Εφόσον ο Λόγος έγινε σάρκα με ψυχή, νοερή και αυτεξούσια, απόκτησε και (ανθρώπινη) θέληση!

25 Φεβρουαρίου 2024

Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός. Τοιχογραφία στην τράπεζα της Ι.Μ. Παντοκράτορος Αγίου Όρους.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού
Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως

 

Απόδοση στην νέα ελληνική
Αρχιμανδρίτης Δωρόθεος Πάπαρης (νυν Μητροπολίτης Δράμας)

 

Συνέχεια από εδώ: http://www.pemptousia.gr/?p=393194

 

Για τα θελήματα και τα αυτεξούσια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού

Επειδή, λοιπόν, λέμε ότι οι φύσεις του Χριστού είναι δύο, δύο είναι και τα φυσικά του θελήματα και οι φυσικές του ενέργειες.

Επειδή όμως μία είναι η υπόσταση των δύο φύσεών του, γι’ αυτό λέμε ότι ένας είναι αυτός που θέλει και ενεργεί φυσικά και στις δύο φύσεις, από τις οποίες, στις οποίες και οι οποίες είναι ο Χριστός ο Θεός μας· θέλει και ενεργεί όχι χωριστά, αλλά ενωμένα· θέλει και ενεργεί κάθε μορφή (φύση) σε συνεργασία με την άλλη.

Διότι αυτά που έχουν την ίδια φύση, έχουν και την ίδια θέληση και ενέργεια· και όποια έχουν διαφορετική ουσία, αυτά έχουν και διαφορετική θέληση και ενέργεια. Και το αντίστροφο, όσα έχουν την ίδια θέληση και ενέργεια έχουν και την ίδια ουσία· όσα έχουν διαφορετική θέληση και ενέργεια έχουν και διαφορετική ουσία.

Γι’ αυτό, λοιπόν, για τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα γνωρίζουμε την ταυτότητα της φύσεως από την ταυτότητα της ενεργείας και του θελήματος.

Σχετικά με τη θεία οικονομία γνωρίζουμε τη διαφορά των φύσεων από τη διαφορά των ενεργειών και των θελημάτων· και επειδή γνωρίζουμε τη διαφορά των φύσεων, δεχόμαστε και τη διαφορά των θελημάτων και των ενεργειών.

Διότι, όπως ακριβώς ο αριθμός των φύσεων του ίδιου και ενός Χριστού, όταν τον εννοούμε και τον λέμε με ευσέβεια, δεν κομματιάζει τον ένα Χριστό, αλλά παρουσιάζει τη διαφορά των φύσεων να διατηρείται στην ενότητα, παρόμοια και ο αριθμός των θελημάτων και ενεργειών που υπάρχουν στις φύσεις του, σύμφωνα με την ουσία τους -διότι και με τις δύο φύσεις του ήθελε και ενήργησε τη σωτηρία μας-, δεν εισάγει διαίρεση -αλίμονο-, αλλά φανερώνει μόνο τη διαφύλαξη και διάσωσή τους, παρ’ όλη την μεταξύ τους ένωση. Διότι ισχυριζόμαστε ότι τα θελήματα και οι ενέργειες ανήκουν στις φύσεις και όχι στην υπόσταση.

Και εννοώ τη θελητική και ενεργητική δύναμή του, με την οποία θέλει και ενεργεί αυτά που θέλει και ενεργεί. Διότι, αν τα θεωρήσουμε ότι ανήκουν στην υπόσταση, τότε υποχρεωτικά θα θεωρήσουμε τις τρεις υποστάσεις της Αγίας Τριάδος να έχουν διαφορετική θέληση και ενέργεια.

Πρέπει,δηλαδή, να γνωρίζουμε ότι δεν είναι το ίδιο πράγμα η θέληση και ο τρόπος της θελήσεως· διότι η θέληση ανήκει στη φύση, όπως και η όραση -καθώς όλοι οι άνθρωποι είναι προικισμένοι μ’ αυτήν-· ο τρόπος όμως της θελήσεως δεν ανήκει στη φύση, αλλά στην απόφασή μας, όπως ο καλός ή κακός τρόπος της όρασης -διότι όλοι οι άνθρωποι δεν
θέλουν ούτε βλέπουν το ίδιο.

