Η Θεομητορική υμνογραφία μέσα από τη συλλογή εικόνων του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου

11 Απριλίου 2024

Η ΘΕΟΜΗΤΟΡΙΚΗ ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΙΚΟΝΩΝ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ[1]

Πολλοί υμνογράφοι και συγγραφείς της εκκλησίας συνέθεσαν εορταστικούς ύμνους και κείμενα προς τιμήν της Θεοτόκου, προκειμένου να ψάλλονται στο πλαίσιο του εορτασμού των γιορτών των σχετικών με το πρόσωπο της[2]. Στη συλλογή εικόνων του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου περιλαμβάνονται παραστάσεις που εικονογραφούν θεομητορικούς ύμνους, όπως είναι ο «Άνωθεν οι Προφήται», ο «Επί σοι χαίρει κεχαριτωμένη» και ο «Ακάθιστος Ύμνος».

Στο εικονογραφικό θέμα Άνωθεν οι Προφήται[3] εικονίζεται στο κέντρο η Θεοτόκος Βρεφοκρατούσα με τη συνοδεία προφητών, οι οποίοι με το ένα χέρι κρατούν ειλητά, ενώ με το άλλο, τα αντικείμενα με τα οποία προτύπωσαν τη Θεοτόκο και προφήτευσαν τον ρόλο της στην Ενανθρώπηση του Υιού του Θεού.  Το θέμα απαντάται στην τέχνη ήδη από την κυρίως βυζαντινή εποχή.

Στη συλλογή εικόνων του Βυζαντινού και Χριστιανικού μουσείου το θέμα αντιπροσωπεύεται με μία εικόνα (ΒΧΜ 11705) στην οποία η Θεοτόκος εικονίζεται Ένθρονη Βρεφοκρατούσα, με προφήτες και υμνωδούς της Εκκλησίας. Επίσης, στην ίδια συλλογή το θέμα απαντάται ως επιμέρους σκηνή σε σύνθετες παραστάσεις, όπως είναι σε μία εικόνα (ΒΧΜ 2118) στην οποία ο τύπος συνδυάζεται με το θέμα Ρόδον το Αμάραντον και τους εικοσιτέσσερις οίκους του Ακάθιστου ύμνου. Έπειτα, το θέμα το συναντά κανείς ως επιμέρους σύνθεση σε  εικόνα (ΒΧΜ 2402)[4] του ζωγράφου Κωνσταντίνου Σμυρναίου, που χρονολογείται το 1729. Σε αυτή, μέσα σε πενήντα ένα διάχωρα, εικονίζεται ο Ένθρονος Χριστός ως Μέγας Αρχιερέας, σε συνδυασμό με το θέμα Χριστός η Άμπελος, και η Παναγία Ένθρονη Βρεφοκρατούσα από κοινού με το θέμα Άνωθεν οι Προφήται. Η πολυπρόσωπη παράσταση συμπληρώνεται από χριστολογικές και θεομητορικές σκηνές, Αγίους, Αποστόλους, την Αγία Τριάδα και το θέμα της Φιλοξενίας του Αβραάμ. Στην εικόνα διακρίνεται η υπογραφή του ζωγράφου και αφιερωματική επιγραφή του παραγγελιοδότη της εικόνας Ιωσήφ, η οποία, εκτός από το όνομά του και τη χρονολογία αφιέρωσης της εικόνας, αναφέρει επιπλέον την καταγωγή του, τη χρονολογία αφιέρωσης της εικόνας και επίκληση για  την προστασία και τη σωτηρία της ψυχής του. Η εικόνα αποτελεί πολύ σημαντικό κειμήλιο των προσφύγων του Πόντου, που άλλοτε βρισκόταν στη μονή των Ταξιαρχών της Καισάρειας, ενώ από καλλιτεχνική άποψη πρόκειται για ένα καλό έργο μικρογραφικής εκτέλεσης στο οποίο συνδυάζονται αρμονικά στοιχεία δυτικής και ισλαμικής τέχνης.

