Η κοίμησις του δούλου του Θεού Στεφάνου που αγαπούσε μόνο την διά Θεόν πτωχείαν!

14 Απριλίου 2024

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

 

Από διήγηση του προαναφερθέντος Πρόβου και άλλων θεοσεβών ανδρών γνώρισα αυτά, τα οποία φρόντισα να διηγηθώ στους ακροατές μου για τον ευσεβή πατέρα Στέφανο στις Ομιλίες του Ευαγγελίου.

Υπήρξε άνθρωπος, όπως μαρτυρούν ο Πρόβος και πολλοί άλλοι, που δεν είχε στην ιδιοκτησία του τίποτα στον κόσμο αυτό, τίποτα δεν ζητούσε, μόνον την διά Θεόν πτωχεία αγαπούσε, στις αναποδιές πάντα επιστράτευε την υπομονή, απέφευγε τις συναντήσεις των κοσμικών, ποθούσε να σχολάζει πάντα στην προσευχή.

Για αυτόν θα αναφέρω ένα μόνο δείγμα της αρετής του, ούτως ώστε από αυτό το ένα να είναι δυνατόν να εννοηθούν τα πολλά του.

Κάποια μέρα που είχε κόψει και κουβαλήσει στο αλώνι τον θερισμό [τα θερισμένα στάχυα], που με τα ίδια του τα χέρια είχε σπείρει και δεν είχε τίποτε άλλο μαζί με τους μαθητές του για εφοδιασμό ολόκληρης της χρονιάς, κάποιος άνθρωπος διεστραμμένης προθέσεως, κεντρισμένος από τις παρορμήσεις του αρχαίου εχθρού, έβαλε φωτιά στον θερισμό αυτόν, έτσι όπως ήταν στο αλώνι, και τον έκαψε.

Το αντιλήφθηκε αυτό ένας άλλος κι έτρεξε και το ανήγγειλε στον δούλο του Θεού.

Αφού το γνωστοποίησε αυτό, πρόσθεσε επίσης:
«Αλοίμονο, αλοίμονο, πάτερ Στέφανε, τι ήταν αυτό που σε βρήκε».

Εκείνος αμέσως με πρόσωπο και νου ειρηνικό του απάντησε:
«Αλοίμονο τι ήταν αυτό που βρήκε αυτόν που το έκανε. Εμένα τι με βρήκε;».

Με αυτά του τα λόγια δεικνύεται, σε ποια κορυφή αρετής βρισκόταν, αυτός που δέχθηκε με τόσο αμέριμνο λογισμό την απώλεια των μοναδικών πόρων ζωής που είχε στον κόσμο αυτόν, και λυπόταν περισσότερο για αυτόν που είχε διαπράξει την αμαρτία, παρά για τον εαυτό του που υφίστατο τη ζημία από το αμάρτημα εκείνου, και δεν υπολόγιζε τι έχανε ο ίδιος εξωτερικά, αλλά πόσο έχανε εσωτερικά ο ένοχος του πταίσματος.

Όταν έφθασε λοιπόν η ημέρα του θανάτου του και κόντευε να εξέλθει από το σώμα, συγκεντρώθηκαν πολλοί για να παραθέσουν τις δικές τους ψυχές σε μια τόσο αγία ψυχή που έφευγε από αυτόν τον κόσμο.

Και ενώ όλοι αυτοί που συγκεντρώθηκαν στεκόντουσαν δίπλα στο κρεββάτι εκείνου, άλλοι είδαν αγγέλους να μπαίνουν μέσα, αλλά δεν μπόρεσαν με κανένα τρόπο να πουν τίποτα, άλλοι δεν είδαν απολύτως τίποτα· όμως όλους τους παρευρισκόμενους τους κτύπησε τέτοιος σφοδρότατος φόβος, που κανένας δεν μπόρεσε να σταθεί εκεί, την ώρα που έβγαινε εκείνη η αγία ψυχή.

Και αυτοί που είχαν δει, και αυτοί που δεν είχαν δει απολύτως τίποτα, όλοι κτυπημένοι από ίδιο φόβο και τρομοκρατημένοι έφυγαν, για να δοθεί εμφανώς να γίνει κατανοητό, ποια Δύναμις ήταν εκείνη που υποδεχόταν την εξερχόμενη ψυχή του ανθρώπου, του οποίου την έξοδο κανείς θνητός δεν μπόρεσε να αντέξει.

 

Απόσπασμα από το βιβλίο, Άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος, «Βίοι αγνώστων ασκητών», έκδοση Ιεράς Καλύβης αγίων Αποστόλων – «Πατριάρχου». Εισαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις, Ιερομονάχου Ιωάννου.