Ο Ιερός Χρυσόστομος περί της ομοφυλοφιλίας (Συμβολή στην επικαιρότητα του θέματος)

8 Ιανουαρίου 2024

Αξίζει για το θέμα της ομοφυλοφιλίας ν’ ακούσουμε τι λέγουν και ν’ αναγνώσουμε τι γράφουν οι σοφοί και θεοφόροι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας. Και τούτο, γιατί οι Πατέρες, δεν αποτελούν μία νεκρά παρακαταθήκη, ούτε είναι εκτός πραγματικότητος. Είναι κατ’ εξοχήν ερμηνείς του πνεύματος των θείων Γραφών, αλλά και σπουδαίοι μελετητές του ανθρωπίνου όντος. Τω όντι, ως γνώστες της θύραθεν παιδείας και της χριστιανικής γραμματείας ασχολήθηκαν με τον άνθρωπο, την αρετή και την κακία και κυριολεκτικά πόνεσαν για τα ανθρώπινα και μόχθησαν γι’ αυτά και αγωνίστηκαν για την τελειότητα του ανθρώπινου βίου με απώτερο σκοπό την αιωνιότητα.

Έτσι από τους μεγάλους Έλληνες Πατέρες, ο σοφός και θεοφόρος Πατήρ της Εκκλησίας ο Χρυσορρήμων Ιωάννης, δεν θα μπορούσε να σιωπήσει για το ζήτημα της ομοφυλοφιλίας, καθ’ ότι και άριστος ερμηνευτής της Αγίας Γραφής υπήρξε και της αρετής και του ήθους πρότυπον, αναδείχθηκε στην εποχή του. Ήταν μέγας ανήρ, σπουδαίος «ες τα μάλιστα τον βίον θεσπέσιος και λέγειν δεινός». Αλλ’ οφείλουμε επίσης να επισημάνουμε, ότι αν και έζησε τον 4ο αιώνα, εν τούτοις, ο λόγος του και η γραφίδα του διακρίνονται από διαχρονικότητα, γιατί ακριβώς αφορούν τον όλο άνθρωπο και τον βίο του, την σχέση του με το Θεό και τον εαυτό του. Συγκεκριμένα, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, στην προς Ρωμαίους επιστολή του Απ. Παύλου, την πλέον θεολογική, αφιερώνει 33 ομιλίες που εκφωνήθηκαν στην Αντιόχεια. Συγκεκριμένα στις Ομιλίες του Γ’, Δ’ και Ε’ αναφέρεται στην οργή του Θεού εναντίον των ασεβών ειδωλολατρών.

Ειδικότερα, στην Γ’ Ομιλία του ερμηνεύει από το Α’ κεφάλαιο της προς Ρωμαίους Επιστολή του Αποστόλου τους στίχους 8-17 και υπογραμμίζει ότι οφείλουμε να δεχόμεθα με πίστη τα του Θεού και να μην ζητούμε τον λόγο για τις θείες εντολές.

Η εντολή του Θεού είναι εντολή. Έτσι είναι. Το δημιούργημα δεν θα πεί στον Δημιουργό, γιατί με δημιούργησες έτσι; Όπως αναφέρει ο Απ. Παύλος: «Ω άνθρωπε, συ ποιος είσαι, ο οποίος συζητείς και αντιλέγεις προς τον Θεόν; «Μήπως είναι δυνατόν ποτέ το πήλινον αγγείον να πη εις τον αγγειοπλάστην που το έπλασε: διατί με έκαμες έτσι;». Ή μήπως ο κεραμοποιός δεν είναι κύριος και εξουσιαστής εις τον πηλόν του, ώστε να κάμη από το αυτό φύραμα άλλο μεν σκεύος διά χρήσιν τιμητικήν και άλλο διά χρήσιν ευτελή;» (Ρωμ. 9, 20-21). Λέγει δε ο Ι. Χρυσόστομος ότι δεν πρέπει να εξετάζουμε την προσταγή του Κυρίου, «το του Δεσπότου το πρόσταγμα» (Προς Ρωμαίους ομιλία Γ’, ΕΠΕ 16 Β, σ. 360), αλλά οφείλουμε «να υποχωρούμε στο ακατάληπτο της πρόνοιάς Του και να μη ζητάμε ποτέ ευθύνες από το Θεό γι’ αυτά που γίνονται και αν ακόμη αυτά (που γίνονται) φαίνονται να ενοχλούν πολλούς» (οπ. παρ. 361-363). Και πάλιν υπογραμμίζει την θέση αυτή ο ιερός πατήρ λέγοντας: «Μηδέποτε των επιταγμάτων του Θεού λόγον απαιτείν, αλλ’ είκειν και πείθεσθε μόνον» (οπ. παρ. 378), δηλ. να μη ζητούμε ποτέ λόγο για τις προσταγές του Θεού αλλά να υποχωρούμε και μόνο να υπακούουμε.