Ο  Ακάθιστος Ύμνος ή αλλιώς οι Χαιρετισμοί ης Θεοτόκου, αποτελεί ίσως τον πιο σημαντικό ύμνο της Ορθοδοξίας. Στην εικονογράφησή του οι 24 «οίκοι» (στροφές), αριθμούνται με το ελληνικό αλφάβητο, από το Α έως το Ω. Το κεντρικό θέμα του είναι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου. Σε κάποιους οίκους (Α-Μ) εξιστορούνται τα ιστορικά γεγονότα γύρω από αυτόν, ενώ οι υπόλοιποι (Ν-Ω) σκιαγραφούν το βαθύτερο θεολογικό και δογματικό περιεχόμενο της Ενανθρώπησης του Υιού του Θεού.

Στην εικονογραφία το θέμα κάνει την εμφάνισή του τον 14ο αιώνα σε χειρόγραφα, ενώ η οριστική διαμόρφωσή του πραγματοποιείται τον 16ο αιώνα σε τοιχογραφημένα σύνολα μεγάλων μονών του ελλαδικού, αλλά και του ευρύτερου βαλκανικού χώρου. Στη συλλογή εικόνων του μουσείου περιλαμβάνονται δύο εικόνες με βασικό θέμα τους εικοσιτέσσερις οίκους του Ακάθιστου ύμνου[5]. Σχετικά με αυτό, οι σκηνές του Ακάθιστου ύμνου τονίζουν το δόγμα της Θείας Ενσάρκωσης και της σωτηρίας της ανθρωπότητας, ενώ εξαίρουν τον ρόλο της Παναγίας ως Θεοτόκου. Με την έννοια αυτή, δικαιολογείται πλήρως ο δοξαστικός χαρακτήρας του Ακάθιστου ύμνου.

Σε εικόνα (ΒΧΜ 1580)[6] της συλλογής του Βυζαντινού και Χριστιανικού μουσείου, του δεύτερου μισού του 17ου αιώνα, του ζωγράφου Εμμανουήλ Σκορδίλη, απεικονίζεται ο τέταρτος οίκος του Ακάθιστου Ύμνου, “Δύναμις τοῦ Ὑψίστου, ἐπεσκίασε τότε, πρός σύλληψιν…”. Πιο συγκεκριμένα, σε αυτή διακρίνεται  η Θεοτόκος γονατιστή, με τα χέρια διπλωμένα μπροστά στο στήθος σε στάση δέησης,  μπροστά από παραπέτασμα κόκκινο που κρατούν πίσω της δύο ολόσωμοι άγγελοι, οι οποίοι επίσης φέρουν ανοιχτά ειλητά στα χέρια τους. Στο άνω τμήμα της παράστασης απεικονίζεται η αγία Τριάδα, με τον Χριστό, τον Παλαιό των Ημερών, και το Άγιο Πνεύμα με τη μορφή περιστεριού, που στεφανώνει τη Θεοτόκο.

Στη συνέχεια, ο θεομητορικός εικονογραφικός τύπος “Ρόδον το Αμάραντον”[7] αποδίδει το γνωστό τροπάριο «Ρόδον το Αμάραντον, χαίρε η μόνη βλαστήσασα…», από τον κανόνα του υμνογράφου Ιωσήφ, το οποίο ψάλλεται στην Ακολουθία του Ακάθιστου ύμνου. Για το λόγο αυτό, το θέμα πλαισιώνεται κάποιες φορές από τους 24 οίκους του Ακάθιστου Ύμνου. Ο συνδυασμός αυτός της θεματογραφίας απαντά συχνά σε όψιμες εικόνες του τέλους του 18ου αιώνα και των αρχών του 19ου. Ειδικότερα, στον εικονογραφικό τύπο Ρόδον το Αμάραντον εικονίζεται η Παναγία καθήμενη και εστεμμένη, να  κρατά στα αριστερά το δωδεκαετή και ντυμένο με αυτοκρατορικά ενδύματα Χριστό, επίσης όρθιο και εστεμμένο.  Ενίοτε η παράσταση εμπλουτίζεται με επιμέρους εικονογραφικά θέματα, με συνηθέστερο τις αγγελικές δυνάμεις, τον ήλιο, τη σελήνη, λαμπάδες, άνθη, αγίους και με το ρόδο που κρατά η Παναγία στο δεξί της χέρι. Το συγκεκριμένο θέμα εντυπωσιάζει με την πολυτέλεια των αυτοκρατορικών ενδυμάτων της Θεοτόκου και του Χριστού, αλλά ταυτόχρονα πρωτοτυπεί εικονογραφικά με την απεικόνιση των συμβόλων των προτυπώσεων της Θεοτόκου.

