Άγιος Πορφύριος Επίσκοπος Γάζης, Βιογραφικά και η θαυματουργική θεραπεία του!

26 Φεβρουαρίου 2024

Άγιος Πορφύριος Επίσκοπος Γάζης. Μινιατούρα από το Μηνολόγιο Βασιλείου του Β’.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

 

Κεφ. 4. Βιογραφικά, ασκητικοί αγώνες στην έρημο, ασθένεια του οσίου

Η Γάζα είναι μία πόλη της Παλαιστίνης που βρίσκεται στα σύνορα της Αιγύπτου, η οποία όχι μόνο δεν είναι ασήμαντη, αλλά και πολυάνθρωπη είναι και μεταξύ των πολύ γνωστών πόλεων συγκαταλέγεται. Εκείνη την εποχή ήταν σε έξαρση η μανία των κατοίκων της προς τα είδωλα. Στον επισκοπικό θρόνο αυτής της πόλης ανέβηκε ο Πορφύριος, αυτός που τώρα εγκωμιάζεται από εμένα, αυτός που έχει πατρίδα την επουράνια Ιερουσαλήμ (πρβλ. Εβρ. 12,22), όπου ήδη και έχει απογραφεί, και επίγεια πατρίδα την πόλη των Θεσσαλονικέων. Η γενιά του ήταν επίσημη.

Σ’ αυτόν υπεισήλθε θείος έρωτας να εγκαταλείψει πατρίδα και λαμπρότητα γένους και αμέτρητο πλούτο και να ασπασθεί τον μονήρη βίο· και ευθύς με πλοίο φθάνει από τη Θεσσαλονίκη στην Αίγυπτο. Αμέσως τότε όρμησε προς τη Σκήτη και αξιώνεται μέσα σε λίγες ημέρες να λάβει το τίμιο σχήμα [να γίνει μοναχός]. Και αφού έζησε εκεί μαζί με τους αγίους πατέρες πέντε χρόνια, πάλι άλλος θείος έρως τον κατέλαβε να προσκυνήσει τους αγίους και σεβασμίους τόπους του Θεού. Και αφού έφτασεν εκεί και προσκύνησε, αναχώρησε προς τα μέρη του Ιορδάνη, όπου και κατοίκησε σε σπήλαιο, και παρέμεινε εκεί άλλα πέντε χρόνια, με πολλές κακουχίες.

Από την πολλήν όμως ξηρότητα και τραχύτητα των τόπων εκείνων, αρρώστησε βαρειά. Και αφού είδε ότι έφτασε στον έσχατο κίνδυνο, κατ’ οικονομίαν, παρακάλεσε κάποιον από τους γνωρίμους του να τον μεταφέρει στα Ιεροσόλυμα. Η ασθένειά του ήταν κίρρωση του ήπατος, με συνεχή λεπτότατο πυρετό.

Όμως αν και τον βασάνιζε μία τέτοια αρρώστια, που χωρίς σταματημό του κατέτρωγε τα σπλάχνα και έλιωνε το σώμα του, αυτός δεν σταματούσε κάθε ημέρα να επισκέπτεται τους Αγίους Τόπους, κυρτωμένος, χωρίς να μπορεί να ορθώσει το παράστημά του, αλλά ακουμπώντας σε ραβδί.

 

Κεφ. 5. Συνάντηση οσίου και βιογράφου στα Ιεροσόλυμα

Την ίδια λοιπόν εποχή συνέβη και εγώ να φθάσω από την Ασία με πλοίο για να προσκυνήσω τους Αγίους Τόπους. Και όταν έφθασα εκεί παρέμεινα πολύν χρόνο, εξασφαλίζοντας τα προς το ζην από το εργόχειρό μου, γιατί εγνώριζα την τέχνη του καλλιγράφου. Βλέποντας λοιπόν τον όσιο να πηγαινοέρχεται συνέχεια στον ναό της Αναστάσεως του Χριστού και στα άλλα προσκυνήματα, εθαύμαζα πως με τόσο μεγάλη σωματική αρρώστια αψηφά την τόση ταλαιπωρία.

Μία λοιπόν ημέρα τον συνάντησα στα σκαλοπάτια του Μαρτυρίου, που κτίστηκε από τον μακαριώτατο βασιλέα Κωνσταντίνο τον Μέγα, να μη μπορεί να τα ανεβεί με τα πόδια του. Έτρεξα λοιπόν και αφού του άπλωσα το χέρι μου, τον προέτρεπα να στηρίζεται σ’ αυτό και να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια.

Όμως αυτός δεν ήθελε και έλεγε: «δεν είναι δίκαιο εγώ που πηγαίνω να ζητήσω συγχώρηση για τις αμαρτίες μου, να στηρίζομαι στα χέρια κάποιου άλλου. Γι’ αυτό άφησέ με, αδελφέ, να δει ο Θεός τον κόπο μου για να με ελεήσει και εμένα κατά την ανείπωτη ευσπλαχνία του».

Βάδιζε λοιπόν και άκουε τα θεία λόγια, κολλώντας κυριολεκτικά το αυτί του στους διδασκάλους, και αφού λάβαινε την θεία κοινωνία της μυστικής τραπέζης, επέστρεφε στο κελλί του. Ήταν φανερό τι ζωή έκανε. Γιατί τόσο πολύ περιφρονούσε την πάθησή του, ώστε να νομίζει ότι η αρρώστια ανήκε σε ξένο σώμα, γιατί η ελπίδα του προς τον Θεό σήκωνε από αυτόν το βάρος της.