Στις Δ’ και Ε’ Ομιλίες του, όπου ερμηνεύει τους στίχους 18-27 κεφαλαίου Α’ της προς Ρωμαίους Επιστολής στρέφεται κατά των ειδωλολατρών και κάμνει λόγο για την ανεξικακία, προτρέπει σε εγκράτεια από τα πάθη και ειδικότερα, ερμηνεύοντας τους στίχους 26-27 αναφέρεται στις παρά φύση σαρκικές σχέσεις ανδρών και γυναικών, δηλαδή για την ομοφυλοφιλία.

Συγκεκριμένα, στην Ε’ ομιλία του ερμηνεύει τους στίχους του Αποστόλου: «Διά τούτο παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εις πάθη ατιμίας. Αι τε γαρ θήλειαι αυτών μετήλλαξαν την φυσικήν χρήσιν εις την παρά φύσιν, ομοίως δε και οι άρσενες αφέντες την φυσικήν χρήσιν της θηλείας εξεκαύθησαν εν τη ορέξει αυτών εις αλλήλους, άρσενες εν άρσεσι την ασχημοσύνην κατεργαζόμενοι και την αντιμισθίαν ην έδει της πλάνης αυτών εν εαυτοίς απολαμβάνοντες» (Ρωμ. 1, 26-27).

Λέγει, δηλαδή, ο Απ. Παύλος για τους ειδωλολάτρες, ότι ακριβώς επειδή λάτρευσαν ψευδείς και φαύλους θεούς, παρεχώρησε ο Θεός να παραδοθούν και υποδουλωθούν σε εξευτελιστικά πάθη. Διότι και οι γυναίκες των (χωρίς να εντραπούν και σεβασθούν ούτε τον εαυτόν τους) άλλαξαν την φυσική χρήση του φύλου τους στην παρά φύση και εξετράπησαν σε ακατονόμαστες πράξεις. Κατά παρόμοιο τρόπο και οι άρρενες αφήκαν την φυσική σχέση και χρήση της γυναικός και εφλογίσθησαν στις εμπαθείς ορέξεις μεταξύ τους, ώστε άνδρες εις άνδρας να ενεργούν αναίσχυντες και εξευτελιστικές πράξεις και να λαμβάνουν τον μισθόν, που τους έπρεπε για την πλάνην τους, από τον ίδιον τον εαυτό τους.