Σε γνωστό έργο (ΒΧΜ 2403)[8] από τα Κειμήλια Προσφύγων της Μικράς Ασίας το θέμα συνδυάζεται με αυτά της Ρίζας Ιεσσαί και Άνωθεν οι Προφήται. Η Παναγία εικονίζεται ως βασίλισσα με αυτοκρατορική ενδυμασία. Στο αριστερό χέρι της κρατάει στάχυ και τον μικρό Χριστό, ενώ με το δεξί ράβδο με άνθη, βλαστούς και ειλητάριο που τυλίγεται γύρω του, και στο οποίο συνήθως διαβάζουμε τροπάριο από τον κανόνα του υμνογράφου Ιωσήφ, που ψάλλεται στην Ακολουθία του Ακάθιστου ύμνου: «Ρόδον το αμάραντον, χαίρε η μόνη βλαστήσασα το μήλον το εύοσμον, χαίρε η τέξασα, το οσφράδιον του μόνου βασιλέως. Χαίρε απειρόγαμ(ε)». Στέφεται από δύο αγγέλους,  που κρατούν ανεπτυγμένο ειλητό με επιγραφή, «Χαίρε ότι υπάρχεις βασιλέως καθέδρα-Χαίρε ότι βαστάζεις τον βαστάζοντα πάντα». Ο Χριστός είναι επίσης ντυμένος με αυτοκρατορικά ενδύματα και λώρο. Κρατάει σκήπτρο και σφαίρα, φορά στέμμα, και πατάει πάνω σε καλυμμένο από ύφασμα βάθρο. Το βάθος συμπληρώνεται από δοχεία με ρόδα, κρίνα αλλά και άλλα άνθη. Οι προφήτες απεικονίζονται σε δύο ομίλους, στραμμένοι προς τη Θεοτόκο, μέσα σε μετάλλια που δημιουργούνται από ελικοειδείς ανθοφόρους βλαστούς, ενώ επιπλέον διακρίνονται τα αντικείμενα-προεικονίσεις της Θεοτόκου. Αυτοί αναγνωρίζονται από τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά τους, αλλά και από τις επιγραφές στα ανεπτυγμένα ειλητά που κρατούν[9]. Σε αυτά αναγράφονται χωρία προφητειών τους και συνοδεύονται από σύμβολα-προεικονίσεις της Θεοτόκου, τα οποία σκοπό έχουν να εξυμνήσουν  το ρόλο της στην Ενανθρώπιση του Υιού του Θεού[10]. Προσωπογραφίες προφητών απαντά κανείς και στη μνημειακή ζωγραφική[11], και θεωρούνται ως τα κατεξοχήν πρόσωπα τα οποία προφήτευσαν τη Θεοτόκο, ως μέσο υλοποίησης της Ενσάρκωσης του Θεού-Λόγου.

Η σύνθετη παράσταση συμπληρώνεται στο πάνω μέρος με το θέμα της Αγίας Τριάδας, στις τέσσερις γωνίες με τους Ευαγγελιστές, και στο κάτω τμήμα με Αγίους, ενώ  διακρίνεται ταυτόχρονα η υπογραφή του ζωγράφου Αντωνίου Σιγάλα, με καταγωγή από τη Σαντορίνη, και επιπλέον η επίκληση του αναθέτη και η χρονολογία αφιέρωσή της. Πρόκειται για μία εικόνα, η οποία λόγω του θέματός της θα είχε λειτουργική, λατρευτική και εορταστική χρήση, κατά την τέλεση των ακολουθιών του Ακάθιστου ύμνου. Ο έντονα αφηγηματικός και γλαφυρός τρόπος απόδοσης του θεομητορικού αυτού θέματος δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, ότι σχετίζεται με την πρόθεση του ζωγράφου να εξυμνήσει το ρόλο της Θεοτόκου στο έργο της θείας οικονομίας.

