Γέροντας Κύριλλος, Δέχτηκε στα χέρια του το Τίμιο Σώμα του Κυρίου από τους μαθητές Του Ιωσήφ και Νικόδημο!

30 Μαρτίου 2024

Γέροντας Κύριλλος, Ηγούμενος Ιεράς Μονής Οσίου Δαυίδ του Γέροντος (1938-2012).

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Γέροντας Κύριλλος (Γεραντώνης), Ηγούμενος Ιεράς Μονής Οσίου Δαυίδ του Γέροντος: Δώδεκα χρόνια από την κοίμησή του στις 30 Μαρτίου του 2012

 

Δέχτηκε το κάλεσμα για την ένταξη του στις τάξεις των Μοναχών από δύο μεγάλους Αγίους της Εκκλησίας μας, τον Άγιο Απόστολο Παύλο, ο οποίος σε όραμα του είπε: «Έλα, έχω και για σένα μία θέση στη θριαμβεύουσα Εκκλησία των Μοναχών» και τον Άγιο Δαυίδ, ο οποίος ολοζώντανος σε μία αγρυπνία κατά την περίοδο της στρατιωτικής του θητείας του είπε: «Έλα έχω και για σένα μία θέση στο Μοναστήρι μου».

Ως Μοναχός διακρίθηκε για την ταπείνωσή του, την τελεία και υποδειγματική υπακοή του, αρχικά στον μακαριστό Γέροντά του π. Νικόδημο και στη συνέχεια στον διάδοχό του, τον Όσιο Ιάκωβο, τον οποίο διακόνησε θυσιαστικά. Ξενυχτούσε δίπλα του στις ασθένειές του, ξαπλώνοντας στο πάτωμα. Ένοιωθε για τον π. Ιάκωβο τα ίδια αισθήματα και την ίδια ευλάβεια, που αισθανόταν προς τον Όσιο Δαυίδ.

Και όπως ο Άγιος Ιάκωβος μιμήθηκε στη ζωή του τη ζωή του Οσίου Δαυίδ, έτσι και ο πατήρ Κύριλλος μιμήθηκε στη δική του ζωή την ζωή του Αγίου Ιακώβου.

Η φλόγα της καρδιάς του για το Θεό, την Παναγία και τους Αγίους συνεχώς αυξανόταν. Εργαζόμενος νυχθημερόν στις εργασίες της Μονής και αγωνιζόμενος τον πνευματικό αγώνα, ο ύπνος του ήταν ελάχιστος.

Όπως ο ίδιος έλεγε, είπε κάποτε στον Όσιο Δαυίδ: «Εσύ Άγιέ μου Δαυίδ, δε χόρτασες ψωμί κι εγώ δε χόρτασα τον ύπνο».

Από τον Μάιο του 1972 ως Ιερομόναχος εξυπηρέτησε, μαζί με τον Γέροντά του Άγιο Ιάκωβο την Ιερά Μονή της μετανοίας του, καθώς και τα γύρω χωριά που στερούνταν μονίμου εφημερίου.

Μετά την οσιακή κοίμηση του Αγίου Γέροντός του Ιακώβου με την ομόφωνη ψήφο της Αδελφότητας εξελέγη Ηγούμενος. Αλλά και από τη θέση του Ηγουμένου αισθανόταν πάντα υποτακτικός. Όπως ο ίδιος χαριτωμένα έλεγε:
«Ως Μοναχός, έκανα υπακοή σε έναν, στον Ηγούμενο, ως Ηγούμενος, κάνω υπακοή σε δεκαπέντε».

Ως άξιος διάδοχος του προκατόχου του Οσίου Ιακώβου, συνέχισε τις καθημερινές Θείες Λειτουργίες, υποδεχόταν όλους τους προσκυνητές πάντα με το γλυκό χαμόγελο, ανακαίνισε το κτιριακό συγκρότημα της Ιεράς Μονής, ανεδέχθη δεκάδα και πλέον νέων Μοναχών, πρωτοστάτησε στον τομέα της φιλανθρωπίας και της ελεημοσύνης.