*

Ερμηνεύοντας τους στίχους αυτούς (26 και 27), ο Ι. Χρυσόστομος υπογραμμίζει, ότι η αλλαγή της φυσικής χρήσεως του φύλου στην παρά φύσιν είναι «πάθος ατιμίας», όπως το γράφει ο Απ. Παύλος. Αυτοί, συνεχίζει ο ι. Πατήρ, που κάμνουν αυτά τα «άτιμα πάθη» έχουν φθάσει σε μία αλλόκοτη λύσσα, «προς την αλλόκοτον ταύτην λύσσαν εξώκειλαν», καθ’ ότι άφησαν την φυσική απόλαυση και ήλθαν στην παρά φύση και έχουν προσβάλλει και την ίδια τη φύση. Προχωρεί ακόμα περισσότερο και χρησιμοποιεί ο Απ. Παύλος, όπως επισημαίνει ο Ι. Χρυσόστομος, ειδικές λέξεις για το πάθος αυτό. Λέγει: «Εξεκαύθησαν εν τη ορέξει αυτών εις αλλήλους« (στιχ. 27). Σχολιάζει ο Χρυσόστομος: «Πρόσεχε όμως πως και με έμφαση χρησιμοποιεί τις λέξεις. Γιατί δεν είπε, ότι αγάπησαν και επιθύμησαν ο ένας τον άλλο, αλλά, «Κάηκαν από επιθυμία μεταξύ τους». Βλέπεις ότι το παν της επιθυμίας προέρχεται από την πλεονεξία, επειδή δεν ανέχεται να μένει μέσα στα δικά της όρια. Γιατί, καθετί που ξεπερνά τους νόμους που όρισε ο Θεός, επιθυμεί πράγματα αλλόκοτα και όχι τα νόμιμα. Όπως λοιπόν πολλοί…, όταν διψούν υπερβολικά, επιθυμούν πολλές φορές και βούρκο, έτσι και εκείνοι έπεσαν στον παράνομο αυτόν έρωτα. Εάν όμως ερωτάς, και από που προέρχεται η δύναμη αυτή της επιθυμίας; Η απάντηση είναι: Από την εγκατάλειψη του Θεού. Και η εγκατάλειψη του Θεού από που; Από την παρανομία αυτών που τον εγκατέλειψαν, «Κάνοντας άνδρες με άνδρες την ασχημοσύνη».

Μη νομίσεις λοιπόν, λέγει, επειδή άκουσες πως κάηκαν, ότι η αρρώστια οφείλεται μόνο στην επιθυμία, γιατί πραγματικά το περισσότερο μέρος οφείλεται στην αδιαφορία τους, που άναψε και την επιθυμία. Γι’ αυτό δεν είπε, παρασυρόμενοι ή κυριευόμενοι, πράγμα που λέγει αλλού, αλλά τι; «Κατεργαζόμενοι (=κάνοντας). Θεώρησαν δε, έργο την αμαρτία, και όχι απλά έργο, αλλά και φροντισμένο» (Ομιλία Ε’, σ. 413). Σχολιάζει ακόμη την λέξη «ασχημοσύνη» λέγοντας: «Και δεν είπε (= ο Παύλος) επιθυμία, αλλ’ ασχημοσύνη με κυριολεκτική σημασία. Γιατί πραγματικά και την φύση ντρόπιασαν και τους νόμους καταπάτησαν. Με έμφαση λέγει: «Και την φύσιν ήσχυναν και τους νόμους επάτησαν». Δηλ. ομιλεί για ντροπή και παράβαση. Η ομοφυλοφιλία κατά τον θείον Παύλον αποτελεί αισχύνη της φύσεως και καταπάτηση του νόμου του Θεού. Ο δε Ι. Χρυσόστομος λέγει ότι αποτελεί και την εσχάτη και βδελυρωτάτη μορφή πορνείας. Τονίζει: «Τοσούτων πορνείας χείρων» (Ομιλία Ε’, σελ. 416). Διότι η πορνεία λέγει, «ει και παράνομος, αλλά κατά φύσιν η μίξις», ενώ στην ομοφυλοφιλία «και παράνομος και παρά φύσιν» (οπ. παρ. 414).

Και ο Ι. Χρυσόστομος καθίσταται δριμύτερος. Χαρακτηρίζει την ομοφυλοφιλία «δολοφονία ψυχής και σώματος», «ύβρι», «μανία», «προδοσία». Ειδικότερα γράφει: «Πω, πω μανία! Πω, πω παραφροσύνη! Από που ήρθε η επιθυμία αυτή, που προξένησε στην ανθρώπινη φύση τα κακά των εχθρών, ή καλύτερα και χειρότερα απ’ αυτό τόσο, όσο και η ψυχή είναι ανώτερη από το σώμα; Πόσο πιο ανόητοι είστε εσείς από τα άλογα ζώα και πιο αναιδείς από τους σκύλους! Γιατί πουθενά δεν υπάρχει τέτοια σχέση σ’ αυτά, αλλά η φύση γνωρίζει καλά τους δικούς της νόμους. Εσείς όμως με το να φέρεστε υβριστικά κάνατε το δικό σας φύλο πιο ατιμωτικό και από τα ζώα» (Οπ. παρ. σελ. 421).

