Το κορμί γίνεται ελαφρό και γεμάτο πάσης πνευματικής παρακλήσεως και παρηγορίας!

29 Φεβρουαρίου 2024

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Ανώνυμου και Απελπισμένου τίνος Αγιορείτου

Λόγος πρώτος

 

[…] Εκείνος όμως, οπού έχει την καρδίαν του τεταπεινωμένην και συντετριμμένην από την βίαν της ευχής, ευθύς οπού ήθελεν εμβή μέσα εις, την εκκλησίαν, πάραυτα τον αρπάζει και τον περικυκλώνει μία αληθινή και ζωηρά ευλάβεια εις τον Θεόν και εις τα θεία· και τόσον τον περικυκλώνει εκείνη η θεϊκή ευλάβεια, ώστε οπού και αυτός ο ίδιος καταλαμβάνει την ενέργειάν της, διότι του φαίνεται πλέον και είναι πεπεισμένος ότι στέκεται όχι εις την επίγειον ταύτην εκκλησίαν, αλλά του φαίνεται από την χαράν του ότι στέκεται εις την άνω Ιερουσαλήμ, εις εκείνην την θεϊκήν δόξαν, οπού υμνείται ο υπερύμνητος και δεδοξασμένος βασιλεύς υπό μυρίων μυριάδων θείων αγγέλων.

Όθεν από την χαράν του και από την ευλάβειαν του τρέχουν και χύνονται ποταμηδόν από τα ομμάτιά του θερμότατα δάκρυα, τα οποία τον καθαρίζουν από πάσαν αμαρτίαν, καθώς λέγει· «πλυνείς με και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι».

Κοντά δε εις ταύτην την ευλάβειαν τον περικυκλώνει και τον επισκέπτεται και κάποια άλλη χάρις, ήγουν μετά τα δάκρυα έρχεται εις αυτόν κάποια άλλη θεϊκή παρηγορία, η οποία αισθητώς μεν δεν φαίνεται εις αυτόν, όμως νοητώς φαίνεται εις αυτόν καθαρά και την θεωρεί με τους νοητούς οφθαλμούς ότι καταβαίνει άνωθεν εκ του ουρανού, ως δρόσος επάνω εις την κορυφήν της κεφαλής του ανεπαισθήτως, ωσάν η δρόσος του προφήτου Γεδεών· και από την κεφαλήν του χύνεται εις όλον του το σώμα και το μυρίζει, ήγουν το αγιάζει· διά τούτο λέγει και η Γραφή· «ευλογητός ο Θεός ο εκχέων την χάριν αυτού επί τους ιερείς αυτού, ως μύρον επί κεφαλής το καταβαίνον επί την ώαν του ενδύματος αυτού».

Όθεν από τούτο γίνεται όλον του το κορμί ελαφρόν και γεμάτον πάσης πνευματικής παρακλήσεως και παρηγορίας.

Επομένως δε λαμβάνει κάποιαν πληροφορίαν από ταύτην την χάριν, ότι εφιλιώθη [συμφιλιώθηκε] με τον Θεόν και λέγει μαζί με τον προφήτην· «Ακουτιείς μοι αγαλλίασιν και ευφροσύνην, αγαλλιάσονται οστέα τεταπεινωμένα», ήγουν [δηλαδή] ευχαριστώ σοι, Κύριε, οπού με επληροφόρησας και με έδωκας να καταλάβω από αυτό το σημείον της Χάριτός σου ότι με εσυγχώρησες τελείως όλα μου τα αμαρτήματα και επαρηγορήθην εγώ ο ευτελής δούλος σου, επειδή τόσον με είχε ταπεινώσει η αμαρτία μου, οπού έτρεχα πάντοτε εις τον κρημνόν και έτρεμαν τα κόκκαλά μου από τον φόβον της κολάσεως.

Έτι δε και έτερα πολλότατα λόγια της Αγίας Γραφής έρχονται εις το στόμα του εκείνην την ώραν, τα οποία φανερώνουν ότι ο Θεός εδέχθη μεν την μετάνοιάν του και την προσευχήν του, καθώς λέγει· «πνεύμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει».

Προς τούτοις όχι μόνον ταύτα απολαμβάνει ο τοιούτος, αλλά ακόμη και άλλα πολλά θεία και ουράνια νοήματα εξέρχονται από την καρδίαν του.

Διότι ελύθη και εσκορπίσθη το σκοτεινόν νέφος της αμαρτίας από τον φωτισμόν της νοεράς προσευχής και τότε στοχάζεται του ιερού ρητού την αρμονίαν, την λέγουσαν το· «διήνοιξεν αυτών τον νουν του συνιέναι τας γραφάς» και το· «ο πιστεύων εις εμέ, ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος»· διότι η καρδία του ανθρώπου βράζει από τα θεία νοήματα και εν παραβολαίς συντυχαίνει το στόμα του, καθώς λέγει· «Ανοίξω εν παραβολαίς το στόμα μου, φθέγξομαι προβλήματα απ’ αρχής». Διότι κατ’ εκείνην την ώραν είναι όλος πυρ εις την καρδίαν, επειδή και άναψεν εις την καρδίαν του το πυρ, οπού λέγει ο Χριστός διότι λέγει· «πυρ ήλθον βαλείν εις την γην και τι θέλω, ει ήδη ανήφθη;»· όθεν ταύτην την ώραν ο ουράνιος εκείνας άνθρωπος, ως αναμμένος οπού είναι από την ενέργειαν του Αγίου Πνεύματος, αποφασίζει με τον εαυτόν του αποφασιστικήν απόφασιν εις το να φυλάξη απαρασάλευτα απάσας τας εντολάς του Χριστού, ως λέγει και ο προφητάναξ Δαβίδ· «ώμωσα και έστησα του φυλάξασθαι τα κρίματα της δικαιοσύνης σου»· ετούτη δε η ζωηρά και διάπυρος ενέργεια του θείου έρωτος εδόθη εις αυτόν ισόμετρος με τον αγώνα, οπού έκαμεν, όταν επροσευχήθη.

Διότι, ανίσως προσευχηθή τις κατά τον ειρημένον τρόπον [με «βιαία και συντετριμμένη ευχή»] μισήν ώραν, στέκεται και η ενέργεια της καρδιακής ευχής σχεδόν μισήν ώραν την ημέραν ή το πολύ μίαν ημέραν και όχι περισσότερον.

Διότι, καθώς το σίδηρον, όταν το εβγάζη από την φωτίαν ο χαλκεύς, φαίνεται και αυτό όμοιον με την φωτίαν και καίει παρομοίως, αλλά, αφού σταθή έξω από την φωτίαν, αρχίζει από ολίγον ο λίγον και χάνει την καυστικήν του πύρωσιν και καταντά πάλιν εις την φυσικήν του ψυχρότητα και θεωρίαν, παρομοίως και ο άνθρωπος, όταν λέγη την ευχήν με βίαν και με συντριβήν, ανάπτει από την ενέργειαν του Αγίου Πνεύματος και βρύει από την καρδίαν του το ζων ύδωρ των θείων νοημάτων, όμως, ανίσως παύση από την τοιαύτην προσευχήν, παύει από το να βρύη και το ζων ύδωρ των θείων νοημάτων…

 

Από το βιβλίο Ανωνύμου Ησυχαστού, «Νηπτική Θεωρία, εκ χειρογράφου της Ι. Μ. Ξενοφώντος Αγίου Όρους», έκδοση Ιεράς Μονή Ξενοφώντος  Άγιον Όρος.