Ο Ιερομάρτυρας Βασιλέας διαπομπεύει τους θεούς του Δωδεκαθέου

26 Απριλίου 2024

Το μαρτύριο του Ιερομάρτυρα Βασιλέα Επισκόπου Αμασείας. Τοιχογραφία, (1547), Ι.Μ. Διονυσίου Αγίου Όρους. Από «Προσκυνητής»: https://proskynitis.blogspot.com/2017/04/26.html

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Διά δε του επάρχου της πόλεως διεμήνυσεν [ο βασιλιάς Λικίνιος] εις αυτόν [στον Ιερομάρτυρα Βασιλέα], ότι τον απαλλάσσει διά την κατηγορίαν ταύτην και του παρέχει πλήρη αμνηστίαν, τον αποκαθιστά δε και εις την τάξιν του βασιλικού πατρός και αρχιερέα των θεών τον διορίζει και μυρίας όσας ευεργεσίας θέλει προσφέρει εις αυτόν, έτι δε και πλούτον άφθονον, εάν ήθελε πεισθή να σεβασθή τους θεούς τους [το αρχαιοελληνικό δωδεκάθεο] οποίους αυτός και άπαντες οι υπήκοοί του σέβονται. Εάν δε απειθήση, ας αιτιάται τον εαυτόν του, ως θέλοντα να καταστρέψη τον βίον του διά πικρού θανάτου.

Προς ταύτα ο Μάρτυς διά γενναίου και βασιλικού φρονήματος απήντησε· «Θαυμάζω την διάκρισιν και σύνεσιν υμών, πώς εις τοιούτον παράλογον λογισμόν εξετράπητε, νομίζοντες θεούς τους διαπράττοντας τα άτιμα της εντροπής έργα, τα οποία ουδέ διά λόγου είναι τις δυνατόν να ιστορήση [να αφηγηθεί], να υπερηφανεύεσθε δε δι’ αυτούς, αποδίδοντες εις τούτους όνομα θείον και προσκυνούντες και λατρεύοντες αυτούς, τους οποίους και να ενθυμήται τις απλώς είναι κολάσιμον και ανίερον.

Εάν δε εθελοκακούντες [προτιμάτε μόνοι σας το κακό, το προσλαμβάνετε, το υποστηρίζετε] και διά τον εαυτόν σας αδιαφορείτε και τα πράγματα συσκοτίζετε και τους ανοήτους εξαπατάτε, ακούσατε αυτούς τούτους τους ιδικούς σας ποιητάς και μάλιστα τον πρώτο, θεοκήρυκα και θεολόγον υμών Ησίοδον, οποία περί των πρώτων και κορυφαίων θεών σας διηγείται εν τη Θεογονία αυτού.
Ο μεν Κρόνος, λέγει, αφού εφόνευσε τάχιστα τον πατέρα του Ουρανόν, εβασίλευσεν αντ’ αυτού. Κατέτρωγε δε τα τέκνα του διά να μη ανδρωθούν και του πάρουν την βασιλείαν.
Ο δε Ζεύς, όστις ήτο υιός του Κρόνου, διεσώθη από της μανίας του πατρός του, δι’ απάτης της μητρός του Ρέας, ήτις αντί του Διός έδωσεν εις τον Κρόνον λίθον περιτυλιγμένον εις τα σπάργανα, τον οποίον και κατέπιεν, φυγαδεύσασα δε ακολούθως τον Δία αφήκεν αυτόν εις σπήλαιον της Κρήτης όπου ανετράφη υπό αιγός.
Αφού λοιπόν ηνδρώθη [ενηλικιώθηκε] ο Ζεύς, συλλαβών τον πατέρα του και κλείσας αυτόν εις το δεσμωτήριον, κατέλαβεν αυτός την αρχήν [την εξουσία]».

«Ενυμφεύθη δε ο Ζεύς σας αυτός πολλάς και μάλιστα τελευταίαν την Ήραν την αδελφήν του. Φιλήδονος δε ως ήτο, εγέμισε με τέκνα τον ουρανόν. Άλλα μεν εξ ομοτίμων προς αυτόν θεών, καθ’ υμάς, αποκτήσας, άλλα δε εκ του θνητού και επιγείου γένους, άλλοτε μεταβαλλόμενος [μεταμορφωμένος] εις χρυσίον, άλλοτε εις ταύρον, άλλοτε εις αετόν και πάντοτε διάφορος [διαφορετικός] της πρώτης αυτού μορφής.

Τοιούτος υπήρξεν ο ύπατος [ανώτατος] και άριστος των θεών σας, ο τας μεγάλας βροντάς κάμνων και αστράπτων Ζεύς, του οποίου δείκνυται πελώριος τάφος εις Κρήτην όπου ετυράννησεν απανθρώπως.