Άλλο ένα παράδειγμα αποτελεί προαναφερόμενη εικόνα (ΒΧΜ 2118) του 1833, επίσης προερχόμενη από τα Κειμήλια Προσφύγων της Μικράς Ασίας, στην οποία το θέμα Ρόδον το Αμάραντον συνδυάζεται με το Άνωθεν οι Προφήται και τους εικοσιτέσσερις οίκους του Ακάθιστου Ύμνου. Η Θεοτόκος Βρεφοκρατούσα απεικονίζεται στηθαία, μέχρι την οσφύ, με λίγους μετωπικούς προφήτες μέσα σε εγκόλπια, που σχηματίζονται από ανθοφόρους βλαστούς. Στην εικόνα συμπλέκονται θέματα από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, με την απεικόνιση παλαιοδιαθητικών και καινοδιαθητικών μορφών, οι οποίες φανερώνουν οράματα της Παλαιάς Διαθήκης και αποκαλύπτουν γεγονότα της Καινής, όπως είναι η Ενσάρκωση του Υιού του Θεού και η Τελική Κρίση. Η χρήση της εικόνας, λόγω της αναφοράς στον Ακάθιστο Ύμνο, μάλλον ήταν εορταστική-λειτουργική κατά τη διάρκεια της Ακολουθίας των Χαιρετισμών.  Η παράσταση είναι εξαιρετικής σημασίας, καθώς εξυμνεί το ρόλο της Θεοτόκου στη Θεία Ενσάρκωση και τη σωτηρία των ανθρώπων[12].

Η παράσταση Επί σοι χαίρει[13] είναι μια πολυπρόσωπη σύνθεση που εικονογραφεί το δοξαστικό απολυνάριο του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου «Επί σοι χαίρει Κεχαριτωμένη, πάσα η κτίσις», το οποίο ψάλλεται σε διάφορες ακολουθίες, όπως είναι του Μεγάλου Βασιλείου. Κατά πάσα πιθανότητα, ο συγκεκριμένος ύμνος αποτελεί δημιούργημα της παλαιολόγειας εποχής, η εικονογράφησή του πήρε την τελική της μορφή τη μεταβυζαντινή εποχή, και εξυμνεί το διαμεσολαβητικό ρόλο της Θεοτόκου για τη σωτηρία όλης της ανθρωπότητας[14].

Στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο το θέμα αντιπροσωπεύεται με δύο εικόνες. Η μία αποτελεί πολύτιμο κειμήλιο των Προσφύγων ( ΒΧΜ 1543)[15],  χρονολογείται στις αρχές του 15ου αιώνα, προέρχεται από την Καππαδοκία, και πααραχωρήθηκε στο μουσείο το 1926, μέσω του Ταμείου Ανταλλαξίμων. Στην εικόνα η κεντρική σκηνή διαρθρώνεται σε δύο ομόκεντρους κύκλους, μέσα στους οποίους ορίζεται ο ουράνιος χώρος. Στο κέντρο της σύνθεσης, μέσα σε μικρότερο κύκλο παριστάνεται η Θεοτόκος Ένθρονη βρεφοκρατούσα, συνοδευόμενη από δύο αγγέλους. Τον υπόλοιπο ουράνιο χώρο, ο οποίος ορίζεται από τον μεγαλύτερο κύκλο, καταλαμβάνουν η απεικόνιση της Ουράνιας Εκκλησίας ή της Ουράνιας Ιερουσαλήμ, άγγελοι, μάρτυρες και δίκαιοι. Η κεντρική αυτή σκηνή εγγράφεται σε ορθογώνιο πλαίσιο. Στις τέσσερις γωνίες, που σχηματίζονται από αυτό,  εικονίζονται τα σύμβολα των Ευαγγελιστών, ενώ στο κάτω τμήμα του πλαισίου απεικονίζονται, μέσα σε μικρούς κύκλους, η Φιλοξενία του Αβραάμ, ο Άγιος Νικόλαος, και ανάμεσά τους Χερουβίμ. Το ορθογώνιο πλαίσιο εγγράφεται σε ένα μεγαλύτερο, το οποίο περιμετρικά διακοσμείται με τις προτομές των Αγίων Σαράντα Μαρτύρων της Σεβάστειας και οριοθετείται από άνθινη διακόσμηση. Τέλος, στην τελευταία ζώνη ιστορούνται, σε εικοσιτέσσερα μικρά ορθογώνια πλαίσια, ευαγγελικά επεισόδια- σκηνές δωδεκαόρτου από τη μαρτυρική πορεία του Θεανθρώπου, αλλά και δύο επιπλέον σημαντικές σκηνές, αυτές της Φλεγόμενης Βάτου και σκηνή με τη Θεοτόκο Ένθρονη Βρεφοκρατούσα, την οποία προσκυνά ο αφιερωτής της εικόνας με το όνομα Θεόλη/πτο. Η εικόνα είναι εξαιρετική, τόσο από άποψη καλλιτεχνικής εκτέλεσης, όσο και θεολογικής σύλληψης. Σε αυτή οργανώνονται και συνοψίζονται με συμμετρία, αλλά και αποκαλύπτονται μικρογραφικά όλα τα σημαντικά δόγματα της Ορθοδοξίας. Επίσης, το προαιώνιο σχέδιο της Θείας Οικονομίας, με προεξέχων αυτό της Θείας Ενσάρκωσης, στην οποία καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισε η Θεοτόκος, η οποία έγινε η γέφυρα που ένωσε την κτιστή, γήινη και ορατή πραγματικότητα, με την άκτιστη, ουράνια και αόρατη, τον επίγειο και φθαρτό κόσμο  με τον ουράνιο και αιώνιο.

Τέλος, σε ένα άλλο, επίσης σημαντικό έργο (ΒΧΜ 2053)[16], του δεύτερου μισού του 17ου αιώνα, του ζωγράφου Θεόδωρου Πουλάκη, εικονογραφείται ο ίδιος ύμνος, με διαφορετικό και πρωτότυπο τρόπο. Ειδικότερα, διακρίνονται θεομητορικά θέματα δοξαστικού περιεχομένου στο άνω και κάτω τμήμα της εικόνας. Ο κεντρικός χώρος καταλαμβάνεται από τον Ένθρονο Χριστό καθήμενο σε παραδείσιο τοπίο, ενώ η παράσταση συνοδεύεται από αγγέλους, αγίους και παρθένες, αλλά και από ευαγγελικές σκηνές, όπως είναι τα Εισόδια, ο Ευαγγελισμός, η Γέννηση και η Μεταμόρφωση. Πρόκειται για ένα αξεπέραστο στην εικονογραφική του σύλληψη θέμα, στο οποίο ο αξιόλογος δημιουργός του κατορθώνει να συνταιριάξει με αρμονικό και θριαμβευτικό τρόπο στοιχεία του βυζαντινού παρελθόντος με αυτά από τις σύγχρονές του φλαμανδικές χαλκογραφίες και του δυτικοευρωπαϊκού μπαρόκ. Η επιμέρους διακόσμηση της εικόνας συμπληρώνεται με την υπογραφή του ζωγράφου στο κάτω τμήμα της εικόνας, και την αφιερωματική επιγραφή με την επίκληση των δωρητών της. Τόσο οι θεομητορικές σκηνές όσο και οι σκηνές δωδεκαόρτου εξαίρουν το δογματικό πριεχόμενο της εικόνας, τον ρόλο της Θεοτόκου στην Ενσάρκωση του Υιού του Θεού. Παράλληλα, τονίζεται η θεία και η ανθρώπινη φύση του Θεού και εξυμνείται το σωτηριολογικό σχέδιο της θείας οικονομίας, με την κεντρική απεικόνιση του παραδείσου με τον Χριστό εν δόξη, ο οποίος με την μαρτυρική πορεία του στον κόσμο αποκατέστησε ξανά τη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό και του έδωσε τη δυνατότητα της κοινωνίας του παραδείσου.

