Ο Άγιος Λέων Επίσκοπος Κατάνης, ο διαλύων πάσαν δαιμονικήν επήρειαν και μαγείαν

20 Φεβρουαρίου 2024

Ο Άγιος Λέων, επίσκοπος Κατάνης ο θαυματουργός, γεννήθηκε στα χρόνια του πρώτου διωγμού των ιερών εικόνων και οπωσδήποτε προ της συγκλήσεως της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου του 787. Καταγόταν από αρχοντική οικογένεια της Ραβέννας. Ο πλούτος, η μόρφωση και η ευγενική του καταγωγή τον κατέστησαν περιζήτητο. Η πίστη του στο Θεό και ο συνετός του χαρακτήρας τον διέκριναν ώστε ο τοπικός Επίσκοπος να τον κρίνει άξιο της αγίας ιερωσύνης. Μαζί με τα λειτουργικά του καθήκοντα ανέλαβε και δοικητικές ευθύνες και το να διαχειρίζεται τις δύσκολες υποθέσεις της τοπικής Εκκλησίας.

Η ταπείνωση και η εν γένει αρετή του καθώς και η επιδεξιότητά του για την επίλυση διαφόρων προβλημάτων τον ανέδειξαν έτσι ώστε να εκλεγεί σε σύντομο σχετικά χρονικό διάστημα Επίσκοπος Κατάνης στην νήσο Σικελία. Η Κατάνη είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη στη Σικελία μετά το Παλέρμο (αρχαία Πάνορμος). Βρίσκεται στις ανατολικές ακτές του νησιού και αντικρίζει το Ιόνιο Πέλαγος. Αποτελεί την πρωτεύουσα της μητροπολιτικής πόλης της Κατάνης, της δεύτερης μεγαλύτερης μητροπολιτικής πόλης σε ολόκληρη την Σικελία. Ιδρύθηκε τον 8ο π.Χ. αιώνα με εποίκους Χαλκιδείς. Είναι γνωστή για το ηφαίστειο της Αίτνας το οποίο εξερράγη πολλές φορές απειλώντας την πόλη. Από εκείνα τα χρόνια παρέμεινε γνωστός στην ιστορία των Αμφίνομου και Αναπία οι οποίοι όταν κινδύνευσε η περιουσία τους από την λάβα, την εγκατέλειψαν, προτιμώντας να διασώσουν τους ηλικιωμένους γονείς τους μεταφέροντάς τους στους ώμους. Ακόμα και η λάβα που τους έφθασε, σεβάστηκε την αυτοθυσία τους και χωρίστηκε στα δύο προκειμένου να μην τους βλάψει. Στον τάφο τους που έγινε τόπος λατρείας, στήθηκαν αργότερα τα αγάλματά τους.

Την ειδωλολατρεία και την πίστη στο Δωδεκάθεο του Ολύμπου βρήκε επί των ημερών της σε ευρεία διάδοση η δεκαπεντάχρονη παρθενομάρτυς Αγάθη που μαρτύρησε στην Κατάνη στον επί Δεκίου διωγμό το 251 μ.Χ. Άγγελος Κυρίου κατέθεσε στον χαριτόβρυτο τάφο της αγγελοχάρακτη μαρμάρινη επιγραφή με το εξής κείμενο: «Νούς όσιος, αυτοπροαίρετος, τιμή εις Θεόν και πατρίδος λύτρωσις». Και όντως, μετά την ρεύση του τιμίου παρθενικού αίματός Της υπέρ της εις Χριστόν πίστεως, άρχισε σταδιακώς να έρχεται «η πατρίδος λύτρωσις», καθόσον το φως του Χριστιανισμού άρχισε να διαλύει το σκότος της αρχαίας θρησκείας. Έκτοτε και μέχρι σήμερα προστάτιδα της Κατάνης και προεξάρχουσα στο αγιολόγιο της Σικελίας είναι η Αγία Αγάθη, της οποίας ο Μητροπολιτικός Ναός και οι επτά μικρότεροι (επί των τόπων των μαρτυρίων της Αγίας) στολίζουν την ιστορική αυτή πόλη.

Ο Άγιος Λέων πηγαίνοντας στην έδρα του ασχολήθηκε αρχικά με την ανακούφιση των ενδεών. Έλαβε υπό την σκέπην του τις χήρες και τα ορφανά της πόλης καθώς και κάθε αναγκεμένο. Οι ασθενείς, οι ξενιτεμένοι και κάθε είδους φτωχός τον πλησίαζε για να βοηθηθεί.

