.

Στολισμένο τὸ χριστουγεννιάτικο δέντρο στὸ δωμάτιο τῆς γιαγιᾶς μου. Ἀναβόσβηναν τὰ φωτάκια. Μαργαρῖτες ἦταν…

Μὲ μιὰ ἔμφυτη ματαιοδοξία ἀναζήτησα, ὅπως καὶ πολλοὶ ἄλλοι ποὺ μαζεύουμε παιχνίδια, τοὺς κατασκευαστές. Ἔμαθα γιὰ τὴν Fino, τὸν Ἀνανιάδη, τὸ Νικολαΐδη καὶ τόσους ἄλλους. Ἀνακάλυψα τὶς ἑταιρεῖες ποὺ κατασκεύαζαν τὰ χαρτάκια. Ὁ «Παρθενῶν», ἡ «ΜΕΛΟ», ἡ «Lebon», ἡ «ΙΟΝ», οἱ τσίχλες «Καουμπόϋ». Χρήσιμες γνώσεις καὶ πληροφορίες, ἀλλὰ τίποτα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ δὲν μπόρεσε νὰ μὲ «γυρίσει» στὰ παιδικά μου.

Πολλὰ χρόνια ἀργότερα, στὸ πρῶτο μου ταξίδι στὸ Ἅγιον Ὅρος στὴ Σιμωνόπετρα, κατάλαβα ὅτι τὸ ταξίδι τῆς ἀναζήτησης, ἦταν: «Ἄσκηση ψυχῆς καὶ παραμυθία».

Ἔχω τελειώσει τὸ Δημοτικὸ Σχολεῖο. Ἐξακολουθῶ νὰ χρησιμοποιῶ τὸ πολυτονικό, γράφω τὸ τραῖνο μὲ «αῖ» καὶ περισπωμένη καὶ τὴν Παταγωνία μὲ «ω». Ἀλλά, ὅμως, μαγεία πλημμυρισμένος ἀπὸ τὴν ἀστερόσκονη ποὺ τόσο ἁπλόχερα σκόρπισε πάνω μου ἡ Τίνκερ Μπέλλ, βρίσκομαι ἀνεβασμένος στὸ πορτοκαλὶ Goering ποδήλατο τοῦ πατέρα μου, ἀνεμίζουν στὸν μπροστινὸ τροχὸ δυὸ σημαιοῦλες, ἡ ἑλληνικὴ καὶ τῆς «ΑΕΚ». Στερεωμένος μὲ σύρμα στὸ τιμόνι ὁ κόκκινος πλαστικός μου ἀνεμόμυλος, φορῶντας ἕνα Χριστουγεννιάτικο κοστούμι μὲ ἀναρίθμητες τσέπες, ὅπως, ὁ γεωγράφος Ζὰν Παγκανέλ στὴν Παταγωνία…

Εὔχομαι ἡ γέννηση τοῦ Θεανθρώπου νὰ φέρει ὑγεία καὶ εἰρήνη σὲ ὅλο τὸν κόσμο.

 * Ἰούλιος Βέρν, «Τὰ τέκνα τοῦ πλοιάρχου Γκράν», διασκευὴ Γ. Τσουκαλᾶ, ἐκδόσεις «ΑΣΤΗΡ» 1971).

 

Σημειώσεις
1) Les enfants du capitaine Grant (ο τίτλος του βιβλίου στα γαλλικά)
Στὴ γαλλικὴ γλῶσσα, ἀντίθετα μὲ τὴν ἀγγλική, στίς λέξεις ποὺ τελειώνουν μὲ «t», αὐτὸ παραλείπεται.
2) «Who’ ll sto the rain». Credence Clearwater Revival. Album Cosmo’s Factory 1970