Τι δε ήθελεν είπει τις περί του Ποσειδώνος του κατασκευάζοντος πλίνθους πλησίον του Λαομέδοντος της Φρυγίας;

Του ανθρακέως και πλήρους αιθάλης (καπνιάς) Ηφαίστου του χωλού;

Του Άρεως του απερισκέπτου μοιχού;

Του της απωλείας υιού Απόλλωνος;

Του αρχικλέπτου Ερμού;

Του θηλυπρεπούς Διονύσου;

Του τριάστρου Ηρακλέους, του οποίου σύμβολα της θεότητος ήσαν αι πεντήκοντα του Θεστείου θυγατέρες και το όρος της Οίτης, όπου τον βίον τραγικώς πυρποληθείς κατέστρεψεν, αφού πρώτον εχειροδίκησε κατά των τέκνων του;».

«Ταύτα δε τα ολίγα λέγω περί των αρρένων θεών σας· ούτοι είναι οι κομπασμοί [οι καυχησιολογίες] των σοφών σας, το δε φρικτότερον και ανόσιον, να καταβιβάζετε το υπερκόσμιον όνομα της θεότητος και τον προς ταύτην σεβασμόν εις ηδυπαθή θηλυπρέπειαν και να σέβεσθε θεούς θηλείας όπως την Ρέαν και την Ήραν τας αμαρτωλάς, την ξενοτόκον Άρτεμιν, την μοιχαλίδα Αφροδίτην και χιλιάδων άλλων κιναίδων ανδρών συρφετόν.

Πώς λοιπόν ταύτα δεν είναι απόδειξις εσχάτης ανοησίας και φοβεράς μανίας και αθεΐας;

Πρέπει λοιπόν τούτους τους θεούς να λατρεύωμεν και παρά τούτων τα προς σωτηρίαν να ζητώμεν;

Και να παραδεχώμεθα τούτους ως αρχηγούς σωφροσύνης και διδασκάλους αρίστους και σωτήρας ψυχών, ως τα πάντα ευτάκτως και σωτηρίως κυβερνώντας, αυτούς, οίτινες, διά μυρίων επαναστάσεων, πολέμων και ταραχών τα πάντα επιτυγχάνουσι;

Να παραδεχώμεθα θεούς τους προς αλλήλους στασιάζοντας;

Ώστε λοιπόν, προς τούτους ο βασιλεύς διατάσσει να προσέλθωμεν και ως θεούς να πιστεύωμεν και διά θυσιών να εξυμνούμεν και δι’ ιερατικών οργίων να θεραπεύωμεν;

Άπαγε [μακριά από εδώ, σταμάτα]! Ουδέ να ακούσω επιθυμώ τον ανόσιον τούτον τρόπον του σεβασμού. Διότι ο διά τούτων ευχαριστούμενος είναι ανάγκη να είναι κατώτερος των σεβαζομένων και θερμότερος ζηλωτής των πράξεών των, των αξιοκατακρίτων, γενικώς δε ειπείν μετ’ αυτών να κολάζεται».

«Δι’ όλα αυτά οικτείρω [λυπούμαι] υμάς και τον βασιλέα, τον παραβάντα φρικτούς όρκους και αθετήσαντα υποσχέσεις τας οποίας έδωσε προς τον σεβαστόν Κωνσταντίνον [τον Μέγα Κωνσταντίνο με τον οποίο συναποφάσισαν το διάταγμα της ανεξιθρησκείας].

Οικτείρω τον αρνηθέντα τον ζώντα και αΐδιον και άφθαρτον Θεόν, τον και την βασιλείαν προς αυτόν δωρήσαντα και προδήλως παραχωρήσαντα νίκην λαμπράν, ότε κατά του Μαξιμίνου επολέμησεν, ευθύς όμως μετά ταύτα υποταχθέντα και υποδουλωθέντα εις εκείνους τους οποίους προείπον ψευδωνύμους και κιβδήλους θεούς, τους οποίους, εάν ανανήφων [συνέλθει, μετανοήσει] αρνηθή και προσέλθη εις τον όντως Θεόν, δεν θέλει ούτος απομακρύνει αυτόν, ως εύσπλαγχνος.

Αι υπέρ του τοιούτου Παναγάθου Θεού απειλούμεναι παρ’ υμών τιμωρίαι, χαρά παρ’ εμού και αγαλλίασις λογίζονται, ως και ο παρ’ υμών φρικτός νομιζόμενος θάνατος. Διότι ούτος ταχέως εκ των κακών του βίου θέλει με απολυτρώσει και προς τον ποθούμενον Κύριον, τον οποίον εκ σπαργάνων μητρός ηγάπησα, θέλει με αποστείλει.

Τας δε παρ’ υμών προτεινομένας υψηλάς τιμάς, ως σκύβαλα [σκουπίδια] και έτι τούτων ευτελεστέρας υπολογίζω.

Ταύτα λοιπόν αφού αναφέρης εις τον βασιλέα (συνέχισε λέγων ο Άγιος εις τον έπαρχον), βεβαίωσον και τούτο, να μη ελπίζη τίποτε πλέον να ακούση παρ’ εμού και ας μη νομίζη ότι θέλω πράξει τι εξ εκείνων τα οποία προστάσσει. Ας πράξη λοιπόν αυτό το οποίον επιθυμεί».

 

Από τον «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας», μήνας Απρίλιος, τόμος δ’.