Συγχρόνως ασχολήθηκε με την κάθαρση του ποιμνίου του από τις δυσώδεις αιρέσεις, την εικονομαχία αλλά και τα κατάλοιπα των ειδωλολατρικών δοξασιών και εθίμων.

Διά της προσευχής του κατέρρευσε ένας ειδωλολατρικός ναός και στην θέση του με έξοδα και εργασία προσωπική όπως και των κατοίκων, ανηγέρθη ναός προς τιμήν των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων.

Κατ’ εκείνα τα χρόνια στο νησί δρούσε ένας μεγάλος μάγος ο Ηλιόδωρος. Αυτός ήταν γιός μιάς Χριστιανής ονόματι Βαρβάρας και ο ίδιος ήταν βαπτισμένος. Τόσο πολύ υπηρετούσε την τέχνη του, ώστε κατόπιν προσωπικής του συμφωνίας με τον ίδιο τον διάβολο μετήρχετο διάφορα τεχνάσματα τόσο φοβικά για τον κόσμο όσο και το ηφαίστειο της Αίτνας που απειλούσε εδώ και αιώνες το νησί με τις εκρήξεις του. Δι’ αυτού του τρόπου όλο το νησί τελούσε υπό το κράτος του διαβόλου και των απειλών και των καταρών του υπηρέτη του Ηλιοδώρου.

Οι κάτοικοι απευθύνθηκαν στον έπαρχο Λούκιο για την λύση του προβλήματός τους και εκείνος έστειλε επιστολή στον τότε αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως. Η διαταγή του αυτοκράτορα στον μάγο να σταματήσει την δράση του ήρθε άμεσα καθώς ο πρωτοκούνσουρας του αυτοκράτορα Ηρακλείδης μετέβη στην Σικελία για να τον συλλάβει. Η συνέργεια του Σατανά όμως έφερε τον Ηλιόδωρο με την συνοδεία του στην Βασιλεύουσα αυθημερόν. Αφού βγήκε η εις θάνατον καταδίκη του μυστηριωδώς εξαφανίστηκε όπως και προσήλθε φωνάζοντας: «Χαίρε Βασιλεύ! Αναζήτησόν με εις Κατάνην!».

Συνελήφθη και οδηγήθηκε στην Κωνσταντινούπολη εκ νέου και με την βοήθεια του διαβόλου έκανε να σβήσουν μονομιάς όλα τα λυχνάρια της πόλης ώστε όλοι βυθίστηκαν στο σκοτάδι. Επειδή τον τιμώρησαν με πείνα, εκείνος τιμώρησε με λιμό την πόλη και μυστηριωδώς εξαφανίστηκε την ώρα της εκτέλεσής του.

Ωστόσο στην Κατάνη ο Άγιος Λέων με προσευχή και νηστεία προσπαθούσε νυχθημερόν να κάνει τον Ηλιόδωρο να μεταστραφεί. Όμως ματαιοπονούσε. Συνέχισε τις μαγείες του όπως και πριν, μετατρέποντας προσωρινά πέτρες σε χρυσό, παρουσιάζοντας ένα ωραίο άλογο στον ανηψιό του επάρχου, Χρύση, για να νικά στον ιππόδρομο κ.τ.λ.

Κάποτε έτυχε ο Άγιος να λειτουργεί και τότε ο Ηλιόδωρος μπήκε μέσα στο ναό τρέχοντας σαν αφηνιασμένο ζώο και αλαλάζοντας. Άρχισε να κοροιδεύει τον Χριστό και τα Άχραντα Μυστήρια ισχυριζόμενος ότι η δύναμή του μπορούσε να κάνει το ιερατείο να χορεύει ενώπιον της λατρευτικής συνάξεως.

Ο Άγιος ανέπεμψε στον Θεό θερμή ικεσία και εξήλθε του ιερού ιεροφορεμένος. Άρπαξε τον μάγο από τον λαιμό και τον έδεσε σφικτά με το ωμόφοριό του ακινητοποιώντας τον χωρίς εκείνος να μπορεί να αντιδράσει.

Τότε ο έπαρχος έδωσε εντολή να τον ρίξουν στην πυρά, πλην όμως μέσα στις φλόγες έπεσε και ο θαρραλέος Επίσκοπος. Στις φλόγες κατακάηκε ο μιαρός Ηλιόδωρος και χάθηκε μαζί του όλη η σατανική ενέργεια. Όμως ο Άγιος Επίσκοπος εξήλθε σώος και αβλαβής από την φωτιά και τα άμφιά του άθικτα χωρίς ίχνος από κάψιμο ή καπνιά.