Αυτό το δεχόμαστε και για τις ενέργειες· Διότι τρόπος της θελήσεως, ο τρόπος της οράσεως, ο τρόπος της ενεργείας ανήκουν στον τρόπο χρήσεως της θελήσεως, της οράσεως και της ενεργείας· διακρίνει αυτόν που τα χρησιμοποιεί και τον ξεχωρίζει από τους άλλους σε ό,τι κατά κοινή ομολογία διαφέρει.

Επομένως, το να θέλει απλά κανείς λέγεται θέληση· πρόκειται δηλαδή για τη θελητική δύναμη, η οποία είναι λογική επιθυμία και θέλημα της φύσεως.

Ο τρόπος πάλι της θελήσεως, αυτό δηλαδή που είναι στη διάθεση της θελήσεως, λέγεται θελητό και γνωμικό θέλημα· θελητικό πάλι είναι αυτό που από τη φύση του θέλει· θελητική για παράδειγμα είναι η θεία και η ανθρώπινη φύση.

Αυτός πάλι που θέλει είναι εκείνος που χρησιμοποιεί τη θέληση, δηλαδή η υπόσταση· για παράδειγμα ο Πέτρος.

Επειδή, λοιπόν, ένας είναι ο Χριστός και μία η υπόστασή του, και αυτός που θέλει και ενεργεί και θεϊκά και ανθρώπινα είναι ένας και ο ίδιος.

Και επειδή έχει δύο θελητικές φύσεις που είναι λογικές -διότι κάθε τι το λογικό είναι θελητικό και αυτεξούσιο- θα δεχθούμε ότι έχει δύο θελήσεις, δύο θελήματα δηλαδή της φύσεως. Είναι δηλαδή θεληματικός και στις δύο φύσεις του· διότι πήρε τη θελητική δύναμη από τη φύση που υπάρχει μέσα μας.

Και επειδή ένας είναι ο Χριστός και ο ίδιος θέλει και με τη μία και με την άλλη φύση, θα του αποδώσουμε το δικό του θέλημα· και δεν θέλει μόνον αυτά που ως Θεός ήθελε -διότι δεν χαρακτηρίζει το Θεό η επιθυμία του φαγητού, του πιοτού και τα παρόμοια-, αλλά θέλει και αυτά που χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη φύση· και δεν έρχονται σε αντίθεση (οι δύο φύσεις), αλλά εκφράζουν το ιδιαίτερο γνώρισμά τους.

Διότι τότε η (ανθρώπινη) φύση του ήθελε να πάσχει και να κάμει αυτά που της ανήκουν, αφού η θεία θέλησή του της τα παραχωρούσε (στην ανθρώπινη). Και είναι φανερό εδώ ότι η θέληση δίδεται στον άνθρωπο από τη φύση του.

Αν εξαιρέσουμε τη θεία ζωή, υπάρχουν τρία είδη ζωής: η φυτική, η αισθητική και η νοερή. Γνωρίσματα της φυτικής ζωής είναι η θρεπτική, η αυξητική και αναπαραγωγική κίνηση· της αισθητικής είναι η κίνηση των ορμών (ενστίκτων) και της λογικής και νοερής η κίνηση του αυτεξουσίου.

Εάν, λοιπόν, προστίθεται σύμφωνα με τη φύση η θρεπτική κίνηση στη φυτική ζωή και
η κίνηση των ορμών στην αισθητική, είναι επόμενο να προστίθεται σύμφωνα με τη φύση και η αυτεξούσια κίνηση στη λογική και νοερή ζωή.

Το αυτεξούσιο μάλιστα τίποτε άλλο δεν είναι παρά θέληση· εφόσον, λοιπόν, ο Λόγος έγινε σάρκα με ψυχή, νοερή και αυτεξούσια, απόκτησε και (ανθρώπινη) θέληση.

 

Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, «Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως», απόδοση στην νέα ελληνική, Αρχιμανδρίτης Δωρόθεος Πάπαρης. Από: http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/paterikon/iwannhs_damaskhnos_ekdosis_akribhs.htm