 

ΑΝΑΛΥΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ

Αχειμάστου Ποταμιάνου, Μ., «Επί σοι χαίρει», στο Eικόνες του Bυζαντινού Mουσείου Aθηνών, Aθήνα 1998, σσ. 86-89.

Αχειμάστου Ποταμιάνου, M., «Θεόδωρου Πουλάκη: Επί σοι χαίρει», στο Eικόνες του Bυζαντινού Mουσείου Aθηνών, Aθήνα 1998, αρ. 77, σσ. 240-243.

Αχειμάστου Ποταμιάνου, Μ, « Κωνσταντίνου Σμυρναίου: Σύνθετη εικόνα του Χριστού και της Παναγίας», στο Eικόνες του Bυζαντινού Mουσείου Aθηνών, Aθήνα 1998, αρ. 95, σσ.280-281.

Αχειμάστου Ποταμιάνου, Μ., « Αντωνίου Σιγάλα: Παναγία Ρόδον το Αμάραντον και Ρίζα Ιεσσαί», στο Eικόνες του Bυζαντινού Mουσείου Aθηνών, Aθήνα 1998, αρ. 97, σσ.284-285.

Babić, G., “ Le maphorion de la Vierge et le Psaume 44(45) sur les images du XIVe siècle”, Ευφρόσυνον, Αφιέρωμα στον Μανόλη Χατζηδάκη ( Δημοσιεύματα του Αρχαιολογικού Δελτίου, αριθ. 46), τ. 1, Αθήνα 1991, σσ. 57-64.

Chrubasik, K., “ Icone mit einem hymnos des Johannes Von Damaskus”, Byzanz, pracht und Alltag, Kunst und Ausstellungshalle der Bundesrepublik Deutschland, Hirmer Verlag ( Κατάλογος Έκθεσης, Bonn 26 Februar bis 13 Juni 2010), Βόννη 2010, σσ. 356-357.

Γκιολές, N., Ο Βυζαντινός τρούλος και το εικονογραφικό του πρόγραμμα, Αθήνα 1990.

Διονύσιος, Ιερομόναχος, ο εκ Φουρνά, Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης, Άγιον Όρος 2007( επιμέλεια έκδοσης Κώστας Αργύρης).

Κακαβάς, Γ., « Η Θεοτόκος Ζωοδόχος Πηγή», στο Βυζαντινό Μουσείο, Τα νέα Αποκτήματα (1986-1996), κατάλογος έκθεσης (Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, 17 Μαρτίου-26 Μαΐου 1997) , Αθήνα 1997, αρ. 50, σσ. 144-145.

Καλαφάτη, Κ-Φ., «Συλλογή εικόνων», στο Ο Κόσμος του Βυζαντινού Μουσείου, Εικόνες, Αθήνα 2004, σσ. 130-227.

Καλοκύρης, Κ., Η Θεοτόκος εις την εικονογραφίαν Ανατολής και Δύσεως, Πατριαρχικό ίδρυμα Πατερικών μελετών, Θεσσαλονίκη 1972.

Μουρίκη, Ντ. «Αι βιβλικαί προεικονίσεις της Παναγίας εις τον τρούλον της Περιβλέπτου του Μυστρά», ΑΔ 25(1970), Μελέται, 219 κ.ε.

Μπεκιάρης Α., « Επί σοι χαίρει…», στο Μυστήριον Μέγα και Παράδοξον, Έκθεσις εικόνων και Κειμηλίων, κατάλογος έκθεσης (Βυζαντινόν και Χριστιανικόν Μουσείον, 28 Μαϊου-31 Ιουλίου 2001), Αθήνα 2002, σσ. 96-97.

