Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος: Ο άγιος περιγράφει τα της εξορίας του!

27 Ιανουαρίου 2024

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Περί δε της εξορίας του Αγίου και πως με πολλήν γενναιότητα υπέφερεν ο Χρυσορρήμων τα λυπηρά, θέλομεν μεταχειρισθή τα ίδιά του λόγια, τα οποία έγραψεν εν είδει επιστολής εις τον Επίσκοπον Κυριακόν, όντα και αυτόν εξόριστον. Έχουσι δε ούτως:

 

Επιστολή του θείου Χρυσοστόμου

Φέρε, ω αδελφέ Κυριακέ, να ανακουφίσω την πληγήν της λύπης σου και να διασκεδάσω του λογισμού σου το νέφος. Τι πράγμα σε κάμνει, αδελφέ, να λυπήσαι και να αδημονής; διότι ο χειμών είναι μέγας και η τρικυμία αύτη, ήτις επλάκωσε την Εκκλησίαν του Θεού, είναι πικρά και βαρεία; ναί, εγώ το ηξεύρω και ουδείς αντιλέγει εις τούτο, αλλά, εάν αγαπάς, εγώ θα σοι υποβάλω μίαν παρομοίωσιν των τωρινών ταραχών.

Πολλάκις βλέπομεν την αισθητήν θάλασσαν ταραττομένην όλην κάτωθεν εκ της αβύσσου, βλέπομεν δε και τους ναύτας, οίτινες αγνοούντες τι να πράξωσιν ένεκεν της υπερβολικής τρικυμίας, δένουσι τας χείρας εις τα γόνατά των, και κάθηνται απορούντες, επειδή δεν βλέπουν ούτε ουρανόν, ούτε πέλαγος, ούτε γην, αλλά κείνται επί του καταστρώματος του πλοίου και εκεί κλαίουσι και οδύρονται. Καθώς λοιπόν τοιαύτη τρικυμία γίνεται εις την ορατήν θάλασσαν, ούτω τώρα και εις την Εκκλησίαν του Θεού γίνεται χειροτέρα τρικυμία και περισσότερα κύματα.

Όθεν, παρακάλει, αδελφέ, τον Δεσπότην και Κύριον, ημών Ιησούν Χριστόν, ο οποίος δεν καταπαύει την τρικυμίαν ταύτην με τέχνην και δυσκολίαν, αλλά με μόνον το νεύμα και την θέλησίν του διαλύει την ταραχήν. Και αν ακόμη παρεκάλεσας τον Κύριον και δεν εισηκούσθης, μη αμελήσης, διότι τοιαύτη συνήθεια είναι εις τον φιλάνθρωπον Θεόν, να μη εισακούη παρευθύς, προνοούμενος διά την σωτηρίαν μας.

Διότι μήπως δεν ηδύνατο να λυτρώση τους τρεις Αγίους Παίδας εκείνους, όπως μη ριφθώσιν εις την κάμινον; ναί, ηδύνατο· αλλ’ όμως πρότερον δεν τους ελύτρωσεν. Αφ’ ου δε εκείνοι ηχμαλωτίσθησαν εις την Βαβυλώνα και αφού εγκατελείφθησαν εις την χώραν των βαρβάρων και εξωρίσθησαν εκ της πατρικής των κληρονομίας, και αφ’ ου ερρίφθησαν εις την κάμινον και απηλπίσθησαν παρά πάντων, ώστε ουδεμία βοήθεια έμεινεν εις αυτούς, τότε δη τότε ο αληθινός Θεός αιφνιδίως την θαυματουργίαν εποίησε και διεσκόρπισε το πυρ, το οποίον ήτο εις την κάμινον των Χαλδαίων.

Η κάμινος λοιπόν έγινεν Εκκλησία εις τους εν αυτή ευρισκομένους Παίδας· όθεν και εκάλουν όλα τα κτίσματα, Αγγέλους, δυνάμεις, στοιχεία και ούτως όλα συναθροίζοντες έλεγον· «Ευλογείτε πάντα τα έργα Κυρίου τον Κύριον». Βλέπεις, αδελφέ, ότι η υπομονή των δικαίων μετέβαλε το πυρ εις δρόσον και ότι αυτή έπεισε τον τύραννον Ναβουχοδονόσορα να στέλλη επιστολάς εις όλον του το βασίλειον και να λέγη· «Μέγας είναι ο Θεός Σεδράχ, Μισάχ και Αυδεναγώ!». Και βλέπε πόσον απότομον και φοβεράν διαταγήν εξέδωκεν· όποιος, λέγει, ήθελεν είπει λόγον εναντίον των τριών Παίδων, τούτου το οίκημα να διαρπάζηται και η περιουσία του να γίνηται αυθεντική.