Μετά από αυτό το μεγάλο θαύμα ο Άγιος Λέων μετέβη καλεσμένος στην Κωνσταντινούπολη όπου έτυχε ιδιαιτέρων τιμών από τους αυτοκράτορες Λέοντα Δ΄ και υιό του Κωνσταντίνο ΣΤ΄. Εκεί ετέλεσε τόσο πολλά θαύματα ώστε έγινε καταφύγιο των πονεμένων και όλων των ασθενούντων ψυχικά και σωματικά. Κάποτε, για να ενισχύσει την πίστη των πολλών, έβαλε πάνω στο ράσο του αναμμένα κάρβουνα και θυμίαμα και θυμίασε όλους τους παρευρισκομένους.

Αφού ευλόγησε τον λαό της Βασιλίδος των Πόλεων επέστρεψε στην Σικελία και επιδόθηκε πλέον σε έργα πίστεως και αγάπης για το ποίμνιό του. Εκοιμήθη εν ειρήνη στις 20 Φεβρουαρίου του 778 ή κατ’ άλλους του 785. Ενταφιάστηκε με πάνδημη συμμετοχή στον περικαλλή ναό της Αγίας Παρθενομάρτυρος Λουκίας από τις Συρακούσες που ανήγειρε ο ίδιος στην Κατάνη μιάς και εκείνη ετελειώθη μαρτυρικώς στα αγιασμένα χώματα αυτής της πόλης.

Έλαβε σημείο μέγα μετά την κοίμησή του διά του οποίου βεβαιώθηκαν άπαντες ότι εύρε παρρησίαν παρά τω Θεώ. Ο τάφος του ανέβλυσε ελαιώδες ευωδιαστό μύρο, φυλακτήριο των πιστών και αλεξιτήριο πάσης νόσου σωματικής και ψυχικής.

Ένα ιδιαίτερο θαύμα αναφέρεται και το οποίο συνέβη προ του ενταφιασμού του. Ενώ οι καμπάνες του ναού της Αγίας Λουκίας διαλαλούσαν στους πιστούς την κοίμησή του, μία γυναίκα αιμορροούσα επί αρκετά χρόνια σαν την ομοιοπαθή γυναίκα του Ευαγγελίου, έχοντας ξοδέψει την περιουσία της στους γιατρούς χωρίς αποτέλεσμα, πλησίασε θαρρετά το τίμιο φέρετρο και προσέπεσε στο σκήνος του Αγίου. Παρευθύς έπαυσε το πάθος της αιμορροίας και εδόξασε τον Θεό και το πιστό θεράποντά του Άγιο Λέοντα.

Έκτοτε ο Άγιος Λέων έγινε συμπροστάτης της Κατάνης μαζί με την Παρθενομάρτυρα Αγάθη και τον Ιερομάρτυρα Εύπλου τον Διάκονο († 11 Αυγούστου).

Η μνήμη του εορτάζεται στις 20 Φεβρουαρίου ενώ το Συναξάριο Κωνσταντινουπόλεως την μεταθέτει στις 21.

Τα σχετικά αγιολογικά κείμενα τον ονομάζουν λέοντα πίστεως και δυνάμεως, παγκόσμιο ήλιο, ουρανίων εραστή, κράτιστο των δουλικών παθών και δραστικώτατο καθαιρέτη των τυραννικών εχθρών. Υπερβάλλοντα τους Προφήτας και συναμιλλώμενο τους μεγάλους Πρωταποστόλους.

Και συνεχίζουν: Ποιμένα θεοπρόβλητο, λαμπτήρα θεοπύρσευτο, δούλο Θεού χριστομίμητο, παιδευτή των αφρόνων, ολοθρευτή των δαιμόνων και πρεσβευτή των προσφύγων θερμότατο.

Όλα τα κείμενα αυτά εγκωμιάζουν τις αρετές και την θαυματουργία του Αγίου και αιτούνται παρ’ αυτού την προς την Αγία Τριάδα μεσιτεία του.

Σημείωση: Λανθασμένα από κάποιους συναξαριστές παραδίδεται ότι ο Άγιος έζησε κατά τους χρόνους των Αυτοκρατόρων Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού και του υιού του Κωνσταντίνου, διότι αυτοί έζησαν στα τέλη του 9ου αιώνα, έναν αιώνα δηλαδή μετά την κοίμηση του Αγίου.

Διαβάστε εδώ περισσότερα (πλούσιο βιβλιογραφικό και εικονογραφικό υλικό)