Μάλιστα, ο Ι. Χρυσόστομος ερμηνεύοντας το χωρίο του Απ. Παύλου «Αποκαλύπτεται γαρ η οργή του Θεού απ’ ουρανού επί πάσαν ασέβειαν και αδικίαν ανθρώπων των την αλήθειαν εν αδικία κατεχόντων» (Ρωμ. 1,18), θαυμάσια μας συνιστά να προσέξουμε την σύνεση του Αποστόλου. Λέγει, ότι αφού είπε για τα περισσότερον χρηστά αγαθά, στη συνέχεια στρέφει τον λόγο και στα περισσότερον φοβερά. Μίλησε για την σωτηρία των ανθρώπων αλλά συνεχίζει και με την τιμωρία. Γράφει συγκεκριμένα ότι «επειδή οι περισσότεροι άνθρωποι τις πιο πολλές φορές δεν προσελκύονται στην αρετή τόσο από την υπόσχεση των χρηστών όσο από τον φόβο των δυσαρέστων, προσελκύει αυτούς και από τα δύο. Γι’ αυτό και ο Θεός δεν υποσχέθηκε βασιλεία μόνο, αλλ’ απείλησε και τη γέεννα» (Προς Ρωμαίους, ομιλία Δ’, σελ. 383). Και συνεχίζοντας λέγει ότι η ασέβεια των ειδωλολατρών έγινε η αιτία και της διαστροφής των νόμων της φύσεως. «Ξένον γαρ τρόπον παρανομίας επενόησαν και αλλοκότους και αθέσμους των μίξεων νόμους». Δηλ. επενόησαν παράξενο τρόπο παρανομίας και εφεύρον αλλόκοτους και ανεπίτρεπτους νόμους για τις σαρκικές αυτών επαφές. Και συνεχίζει ότι «και τοσαύτη της κακίας η φορά, ως άπαντας της λύμης αναπλασθήναι πάσης και μηδενίαν λοιπόν διόρθωσιν αυτούς επιδέχεσθαι, αλλ’ αφανισμού δείσθαι παντελούς» (οπ. παρ. σελ. 20). Εδώ είναι η δίκαιη τιμωρία.

 

Αλλ’ ο Ι. Χρυσόστομος για να βοηθήσει τους συνανθρώπους του στη μη διάπραξη της ομοφυλοφιλίας έρχεται και υπενθυμίζει την τιμωρία. Γράφει για την καταστροφή των Σοδόμων, για την ηθική ακολασία των κατοίκων της σημειώνοντας ότι το αμάρτημά τους ήταν τόσο μεγάλο, ώστε ο Θεός άφησε να φανεί η γέενα του πυρός πριν την ώρα της (οπ. παρ. σελ. 417-418). «Οι δε παράνομοι ούτοι οι κατά την των Σοδόμων χώραν οικούντες, αφανισθήσονται άπαντες. Ώσπερ γαρ η αρετή σωτηρίας υπόθεσιν γίνεται (=γίνεται αφορμή σωτηρίας) ταίς ταύτην μετιούσιν, ούτως η πονηρία αφανισμού αιτία καθίσταται» (Εις την Γένεσιν, ομιλία ΜΒ, 18).