Παπαμαστοράκης, Τ., «Η ένταξη των προεικονίσεων της Θεοτόκου και της Ύψωσης του Σταυρού σε ένα ιδιότυπο εικονογραφικό κύκλο στον Άγιο Γεώργιο Βιάννου Κρήτης», ΔΧΑΕ 14(1987-1988), σσ. 315-328.

Χαλκιά, Ε., « Επί σοι χαίρει…», στο Από τη Χριστιανική Συλλογή στο Βυζαντινό Μουσείο(1884-1930), κατάλογος έκθεσης (Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, 29 Μαρτίου 2002-7 Ιανουαρίου 2003), επιμέλεια Ο. Γκράτζιου-Α. Λαζαρίδου, Αθήνα 2006, σ. 342.

Παραπομπές: 

[1]Το παρόν άρθρο αποτελεί επιμέρους κεφάλαιο της μεταπτυχικής εργασίας μου, η οποία εκπονήθηκε στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού προγράμματος «Σπουδές στην Ορθόδοξη Θεολογία», και κατατέθηκε στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο το 2015.

[2] Κωνσταντίνος Καλοκύρης, « Αι προσωνυμίαι, τα προσκυνήματα και τα εικονογραφικά οράματα της Θεοτόκου, Εικονογραφικά Οράματα, Αι προσωνυμίαι της Θεοτόκου, Εικονογραφικαί προσωνυμίαι της Ανατολής», Η Θεοτόκος εις την εικονογραφίαν Ανατολής και Δύσεως, Πατριαρχικό ίδρυμα Πατερικών μελετών, Θεσσαλονίκη 1972,  σσ. 36-37.

[3] Για το εν λόγω θέμα βλ. Κωνσταντίνος Καλοκύρης, «Η Θεοτόκος εις γενικωτέρας συνθέτους παραστάσεις, Εικονογραφικά θέματα της Θεοτόκου εκ των προεικονίσεων της Παλαιάς Διαθήκης. Θέματα ιστορικά και συμβολικά, «Άνωθεν οι προφήται», στο Η Θεοτόκος εις την εικονογραφίαν Ανατολής και Δύσεως, Πατριαρχικό ίδρυμα Πατερικών μελετών, Θεσσαλονίκη 1972, σ. 191-194.

[4] Βλ. Μυρτάλη Αχειμάστου Ποταμιάνου, « Κωνσταντίνου Σμυρναίου: Σύνθετη εικόνα του Χριστού και της Παναγίας»,  στο Eικόνες του Bυζαντινού Mουσείου Aθηνών, Aθήνα 1998, αρ. 95, σσ.280-281, όπου και η παλαιότερη βιβλιογραφία.

[5]Βλ. Κωνσταντίνος Καλοκύρης, «Η Θεοτόκος εις γενικωτέρας συνθέτους παραστάσεις, Εικονογραφικά θέματα της Θεοτόκου εκ των προεικονίσεων της Παλαιάς Διαθήκης. Θέματα ιστορικά και συμβολικά, «Οι είκοσι τέσσερις οίκοι της Θεοτόκου», στο Η Θεοτόκος εις την εικονογραφίαν Ανατολής και Δύσεως, Πατριαρχικό ίδρυμα Πατερικών μελετών, Θεσσαλονίκη 1972, σ. 194-202.

[6]Βλ. Κωνσταντίνος Καλοκύρης, «Η Θεοτόκος εις γενικωτέρας συνθέτους παραστάσεις, Εικονογραφικά θέματα της Θεοτόκου εκ των προεικονίσεων της Παλαιάς Διαθήκης. Θέματα ιστορικά και συμβολικά, «Οι είκοσι τέσσερις οίκοι της Θεοτόκου», στο Η Θεοτόκος εις την εικονογραφίαν Ανατολής και Δύσεως, Πατριαρχικό ίδρυμα Πατερικών μελετών, Θεσσαλονίκη 1972, σ. 195-196, πιν. 273,284.

