Άγιος Μακάριος ο Αλεξανδρινός, Η περιπέτειά του στην έρημο και η διάσωσή του!

19 Ιανουαρίου 2024

Άγιος Μακάριος ο Αλεξανδρινός. (Εικόνα από saint.gr).

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

 

Για τον άγιο Μακάριο τον Αλεξανδρινό

Αυτός [ο άγιος Μακάριος ο Αλεξανδρινός], όπως μας διηγήθηκε ο ίδιος, επιθύμησε κάποτε να μπει στο κηποτάφιο του Ιαννή και Ιαμβρή που είχε γίνει από τους τότε μάγους που συμβασίλευαν με το Φαραώ.

Έχοντας αυτοί τη δυναστεία από πολύ καιρό, έχτισαν το έργο με πέτρες με τέσσερις κίονες, και έφτιαξαν εκεί το μνήμα τους, με πολύ χρυσάφι· φύτεψαν και δέντρα, διότι ο τόπος είναι υγρός, και άνοιξαν μεταξύ των άλλων και φρέαρ.

Επειδή λοιπόν ο Άγιος δεν ήξερε το δρόμο, και υπολόγιζε την πορεία του με τα άστρα, βαδίζοντας στην έρημο σαν σε πέλαγος, πήρε ένα δέμα καλάμια και έστησε ένα σε κάθε μίλι για να βρει το δρόμο γυρίζοντας.

Προχώρησε λοιπόν και σε εννιά μέρες πλησίασε τον τόπο.

Ο δαίμονας όμως, που πάντα αντιπράττει στους αθλητές του Χριστού, αφού μάζεψε όλα τα καλάμια, ενώ αυτός κοιμόταν ένα μίλι απόσταση από το κηποτάφιο, τα έβαλε πλάι στο κεφάλι του.

Σηκώθηκε λοιπόν και βρήκε τα καλάμια, επειδή παραχώρησε και αυτό ο Θεός, για περισσότερή του παίδευση, για να μην ελπίζει σε καλάμια, αλλά στο στύλο της νεφέλης που οδήγησε τον Ισραήλ σαράντα χρόνια στην έρημο.

Και έλεγε:
«Εβδομήντα δαίμονες βγήκαν να με συναντήσουν από το κηποτάφιο, κραυγάζοντας και πετώντας σαν κοράκια μπροστά στο πρόσωπό μου και λέγοντας: ‘Τι θέλεις Μακάριε; τι θέλεις μοναχέ; τι ήρθες στον τόπο μας; δεν μπορείς να μείνεις εδώ’. Και τους είπα, λέει, ότι θα μπω μόνο να ερευνήσω και φεύγω. Μπήκα λοιπόν, λέει, και βρήκα ένα χάλκινο κουβά που κρεμόταν με σιδερένια αλυσίδα στο φρέαρ, που είχαν φθαρεί από το χρόνο, και ρόδια ξεραμένα από τον ήλιο, χωρίς καθόλου καρπό».

Κι έτσι πήρε το δρόμο του γυρισμού και έφτασε σε είκοσι μέρες.

Όταν όμως τελείωσε το νερό που είχε, και τα ψωμιά, βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Και όταν έφτασε να γονατίσει, του παρουσιάστηκε μια κόρη, όπως διηγήθηκε, που φορούσε καθαρό φόρεμα και κρατούσε μια στάμνα με νερό που έσταζε· και έλεγε ότι ήταν μακριά του, περίπου ένα στάδιο*, και αυτός βάδιζε τρεις μέρες, βλέποντάς την να στέκεται με τη στάμνα, και δεν μπορούσε να τη φτάσει, όπως στα όνειρα, δυνάμωνε όμως υπομένοντας, με την ελπίδα να πιει.

Μετά απ’ αυτήν, εμφανίστηκε ένα πλήθος βουβάλια, απ’ τα οποία το ένα στάθηκε μαζί με το μοσχάρι του· διότι υπάρχουν πολλά σ᾽ εκείνους τους τόπους· και όπως έλεγε, έτρεχε ο μαστός του γάλα.

Αφού λοιπόν έβαλε το στόμα του και θήλασε από το βουβάλι, χόρτασε. Και το βουβάλι ήρθε μέχρι το κελλί του θηλάζοντάς τον, μη δεχόμενο το μοσχάρι του.

* περίπου 180 μέτρα.

Απόσπασμα από την «Λαυσαϊκή ιστορία» του Παλλαδίου. Έκδοση Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα. Εισαγωγικά, μετάφραση Μοναχός Συμεών.