*

Ακόμη αιτία της ομοφυλοφιλίας θεωρεί ο Ι. Χρυσόστομος την απώλεια του φόβου του Θεού και την απεμπόληση των θείων εντολών. Συγκεκριμένα γράφει: «Για να μη γίνει λοιπόν αυτό (=να γίνουμε αναιδείς) ας έχομε μπροστά μας σωστά το φόβο του Θεού. Γιατί τίποτε, πραγματικά τίποτε, δεν καταστρέφει τον άνθρωπο έτσι, όπως το να χάσει κανείς αυτή την άγκυρα, όπως τίποτε δεν τον σώζει τόσο, όσο το να βλέπει κανείς διαρκώς εκεί. Αν λοιπόν, όταν έχουμε μπροστά μας κάποιον άνθρωπο, γινόμαστε πιο διστακτικοί, στο να κάνουμε αμαρτήματα, και πολλές φορές κοκκινίσαμε από ντροπή μπροστά και στους δούλους που είναι πιο ήπιοι στην κρίση τους, και δεν κάνουμε τίποτε το παράλογο, σκέψου πόση ασφάλεια θ’ απολαύσουμε, όταν έχουμε μπροστά μας το Θεό. Γιατί πουθενά δεν θα μας επιτεθεί ο διάβολος, όταν συμπεριφερόμαστε έτσι, επειδή θα κουράζεται άσκοπα. Εάν όμως μας δεί να περιπλανόμαστε έξω και να περιφερόμαστε χωρίς χαλινάρι παίρνοντας από μας την εξουσία, θα μπορέσει παντού στη συνέχεια να μας αποπλανήσει. Και αυτό που παθαίνουν στην αγορά οι επιπόλαιοι από τους δούλους που εγκαταλείπουν τις αναγκαίες υπηρεσίες, για τις οποίες τους έστειλαν οι κύριοί τους, και αφοσιώνονται άσκοπα και χωρίς λόγο στους περαστικούς και σπαταλούν εκεί τον ελεύθερο χρόνο τους, το ίδιο παθαίνουμε και εμείς, όταν απομακρυνθούμε από τις εντολές του Θεού» (Προς Ρωμαίους, ομιλία Ε’, σελ. 421-423).

Μάλιστα ο Ι. Χρυσόστομος επισημαίνει ότι αυτό το πάθος είναι έργο του διαβόλου, ο οποίος ανοίγει ένα πόλεμο κατά του ανδρός και της γυναικός και της διαιωνίσεως του ανθρωπίνου γένους. Γράφει: «Και πρόσεξε πως γίνεται μεγάλη σύγχυση και από τα δύο μέρη. Γιατί δεν πήγε μόνο το κεφάλι κάτω, αλλά και τα πόδια πάνω, και έγιναν εχθροί του εαυτού τους και μεταξύ τους, κάνοντας κάποια φοβερή μάχη πιο παράνομη από κάθε εμφύλιο πόλεμο και πολύμορφη και πολύτροπη… Έπρεπε οι δύο να είναι ένα, εννοώ τη γυναίκα και τον άνδρα «Γιατί θα είναι», λέγει, «οι δύο ένα σώμα». Το έκανε αυτό η επιθυμία της συνουσίας και ένωνε τα φύλα μεταξύ τους. Καταστρέφοντας όμως αυτή την επιθυμία ο διάβολος και μεταφέροντας αυτή σ’ άλλο τρόπο, ξεχώρισε έτσι τα φύλα μεταξύ τους, και έκαμε το ένα να γίνει δύο μέρη, αντίθετα με το νόμο του Θεού. Γιατί αυτός (δηλαδή ο Θεός), λέγει, «θα είναι οι δύο μία σάρκα», ενώ ο διάβολος χώρισε τη μία στα δύο (οπ. παρ. 411 επ.).

Έπειτα ο Ι. Χρυσόστομος δεν αγνοεί ότι στην αρχαία Ελλάδα υπήρχε το φαινόμενο αυτό της ομοφυλοφιλίας και ειδικότερα γράφει και για την κατάσταση αυτή τα εξής: «Αλλ’ όμως δε θεώρησαν πως το πράγμα αυτό είναι ασχημοσύνη, αλλ’ επειδή το θαύμασαν σαν σεμνό και ανώτερο από το αξίωμα των δούλων, το επέτρεψαν στους ελεύθερους πολίτες. Και πολλά βιβλία των φιλοσόφων θα μπορούσε να βρεί κανείς να είναι γεμάτα από την αρρώστια αυτή. Όμως δε λέμε πως γι’ αυτό είναι νόμιμο το πράγμα, αλλά πως και αυτοί που δέχθηκαν το νόμο αυτό είναι δυστυχισμένοι και άξιοι για πολλά δάκρυα (οπ. παρ. σελ. 415 επ.). Ομιλεί ο Ι. Χρυσόστομος όχι μόνο για νόσο και παρανομία, αλλά για δυστυχία των ανθρώπων αυτών που μετέρχονται το πάθος αυτό, «δακρύων αξίους είναι πολλών» (οπ. παρ. σελ. 417).

