Το ζήτημα της θεοδικίας

28 Ιανουαρίου 2024

Το ζήτημα της Θεοδικίας[1] απασχολούσε πάντοτε τον άνθρωπο και καταλάμβανε σημαντικό μέρος των προβληματισμών του. Στα χρόνια της Παλαιάς Διαθήκης η θεοδικία σχετίστηκε άμεσα με τα υλικά αγαθά, τα οποία αποτέλεσαν μέτρο σύγκρισης της θείας ευλογίας στους ανθρώπους[2]. Δεν ήταν εφικτό να κατανοηθεί από τους πιστούς Ιουδαίους το γεγονός ότι οι άδικοι και οι άπιστοι άνθρωποι περνούσαν μία άνετη ζωή ενώ ο ευσεβής και πιστός άνθρωπος ταλανίζονταν από ένα σωρό προβλήματα κυρίως οικονομικής φύσεως[3]. Στην Παλαιά Διαθήκη επισημαίνεται η υπεροχή του Θεού έναντι του κακού[4].

Ο ανταποδοτικός χαρακτήρας που επικρατούσε ιδιαίτερα στους χρόνους της Παλαιάς Διαθήκης εξελίχθηκε σε θεολογικό κριτήριο αρετής γιατί πλέον θεωρούνταν ότι ο Θεός ανταπέδιδε με κακό όσους υπήρξαν ασεβείς. Παράλληλα αρκετοί θεωρούσαν ότι δεν είναι αντικειμενική η δικαιοσύνη του Θεού εφόσον έμεναν ατιμώρητοι αυτοί που διέπρατταν σοβαρά ανομήματα[5]. Αυτόματα η στάση αυτή σήμαινε την απαρχή μίας περιόδου κατά την οποία δεν υπήρχε καμία ελπίδα στην αγάπη και τη μέριμνα του Θεού τουναντίον χαρακτηρίζονταν από μία αρνητική και ταυτόχρονα απαξιωτική στάση έναντι της θείας πρόνοιας, που αμφισβητούνταν. Παράλληλα καλλιεργήθηκε η εσχατολογική ανταπόδοση των δεινών στους άδικους αφού στην επίγεια ζωή, σύμφωνα με την πρώτη ανάγνωση των γεγονότων, εκείνοι υπήρξαν αν όχι οι «ευλογημένοι», σίγουρα οι ευεργετημένοι[6].

Με το όρο Θεοδικία, λογίζονται δύο μορφές του κακού. Η πρώτη έχει ηθικό χαρακτήρα, είναι η αμαρτία και η δεύτερη είναι το φυσικό κακό, που εμπεριέχει το οδυνηρό κόμματι, τη θλίψη, τον πόνο. Ο άνθρωπος δυσκολεύεται να κατανοήσει το λόγο που ενώ ο Θεός είναι αγαθός ωστόσο είναι δυνατό και έντονα υπαρκτό το κακό στην ζωή του. Ο άνθρωπος αρκετές φορές χρεώνει την παρουσία του κακού στον ίδιο τον Θεό[7].

Ο πιστός ωστόσο τοποθετείται πολύ διαφορετικά στο συγκεκριμένο θέμα και δέχεται πως το κακό υπάρχει απλά εξαιτίας της κακής χρήσης του αυτεξούσιου του. Ο άνθρωπος ο ίδιο δεν συνειδητοποιεί το μέγεθος της αξίας της ελευθερίας του, την οποία καταχράται. Το παιδαγωγικό στοιχείο στην απόφαση του Θεού να αφήσει τον άνθρωπο έρμαιο των κακών επιλογών του ούτως ώστε να επαναπροσδιορίσει την παρουσία του στο κόσμο σαφέστατα δεν σημαίνει ότι εισάγει ο ίδιος το κακό στην ζωή του ανθρώπου[8].

Στους χρόνους της Παλαιάς Διαθήκης ο άνθρωπος δεν αποδείχτηκε ικανός να αντιληφθεί τις ενέργειες εκείνες του Θεού, που αποσκοπούσαν στην ενίσχυση της πίστης του ανθρώπου, στον αναπροσανατολισμό του. Συχνά η επίγευση που είχε από τα γεγονότα τα οποία συνέδεε άμεσα με  τον Θεό ήταν αρνητική, άδικη έως και απαξιωτική, αφού ήταν σε θέση να κατανοήσει μόνο το προφανές, πως κάποιοι άνθρωποι οι οποίοι δεν ήταν ασεβείς ταλαιπωρούνταν ενώ ο αντίποδας τους ευημερούσε και υπαίτιος για αυτή την κατάσταση είναι ο Θεός. Στο βιβλίο του Ιώβ γίνεται λόγος από το περιβάλλον του Ιώβ[9] σχετικά με την απόρριψη του Θεού, από τη στιγμή που ο άνθρωπος δεν έχει να ωφεληθεί σε κάτι από αυτόν[10].