Με την αστείρευτη αγάπη του, το αόργητο και πράο του χαρακτήρα του, την υψοποιό ταπείνωσή του και την ακρίβειά του στα θέματα της Ορθοδόξου Πίστεως, έδωσε την καλή μαρτυρία του Μοναχού και του Ηγουμένου, που ζει για την Εκκλησία και αναπνέει στο χώρο της Ορθοδόξου Λατρείας. Καθοδηγούσε αγιοπνευματικά με πατρική στοργή τους πατέρες της Μονής, καθώς και τους χιλιάδες του κόσμου, κληρικούς, Μοναχούς και λαϊκούς που προσέρχονταν στο πετραχήλι του. Καθοδήγηση ομολογουμένως φωτισμένη και μοναδική.

Στα είκοσι χρόνια της Ηγουμενίας του με γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνημα συνεργάστηκε άριστα με τους Επισκόπους του, Μητροπολίτες Χαλκίδος. Ο σημερινός μάλιστα Μητροπολίτης κ. Χρυσόστομος Β’ στον επικήδειο λόγο του, με έμφαση τόνισε:
«Ο Γέρων Κύριλλος ουδέποτε, ουδέποτε, ουδέποτε με ελύπησε».

Δε ζούσε για τον εαυτό του αλλά για το Θεό και τους ανθρώπους, που Εκείνος του εμπιστεύτηκε. Παρά την επιβαρυμένη λόγω μακροχρόνιων προβλημάτων υγεία του, συνόδευε ο ίδιος με πολλή χαρά την Τιμία Κάρα του Οσίου Δαυίδ, όπου οι πιστοί καλούσαν τον Άγιο για βοήθεια και ευλογία.

Και είχε τόση παρρησία, που, όταν σήκωνε τα χέρια του στον ουρανό, να δεηθεί με τις πρεσβείες του Αγίου Δαυίδ, έπαιρνε γενναιόδωρη την απάντηση στο αίτημά του, όπως συνέβη και στην Κύπρο, που είχε πάει για τη χειροτονία του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου και άλλη φορά για τη χειροτονία του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Λεμεσού κ. Αθανασίου.

Όταν του ζητήθηκε και τις δύο φορές από πιστούς να δεηθεί για το γνωστό σοβαρό πρόβλημα της ανομβρίας, σήκωσε τα χέρια του και μετά από ολιγόλεπτη προσευχή ο Θεός «απάντησε» με πλημμύρα βροχής.

Φιλόθεος, λοιπόν, και φιλάγιος, φιλόπονος και φιλακόλουθος, φιλάδελφος και φιλεύσπλαχνος, εφάρμοσε πιστά και με συνέπεια το Ευαγγέλιο της αγάπης σε όλη του τη ζωή. «Ταπεινός τη καρδία» φρονούσε τα υψηλά, τα οποία και έβλεπε με τα μάτια της αγνής, παιδιόθεν, ψυχής του, όπως ο ίδιος πολλές φορές μας αποκάλυπτε.

Το τελευταίο διάστημα ταλαιπωρήθηκε από σοβαρά προβλήματα της υγείας του και νοσηλεύθηκε πολλές φορές. Στις θλίψεις και τις σωματικές ταλαιπωρίες δεν βγήκε από το στόμα του επιφώνημα πόνου η διαμαρτυρίας.

Το χαμόγελο δεν έλειψε ποτέ από τα χείλη του και η φράση «Δόξα σοι ο Θεός», ήταν η μόνιμη απάντηση σε όσους τον ρωτούσαν για την πορεία της υγείας του. Η ιώβειος υπομονή του τον έκανε ξεχωριστό. «Ό,τι στέλνει ο Θεός», έλεγε, «είναι καλό. Με το Θεό δεν τσακώνομαι».

Ερωτώμενος ποιος του δίνει αυτή την δύναμη απαντούσε:
«Η Παναγία μας».

Η Χάρις του Θεού τον είχε κατακλύσει. Πολλοί ομολογούν ότι τον είδαν να λούζεται σε ουράνιο φως, εκεί στο κρεββάτι του πόνου στα διάφορα Νοσοκομεία, όπου νοσηλευόταν το τελευταίο διάστημα της επίγειας ζωής του. Μαρτυρίες γιατρών, νοσηλευτών, προσωπικού και άλλων αναφέρουν ότι η παρουσία του εκεί δημιουργούσε στην ψυχή τους ειρήνη, γαλήνη, χαρά.