Λοιπόν μη λυπήσαι, αδελφέ Κυριακέ, διότι και εγώ, όταν εξωρίσθην εκ της Κωνσταντινουπόλεως, δεν εφρόντιζον διά κανέν πράγμα, αλλά έλεγον ταύτα καθ’ εαυτόν. «Εάν θέλη η βασίλισσα να με εξορίση, του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής» (Ψαλμ. κγ’ 1). Εάν θέλη να με πριονίση ας με πριονίση· έχω εις τούτο παράδειγμα τον Προφήτην Ησαΐαν· αν θέλη να με ρίψη εις το πέλαγος, ενθυμούμαι τον Προφήτην Ιωνάν, παρόμοιόν τι παθόντα· αν θέλη να με βάλη εν λάκκω έχω παράδειγμα τον Προφήτην Δανιήλ, όστις ετέθη εν τω λάκκω των λεόντων· εάν θέλη να με λιθοβολήση, έχω τον Πρωτομάρτυρα Στέφανον, όστις τούτο εδοκίμασεν· αν με αποκεφαλίση, έχω υπόδειγμα τον Βαπτιστήν Ιωάννην· αν θέλη να αφαιρέση την περιουσίαν μου, εάν έχω, ας την λάβη· «Γυμνός εξήλθον εκ κοιλίας μητρός μου, γυμνός και απελεύσομαι» (Ιώβ, α’ 21).

Εις εμέ παραγγέλλει και ο Απόστολος λέγων· «Πρόσωπον Θεός ανθρώπου ου λαμβάνει» (Γαλ. β’ 6) και, «Ει έτι ανθρωποις ήρεσκον, Χριστού δούλος ουκ αν ήμην»· (Γαλ. α’ 10). Οπλίζει με δε και ο Δαβίδ λέγων· «Ελάλουν εν τοις μαρτυρίοις σου εναντίον βασιλέων και ουκ ησχυνόμην» (Ψαλμ. ριη’ 46). Πολλά κατεσκεύασαν εναντίον μου οι μισούντές με, αλλά όλα τα έπραξαν εκ του φθόνου των και της κακίας.

Ηξεύρω βεβαίως ότι λυπείσαι, αδελφέ, διότι εκείνοι, οίτινες με εξώρισαν, παρρησία περιέρχονται τας αγοράς και ακολουθεί αυτούς πλήθος δορυφόρων και δούλων· αλλ’ όμως ενθυμήθητι πάλιν τον πλούσιον και τον Λάζαρον, ποίος μεν εις την παρούσαν ζωήν εθλίβη, ποίος δε πολλά απήλαυσε.

Διότι τι έβλαψε τον Λάζαρον η πολλή πτωχεία; δεν εφέρθη εκείνος εις τους κόλπους του Αβραάμ με δόξαν αθλητού και τροπαιούχου; τι δε ωφέλησεν ο πλούτος τον πλούσιον, τον ενδεδυμένον με πορφύραν και βύσσον; βεβαίως ουδέν· διότι που είναι τώρα οι κόλακες και η βασιλική του τράπεζα; δεν εφέρθη εις τον τόπον ο άθλιος, δεδεμένος ως ληστής, φέρων την ψυχήν του γυμνήν από τον κόσμον τούτον και φωνάζων με κενήν και ανωφελή φωνήν: «Πάτερ Αβραάμ, ελέησόν με και πέμψον Λάζαρον, ίνα βάψη το άκρον του δακτύλου του εν ύδατι και με αυτό δροσίση την γλώσσάν μου, η οποία φλογίζεται πικρώς εις την φλόγα ταύτην;» (Λουκ. ιϛ’ 24).

Συνέχεια εδώ: http://www.pemptousia.gr/?p=391437

 

Απόσπασμα από τον «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας», μήνας Ιανουάριος, τόμος α’.