 

Κεφ. 6. Τακτοποίηση πατρικής κληρονομίας

Αυτό μόνο τον στενοχωρούσε και τον κατέτρωγε, το ότι δηλαδή υπήρχε ακόμη η περιουσία του και δεν πουλήθηκε και δεν διαμοιράστηκε στους φτωχούς, σύμφωνα με τον ευαγγελικό λόγο (πρβλ. Ματθ. 19,21). Αιτία που δεν έγινε αυτό ήταν το ότι, όταν έφυγε από την πατρίδα, οι αδελφοί του ήταν μικροί στην ηλικία. Στενοχωρημένος λοιπόν από αυτό, με παρακαλεί, αφού πλέον ήμουν οικείος του -διότι τον υπηρετούσα με προθυμία λόγω της ασθένειάς του-, να ταξιδέψω με πλοίο στη Θεσσαλονίκη και να διαμοιράσω με τους αδελφούς του την περιουσία. Και αφού μου έδωσε έγγραφη εξουσιοδότηση και με ανέθεσε διά της προσευχής του στον Κύριο, με άφησε να φύγω, δίνοντάς μου ελάχιστα για τα έξοδα· γιατί βέβαια δεν ήταν τότε εύπορος.

Αμέσως λοιπόν, αφού κατέβηκα στον Ασκάλωνα και βρήκα πλοίο, ανεχώρησα και ύστερα από δεκατρείς ημέρες με καλό ταξίδι φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη, όπου, αφού παρουσίασα τη γραπτή εντολή, διαμοίρασα την περιουσία με τους αδελφούς του.

Και τα μεν κτήματα που μου έλαχαν τα πούλησα σ’ αυτούς τρεις χιλιάδες χρυσά νομίσματα, τα ενδύματα όμως και τα ασημικά τα πήρα μαζί μου, όπως και άλλα χίλια τετρακόσια χρυσά νομίσματα. Και αφού τα συγκέντρωσα όλα μέσα σε τρεις μήνες, ξαναεπέστρεψα στο λιμάνι του Ασκάλωνα, μετά από δώδεκα ημέρες. Και από εκεί αφού μίσθωσα ζώα και τα φόρτωσα, γύρισα στη γύρισα στην Αγία Πόλη.

Αμέσως τότε μόλις με είδε ο τρισμακάριος, με αγκάλιασε με χαρά και με δάκρυα -μπορεί και η χαρά να προκαλέσει δάκρυα- εγώ όμως αυτόν δεν τον αναγνώρισα. Γιατί το σώμα του ήταν πια υγιέστατο και το πρόσωπό του ροδοκόκκινο. Και ξανασήκωνα επίμονα τα μάτια μου για να τον αναγνωρίσω παρατηρώντας τον.

 

Κεφ. 7. Θαυματουργική θεραπεία του οσίου

Αλλά αυτός το κατάλαβε και χαμογελώντας μου είπε χαριτωμένα: «μην απορείς, αδελφέ Μάρκε, που με βρήκες υγιή και εύρωστο, αλλά μάθε την αιτία της αποκατάστασης της υγείας μου, και τότε να υπερθαυμάσεις την ανείπωτη φιλανθρωπία του Χριστού. Πως δηλαδή εκείνα για τα οποία έχουν χάσει κάθε ελπίδα οι άνθρωποι βρίσκουν θεραπεία κοντά του».

Και εγώ τον παρακαλούσα να μου φανερώσει την αιτία της ίασής του και πως εξαφανίστηκε μία τέτοια πάθηση. Αυτός τότε μου αποκρίθηκε: «πριν από σαράντα περίπου ημέρες, ενώ βρισκόμουν στην αγρυπνία της αγίας Κυριακής, με έπιασε ένας φοβερός πόνος στο συκώτι και μη μπορώντας να υποφέρω τον πόνο, πήγα και ξάπλωσα κοντά στο Άγιο Κρανίο, και από την πολλήν οδύνη, έπεσα σαν σε έκσταση.

Και βλέπω τον Σωτήρα καρφωμένο στον σταυρό και τον ένα από τους ληστές κρεμασμένο μαζί του σε άλλο σταυρό και αρχίζω να φωνάζω και να ψελλίζω τους λόγους του ληστή· ‘μνήσθητί μου, κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου’ (Λουκ. 23,42). Τότε αποκρίθηκε ο Σωτήρας και λέει στον κρεμασμένο ληστή: ‘κατέβα από τον σταυρό και σώσε εκείνον τον ξαπλωμένο, όπως ακριβώς εσώθηκες και συ’.

Και ο ληστής, αφού κατέβηκε από τον σταυρό, με αγκάλιασε και με καταφίλησε και απλώνοντας το δεξί του χέρι, με ανασήκωσε, λέγοντας ‘έλα προς τον Σωτήρα’. Και αμέσως σηκώθηκα και έτρεξα προς Αυτόν και τον βλέπω να έχει κατεβεί από τον σταυρό και να μου λέγει: ‘πάρε αυτό το ξύλο και φύλαξέ το’. Και αφού πήρα το ίδιο το τίμιο ξύλο και το βάσταξα, αμέσως ήλθα στα συγκαλά μου από την έκσταση· και από εκείνη την ώρα πια δεν ξανααισθάνθηκα οδύνη, ούτε το σημάδι της αρρώστιας μου καν φαίνεται».

 

Απόσπασμα από το βιβλίο, Μάρκου Διακόνου, «Βίος Αγίου Πορφυρίου Επισκόπου Γάζης» των εκδόσεων Ζήτρος. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Μοναχός Πορφύριος Σιμωνοπετρίτης (νυν Ιερομόναχος Πορφύριος, Ηγούμενος Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Βέροιας.