Ωστόσο δεν δείχνει κακία ο Ι. Χρυσόστομος προς αυτούς τους αμαρτάνοντας με το πάθος αυτό. Είναι λέγει ασθενείς πνευματικά, πληγωμένοι από τον διάβολο, αιχμάλωτοι από τον πονηρό και χρειάζονται την σωτηρία. Φέρει το παράδειγμα του Λωτ, ο οποίος συμπεριφέρθηκε με πραότητα και σωφροσύνη προς τους Σοδομίτες που ήθελαν να διαπράξουν την αμαρτία. Και τους λέγει «Μηδαμώς αδελφοί, μη πονηρεύσησθε» (Γεν. 19,7). Σχολιάζει δε, εν προκειμένω, ο Ι. Χρυσόστομος: «Ω της του δικαίου μακροθυμίας, ω ταπεινοφροσύνης υπερβολή. Τούτο αληθώς αρετή, το μετ’ επιεικείας τοις τοιούτοις προσφέρεσθαι. Ουδείς γαρ τον νοσούντα θεραπεύσαι βουλόμενος και τον μαινόμενον σωφρονίσαι, μετά θυμού και αυστηρίας τούτο ποιεί» (Εις την Γένεσιν, ομιλία ΜΓ’, σελ. 66). Και συνεχίζει ο Ι. Χρυσόστομος σχολιάζοντας: «Διότι πρόσεχε πως ονομάζει αδελφούς εκείνους που θέλουν να διαπράττουν τας παρανομίας αυτού του είδους, θέλων να τους κάνει να νοιώσουν εντροπήν και να προσεγγίση την συνείδησίν των και ν’ απομακρύνη αυτούς από το μιαρόν επιχείρημά των» (οπ. παρ. σελ. 67).

Σαφώς, συνεπώς, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ομιλεί για αμαρτία, για πάθος ατιμίας, για ανατροπή των φυσικών νόμων αλλά και για «υπόμνηση», μία διαθήκη τρόπον τινα, ως υπενθύμιση στις επόμενες γενιές, της καταστροφής, ούτως ώστε να μη τύχουν και αυτές, της τιμωρίας. Γράφει πολύ χαρακτηριστικά: «Επειδή γαρ ανέτρεψαν τους της φύσεως νόμους και ξένας και παρανόμους επενόησαν μίξεις, διά τούτο ξένον τιμωρίας τον τρόπον επήγαγε, (ο Θεός επέβαλε νέον τρόπον τιμωρίας απ’ εκείνον του κατακλυσμού) διά την εκείνων παρανομίαν, και της γης την γαστέρα πηρώσας, και καταλιπών υπόμνημα διηνεκές ταίς μετά ταύτα γενεαίς, ώστε μη τοις αυτοίς επιχειρείν, ίνα μη τοις αυτοίς περιπέσωσι» (οπ. παρ. σελ. 30-32).

Γι’ αυτό και στη συνέχεια ο Ι. Χρυσόστομος, παρακαλεί και συμβουλεύει: «Δι’ ο, παρακαλώ, εξ ων έτεροι την δίκην έδοσαν, ημείς σωφρονιζόμεθα» (οπ. παρ. 32). Δηλαδή, σας παρακαλώ να συνετιζόμεθα απ’ όλα αυτά, για τα οποία, άλλοι τιμωρήθηκαν.­­­

Έτσι ερμηνεύει την αμαρτία αυτή ο Ιερός Πατήρ, ο «Οικουμενικός Διδάσκαλος» κατά τον αυτοκράτορα Θεοδόσιον Β’ και ο «τρισμακάριστος άνθρωπος» κατά τον Μ. Φώτιον και ασφαλώς, «ο νοών νοείτω».