Σαφέστατα υπήρχε και η εκ διαμέτρου αντίθετη στάση των ανθρώπων οι οποίοι έχοντας την πνευματική ωριμότητα αντιλαμβανόντουσαν πως ο άνθρωπος έχει να ωφεληθεί, γευόμενος την αγάπη του Θεού[11] και ότι σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να προβεί ο δημιουργός, σε καταστροφικές για το πλάσμα του ενέργειες, προκειμένου να δικαιωθεί ο ίδιος[12]. Ωστόσο οι πιστοί αντιλαμβάνονται τη δικαιοσύνη του Θεού μέσω των ενεργειών του στο ανθρώπινο ιστορικό γίγνεσθαι[13]. Ο πιστός στην Παλαιά Διαθήκη βίωνε την μοναδικότητα του Θεού[14] εξαιτίας της προσωπικής σχέσης που είχε αναπτυχθεί μεταξύ τους[15]. Στη σκέψη του Ισραήλ υπήρχε έντονη η πίστη στην ανταπόδοση δηλαδή στη ανταμοιβή,  κατ΄ ουσίαν στην τιμωρία ή στην ευλογία των ανθρώπων σύμφωνα με τα έργα τους[16].

Υποσημειώσεις:

[1] Με το ζήτημα της Θεοδικίας ασχολήθηκαν αρκετοί διανοούμενοι της Δύσης, μερικοί εξ αυτών ερεύνησαν το κακό μέσω της προσπάθειας να ερμηνεύσουν τον κόσμο, Ricoeur Paul, To Κακό. Μία πρόσκληση για τη Φιλοσοφία και τη Θεολογία, μτφρ. Γηργορίου Γιώργος, εκδ. Πόλις,  Αθήνα 2006, σ. 54.

[2] Σηλώτη Δ., Η Θεοδικία στην Παλαιά Διαθήκη, Αθήνα 2001, σ. 20 – 22.

[3] Αλεξίου Δ., Θεοδικία, Αθήνα 1998, σ. 48.

[4] Καιμάκη Δ., Η Ιουδαική αποκαλυπτική γραμματεία και η Θεολογία της, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 245.

[5] Χαραλαμπίδη Β., Το Κακό, Αθήνα 1962, σ. 44.

[6] Μαρίνου Σ., Η Θεοδικία στην Παλαιά Διαθήκη, εκδ.  Τυπογραφείο Μαρκάκης Μ. Ε., Αθήνα 1975, σ. 55 – 56

[7] Θεοδώρου Ευαγ., «Θεοδικία», Θ.Η.Ε. 6 (1965), στ. 155

[8] Διαμαντίδη Ν., Το πρόβλημα της Θεοδικίας, Αθήνα 1990, σ. 43.

[9] Andersen F., Job: An Introduction and Comentary Leicester 1976, σ. 76

[10] Ιώβ, 34, 19 «ὁ ἄνθρωπος δὲν ὠφελεῖται ἀπὸ τὴν φιλία του μὲ τὸν Θεό».

[11] Laato An. – De Moor J.C., Theodicy in the World of the Bible, Leiden 2003, p. 14.

[12] Crenshaw J., Thoedicy in the Old Testament, Issues in Religion and Theology 4, Philadelphia 1983, p. 2-3.

[13] Zimmerli W., Επίτομη Θεολογία της Παλαιάς Διαθήκης, μτφρ. Β. Στογιάννου, εκδ. Άρτος Ζωής,  Αθήνα 2001, σ. 35.

[14] Fretheim T., The suffering of Go. An Old Testament Persepective, Mineapolis, 1984, p. 23 – 24.

[15] Καιμάκη Δ., Θέματα Παλιοδιαθηκικής Θεολογίας, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 15.

[16] Brueggemann W., «Τheodicy in a Social Dimension», JSOT 33, 1985

(Συνεχίζεται)