Άγιος Μακάριος Αρχιεπίσκοπος Κορίνθου, «Ακατανόητον»!

17 Απριλίου 2024

Άγιος Μακάριος Νοταράς Αρχιεπίσκοπος Κορίνθου (1731-1805).

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

 

Πλησίον του περιωνύμου Ναού των Ταξιαρχών, όστις κοινώς ονομάζεται Καμπάνα, κείται και έτερος Ναός της Θεοτόκου, όστις καλείται Μαρμαριώτισσα.

Εν τη ενορία δε ταύτη κατοικεί γυνή τις καλουμένη Αγγερού, της οποίας ο ανήρ Φραγκούλης ονομαζόμενος, δυτικός ων πρότερον, μετεστράφη, εγκολπωθείς το ημέτερον ανατολικόν δόγμα διά του θείου Βαπτίσματος.

Τούτων δε η τετραετής θυγάτηρ Αργυρή, προσβληθείσα υπό της δεινής και επικινδύνου νόσου της ευλογίας κατέστη οικτρόν και ελεεινόν θέαμα, καθό τιμωρουμένη συνεχώς επί τέσσαρα έτη υπό δεκατεσσάρων πληγών ας επέφερεν η νόσος εις τον δεξιόν αυτής βραχίονα και ημείς, ιδίοις οφθαλμοίς ιδόντες αυτάς εφρίξαμεν.

Κατά το διάστημα δε τούτο βασανιζομένη παρηκολουθείτο υπό του αρίστου των εν Χίω χειρούργων Δομινίκου, όστις και πολλά μικρά οστά εξέβαλεν από των πληγών της. Τρομερούς δε πόνους υποφέρουσα η δυστυχής, ουδόλως ωφελείτο, αλλά μάλλον ώδευε προς τον θάνατον· διότι η χείρ αυτής κατέστη παράλυτος ως νεκρά, από του τραχήλου διά μανδηλίου εξηρτημένη και προς την παλάμην εστραμμένα έχουσα τα δάκτυλα.

Διαδοθείσης δε της φήμης, ότι ετελεύτησεν ο ιερός Μακάριος [άγιος Μακάριος Επίσκοπος Κορίνθου], η μήτηρ της πασχούσης, ήτις έτρεφε μεγίστην ευλάβειαν και σέβας προς τον Άγιον τούτον Πατέρα, ευθύς ως ήκουσε το θλιβερόν αυτό γεγονός, έσπευσεν ίνα προφθάση την κηδείαν αυτού.

Ούτω λοιπόν το μεν θυγάτριον αυτής έδωκεν ίνα φέρη εις φίλον επί όνου εκεί απερχόμενον, αύτη δε μετά της ανεψιάς έτρεχε κατόπιν πεζή.

Προηγηθείς δε ο προαναφερθείς Χριστιανός έφθασε μετά της κόρης εις το του ιερού Μακαρίου οίκημα και διηγήθη το δεινόν αυτής πάθος εις τον εκεί παρόντα υπηρέτην, όστις ευσπλαγχνισθείς εισήλθεν εις το κελλίον, οπόθεν έλαβε το κάλυμμα της κεφαλής του Αγίου και δι’ αυτού εσταύρωσεν εν πίστει και πεποιθήσει την χείρα του κορασίου.

Μετ’ ολίγον δε έφθασεν εκεί και η μήτηρ μετά της ανεψιάς αυτής Ροξανδρίτσας, όπου αφού προσεκύνησε και προσηυχήθη επανήλθεν εις τον οίκόν της.

Αλλ’ ω του θαύματος!

Βλέπει αίφνης το θυγάτριόν της κινούν καθ’ όλα τα μέρη, άνευ ουδενός κόπου και δυσκολίας, την μέχρι της στιγμής εκείνης ακίνητον χείρα και κράζει μεγαλοφώνως·
«Μέγας ο Κύριος ημών και μεγάλη η ισχύς Αυτού»!

Λησμονήσασα όμως, να λύση και να παρατηρήση την εκ πληγών κεκαλυμμένην χείρα του θυγατρίου της έπεμψεν αυτό, κατά το σύνηθες, εις τον ειρημένον χειρούργον Δομίνικον, όστις λύσας τους επιδέσμους και ιδών τας πληγάς ιατρευμένας εξεπλάγη και είπεν· «Ακατανόητον! Αυταί εκλείσθησαν όλαι».

Ακολούθως η μήτηρ του κορασίου ηρώτησε τον χειρούργον τι ζητεί διά τους κόπους του, αλλ’ εκείνος ουδεμίαν πληρωμήν εζήτησεν, ουδέ οβολόν έλαβεν.

Ότε δε μετά τινα καιρόν η μήτηρ του κορασίου έπεμψε διά τούτου φιλοδώρημά τι προς τον ιατρόν, παρατηρήσας εκείνος και πάλιν την χείρα του κορασίου, εδόξασε τον Θεόν, καθώς και η γυνή αυτού και άπαντες οι αυτόπται μάρτυρες του θαύματος τούτου.

 

Από τον «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας», μήνας Απρίλιος, τόμος 4ος.