Άγιος Θεόδωρος Συκεώτης, Ο άγιος νουθετεί τον αιμοσταγή αυτοκράτορα Φωκά και τον ανήμερο ύπατο Βουννούσο!

20 Απριλίου 2024

Άγιος Θεόδωρος ο Συκεώτης.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

 

Καθώς έμπαινε ο Όσιος [ο άγιος Θεόδωρος ο Συκεώτης] στη βασιλεύουσα πόλη [στην Κωνσταντινούπολη], τον υποδέχτηκε ο μακαριότατος πατριάρχης Θωμάς και με πολλή χαρά ασπάστηκαν ο ένας τον άλλον.

Παρουσίασε δε στον πατριάρχη και το μαθητή του Ιωάννη γιατί ήθελε να τον κάνει ηγούμενο, επιβεβαιώνοντας συγχρόνως την ενάρετη ζωή του. Ο πατριάρχης συμφώνησε σ’ αυτό αμέσως και αφού τον περιέβαλε με το μανδύα, τον κατέστησε ηγούμενο και τον έστειλε πίσω στα Μοναστήρια τους.

Όταν ο βασιλέας Φωκάς πληροφορήθηκε για την παρουσία του Αγίου, ζήτησε από αυτόν να πάει στο παλάτι για να τον δει· ήταν κατάκοιτος από τους πόνους που είχε στα χέρια και τα πόδια. Πήγε λοιπόν ο Άγιος στο βασιλέα, και αφού έβαλε το χέρι επάνω του και ευχήθηκε, αμέσως τον ανακούφισε από την αρρώστια.

Επειδή όμως ζητούσε ο βασιλέας να εύχεται γι’ αυτόν και τη βασιλεία του, άρχισε ο δούλος του Χριστού να τον συμβουλεύει, λέγοντάς του πως εάν θέλει να τον μνημονεύει πάντα και να ενεργεί η ευχή του σ’ αυτόν, πρέπει να σταματήσει τις σφαγές ανθρώπων και τις αιματοχυσίες. Εάν το κάνει αυτό, έλεγε πως και ο ίδιος θα εισακούεται όταν εύχεται προς τον Θεό γι’ αυτόν. Εάν όμως εξακολουθούσε να σφάζει, όπως το συνήθιζε*, του προέλεγε τα δεινά που επρόκειτο να συμβούν σ’ αυτόν εξαιτίας της οργής του Θεού.

Τελικά όμως ο βασιλέας αγανάκτησε εναντίον του για τα λόγια που του είπε.

[…]

Ο Βουνούσσος· ο ανήμερος ύπατος, καθώς κατέβαινε προς τα μέρη της Ανατολής, έφτασε κοντά στο Μοναστήρι. Έμαθε εκεί για την αγιοσύνη του θεοφόρου και ένιωσε σεβασμό, αυτός που ήταν τόσο θρασύς και απάνθρωπος.

Έστειλε λοιπόν ανθρώπους και παρακαλούσε τον Όσιο να υποστεί τον κόπο και να κατέβει στο παρεκκλήσιο του Αγίου Μάρτυρος Γεμέλλου που ήταν κοντά στο σταθμό, για να τον προσκυνήσει και να πάρει την ευχή του, λέγοντας πως επειδή είναι εξαιρετικά βιαστικός δεν μπορεί να ανέβει στο Μοναστήρι του.

Κατέβηκε λοιπόν ο Όσιος από κει και τον δέχτηκε. Την ώρα που προσευχόταν γι’ αυτόν, ο Βουνούσσος στεκόταν ορθός χωρίς να κλίνει τον αυχένα του, γιαυτό τον έπιασε ο Όσιος από τα μαλλιά που ήταν προς τη μεριά του μετώπου του, τον τράβηξε και τον έκανε να σκύψει κάτω.

Έτσι συνηθίζει η αρετή να έχει παρρησία και να μη φοβάται την ανθρώπινη εξουσία· διότι, λέει η Γραφή, ο δίκαιος είναι θαρραλέος όπως το λιοντάρι (Παροιμ. 28,1). Γιαυτό εμείς που ήμασταν κοντά του εκπλαγήκαμε και συγχρόνως φοβηθήκαμε για την τόσο μεγάλη τόλμη του δικαίου.

Σκεφτόμασταν δηλαδή πως αυτός, επειδή ήταν περιβόητη και θηριώδης η σκληρότητά του, θα το θεωρούσε προσβολή και θα θύμωνε υπερβολικά γι’ αυτό.

Όμως αυτός δέχτηκε ευχάριστα και την ευχή και την επιτίμηση του Οσίου μάλιστα του έδειξε τιμή φιλώντας του τα χέρια τα οποία τοποθέτησε στο στήθος του εξαιτίας κάποιου πόνου που τον ταλαιπωρούσε, και τον παρακαλούσε να ευχηθεί για να λυτρωθεί από αυτόν.