[7]Βλ. Κωνσταντίνος Καλοκύρης, «Η Θεοτόκος εις γενικωτέρας συνθέτους παραστάσεις, Εικονογραφικά θέματα της Θεοτόκου εκ των προεικονίσεων της Παλαιάς Διαθήκης. Θέματα ιστορικά και συμβολικά, «Ρόδον το Αμάραντον», στο Η Θεοτόκος εις την εικονογραφίαν Ανατολής και Δύσεως, Πατριαρχικό ίδρυμα Πατερικών μελετών, Θεσσαλονίκη 1972, σσ. 205-206.

[8] Βλ. Μυρτάλη Αχειμάστου Ποταμιάνου, « Αντωνίου Σιγάλα: Παναγία Ρόδον το Αμάραντον και Ρίζα Ιεσσαί»,  στο Eικόνες του Bυζαντινού Mουσείου Aθηνών, Aθήνα 1998, αρ. 97, σσ.284-285, όπου και η παλαιότερη βιβλιογραφία.

[9] Για την εικονογραφική απόδοση των φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών των προφητών βλ. Διονύσιος εκ Φουρνά, Ερμηνεία, σελ. 119-122.

[10] Βλ. Τίτος Παπαμαστοράκης, «Η ένταξη των προεικονίσεων της Θεοτόκου και της Ύψωσης του Σταυρού σε ένα ιδιότυπο εικονογραφικό κύκλο στον Άγιο Γεώργιο Βιάννου Κρήτης», ΔΧΑΕ 14(1987-1988), 316 κ.ε..

[11] Για τους προφήτες στους Βυζαντινούς ναούς Βλ. Ν. Γκιολές, Ο Βυζαντινός τρούλος και το εικονογραφικό του πρόγραμμα, Αθήνα 1990, σ. 136 κ.ε.

[12] Βλ. Ντούλα Μουρίκη, «Αι βιβλικαί προεικονίσεις της Παναγίας εις τον τρούλον της Περιβλέπτου του Μυστρά», ΑΔ 25(1970),Μελέται, 219 κ.ε. ( στο εξής: Μουρίκη, « Βιβλικαί προεικονίσεις»).

[13]Βλ. Κωνσταντίνος Καλοκύρης, “Η Θεοτόκος εις γενικωτέρας συνθέτους παραστάσεις, Εικονογραφικά θέματα της Θεοτόκου εκ των προεικονίσεων της Παλαιάς Διαθήκης. Θέματα ιστορικά και συμβολικά, «Επί σοι χαίρει Κεχαριτωμένη…», στο Η Θεοτόκος εις την εικονογραφίαν Ανατολής και Δύσεως, Πατριαρχικό ίδρυμα Πατερικών μελετών, Θεσσαλονίκη 1972, σ. 207-212.

[14] Για την επίδραση της λειτουργικής ποίησης στην παλαιολόγεια ζωγραφική βλ. G. Babić, “ Le maphorion de la Vierge et le Psaume 44(45) sur les images du XIVe siècle”, Ευφρόσυνον, Αφιέρωμα στον Μανόλη Χατζηδάκη ( Δημοσιεύματα του Αρχαιολογικού Δελτίου, αριθ. 46), τ. 1, Αθήνα 1991, σσ.57-64.

[15] Από τα πρωιμότερα παραδείγματα αποτελεί εικόνα του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου του 14ου-15ου αιώνα, βλ. Chrubasik 2010,  αρ. 506, σσ. 356-357.  Επίσης, Χαλκιά 2006, αρ. 593, εικ. 593, σ. 342, Καλαφάτη 2004, «Εικόνες», ό.π., αρ. 125, σ. 156. Μπεκιάρης 2002α, αρ. 9, σ. 96-97, Aχειμάστου-Ποταμιάνου 1998,  ό.π., αρ. 23, σσ. 86-89, όπου η παλαιότερη βιβλιογραφία.

[16] Βλ. Μυρτάλη Αχειμάστου Ποταμιάνου, « Θεόδωρου Πουλάκη: Επί σοι χαίρει»,  στο Eικόνες του Bυζαντινού Mουσείου Aθηνών, Aθήνα 1998, αρ. 77, σσ. 240-243, όπου η παλαιότερη βιβλιογραφία.