Στα μέσα Φεβρουαρίου ξύπνησε τους δύο πατέρες, που ανελλιπώς ήταν δίπλα του ως άγγελοι, όπως ο ίδιος έλεγε, τον π. Γαβριήλ τον σημερινό Ηγούμενο και τον π. Νεόφυτο και τους είπε: «όταν πεθάνω να με θάψετε στα πόδια του π. Ιακώβου, για να «όταν πεθάνω να με θάψετε στα πόδια του π. Ιακώβου, για να είμαστε παρέα». Ακόμη και μετά την κοίμησή του ήθελε να είναι υποτακτικός!

«Κι εγώ σας αγαπώ όλους, όλον τον κόσμο αγαπώ, μηδενός εξαιρουμένου». Ήταν από τα τελευταία του λόγια, πριν φύγει για τα ουράνια σκηνώματα, απαντώντας σε νοσηλευτές που του είπαν ότι τον αγάπησαν πολύ.

Εκοιμήθη εν Κυρίω τις πρωινές ώρες της Παρασκευής του Ακαθίστου, της Παναγίας, της «γλυκιάς του Μανούλας» όπως τρυφερά συνήθιζε να την αποκαλεί, στις 30 Μαρτίου 2012, στο Ναυτικό Νοσοκομείο Αθηνών. Άρρητη ευωδία πλημμύρισε τον 4ο και τον 1ο όροφο του Νοσοκομείου.

Η εξόδιος Ακολουθία του έλαβε χώρα στην Ιερά Μονή του Οσίου Δαυίδ, την επομένη, Σάββατο του Ακαθίστου με την συμμετοχή δέκα Αρχιερέων και άλλων πολλών Κληρικών και με την παρουσία πλήθους Μοναχών και εκατοντάδων πιστών, οι οποίοι προσκύνησαν το ζεστό και εύκαμπτο σκήνωμά του.

Τα εβδομήντα τρία χρόνια της επίγειας βιοτής του ήταν μία γνήσια και αυθεντική μαρτυρία Χριστού. Γι’ αυτό αξιώθηκε πολλών θείων εμπειριών. Είδε την Παναγία και άκουσε τη συνομιλία της με τον Άγιο Ιάκωβο στο Ιερό Βήμα.

Αισθάνθηκε δίπλα του Ουράνιες Δυνάμεις, που εκφωνούσαν παράλληλα την ευχή της Αναφοράς κατά την τέλεση της Θείας Λειτουργίας.

Κατά την απόδοση της εορτής των Μυροφόρων δέχτηκε στα χέρια του το Τίμιο Σώμα του Κυρίου από τους μαθητές Του Ιωσήφ και Νικόδημο και πλημμύρισε το κελλί του ευωδία, καθώς και τα ράσα του για μία εβδομάδα.

Στις στενοχώριες των δοκιμασιών και των ασθενειών του παρηγορήθηκε από τον Όσιο Δαυίδ και από Ουράνιες, Θείες Δυνάμεις.

Είναι πολλές επίσης οι περιπτώσεις, που μαρτυρούν το διορατικό και προορατικό του χάρισμα. Αναφέρουμε ενδεικτικά:
Στη μοναχή Φωτεινή της Ι. Μονής του Ζαλόγγου είχε πει ότι μετά την κοίμηση της Γερόντισσας Αγνής στην Ιερά Μονή Κάτω Παναγιάς της Άρτας, θα εκλεγεί η αδελφή Χαριτίνη, όπως και έγινε.

Στην Ιερά Μονή του Θεοτοκίου της Άρτας, χωρίς κανείς να τον έχει πληροφορήσει σχετικά με την κατάκοιτη Μοναχή, ζήτησε από τη Γερόντισσα Κεχαριτωμένη να τον πάει να πάρει την ευχή της λέγοντας στους συνοδούς: «Έχουν έναν κρυμμένο πνευματικό θησαυρό στο Μοναστήρι».

 

Απόσπασμα από το βιβλίο, ο «Όσιος Ιάκωβος (Τσαλίκης), Ένας σύγχρονος άγιος, Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Οσίου Δαυίδ του Γέροντος», έκδοση των Πατέρων της Ιεράς Μονής Οσίου Δαυίδ του Γέροντος, Λίμνη Ευβοίας 2018.