Τότε ο Όσιος με τα δάκτυλά του χτυπώντας ήρεμα στο στήθος του είπε· «Πρέπει να ευχηθώ πρώτα για να διορθωθεί και να γίνει καλά ο μέσα άνθρωπος· γιατί όταν θεραπευθεί εκείνος, οπωσδήποτε θα είναι υγιής και ο έξω. Εύχομαι λοιπόν κι εγώ, αλλά και συ να στρέψεις τον εαυτό σου προς το αγαθό και να φοβάσαι το Θεό για να ενεργοποιηθεί και η δική μου ευχή.

Εάν δε εγώ εύχομαι και συ αμελείς να διορθωθείς, τότε η ευχή μου μένει ανενέργητη. Να είσαι εύσπλαχνος και ελεήμων προς το χριστιανικότατο γένος, και να μη χρησιμοποιείς με σκληρότητα την εξουσία που σου εμπιστεύτηκαν, αλλά ερευνώντας τη συνείδηση των δικών σου παραπτωμάτων, να δείχνεις συμπάθεια σ’ αυτούς που πέφτουν σε παραπτώματα, και να μη χύνεις ποτέ αίμα αθώο.

Γιατί, εάν για ένα ασήμαντο υβριστικό λόγο, να πει δηλαδή κανείς κάποιον μωρό, θα επιβληθεί τιμωρία στη μέλλουσα ζωή (Ματθ. 5,22), σκέψου πόσο περισσότερο θα επιβάλει ο Θεός την τιμωρία όταν χύνεται αθώο ανθρώπινο αίμα»;

Ενώ ο Όσιος έσπερνε αυτές τις νουθεσίες προς αυτόν σαν σε άκαρπη γη, αυτός έβγαλε μερικά νομίσματα και του τα έδινε ως προσφορά στη Μονή. Όμως επειδή ο Όσιος δεν ήθελε να τα δεχτεί, ο Βουνούσσος του κράτησε το χέρι και αφού έβγαλε μερικά νομίσματα, τον παρακαλούσε να δεχτεί τουλάχιστο αυτά και να τα μοιράσει από ένα σε κάθε μοναχό του Μοναστηριού.

Τότε ο Όσιος πριν τα δει του είπε·
«Αυτά είναι πενήντα, και δε φτάνουν για να δοθούν από ένα στον καθένα. Θα τα αλλάξουμε με μικρότερα και θα τα μοιράσουμε εξίσου σ’ αυτούς».

Ο Βουνούσσος θαύμασε για το διαγνωστικό του λόγο που το δέχτηκε ως θεόπνευστο, και του απάντησε·
«Ναι, τίμιε πάτερ, μα τις όσιες ευχές σου, είναι πενήντα καθώς είπε το άγιό σου στόμα· όμως αμέσως θα σου στείλω άλλα τόσα για να φτάσουν για όλους».

Πράγμα που το έκανε, γιατί όταν έφυγε από τον Όσιο, πήγε στις αποσκευές του και του έστειλε όσα υποσχέθηκε.

Με τον τρόπο αυτό γνωρίζει η αρετή των δικαίων να καθοδηγεί ακόμη και τους θρασείς και άγριους ανθρώπους, πείθοντάς τους να υποκλίνονται στους εργάτες αυτής.

Η μνήμη του τιμάται στις 22 Απριλίου.

* Ενδεικτικό της πολύ κακής φήμης που άφησε ο Φωκάς και ο ύπατος Βονόσος (ή Βουνούσος), είναι και το περιστατικό που αναφέρει ο Αναστάσιος Σιναΐτης:
«Όταν έγινε βασιλιάς ο Φωκάς ο τύραννος, και άρχισε να διαπράττει τις γνωστές αιματοχυσίες με το Βονόσο, το δήμιο εκείνο, κάποιος μοναχός στην Κωνσταντινούπολη, άνθρωπος άγιος και με πολλή παρρησία προς το Θεό, ρωτούσε το Θεό, με απλότητα βέβαια, λέγοντας· “Κύριε, γιατί έκανες τέτοιο βασιλιά”; Έπειτα, καθώς το έλεγε επί αρκετές ημέρες, του ήρθε φωνή από το Θεό που έλεγε “Γιατί δε βρήκα χειρότερον”» (P. G. 89, 476 C).

 

Απόσπασμα από το βιβλίο ο «Άγιος Θεόδωρος ο Συκεώτης» των εκδόσεων το Περιβόλι της Παναγίας. Πρόλογος Αρχ. Αιμιλιανός, Ηγούμενος Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας Αγίου Όρους. Μετάφραση Λεωνίδας Χαριτίδης (φιλόλογος).