Σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους στη Κύπρο

11 Απριλίου 2024

Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου μνημονεύεται στα Δίπτυχα ως η πρώτη απ’ τις δεκαπέντε Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες. Είναι η μοναδική αρχαία Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία απ’ το 431 μ.Χ., όταν με απόφασή της η Γ’ Οικουμενική Σύνοδος την αναγνώρισε ως ανεξάρτητη και αυτοκέφαλη και έτσι έγινε η πρώτη στην ιεραρχική τάξη αμέσως μετά απ’ την λεγόμενη Πενταρχία των πέντε Πατριαρχείων έως το 1054. Ως πρώτος Επίσκοπος, ιδρυτής, πολιούχος και προστάτης υπήρξε ο Απόστολος Βαρνάβας.

Ο κατοπινός αρχιεπίσκοπος της Κύπρου Ανθέμιος, είδε σε όραμα τον Απόστολο Βαρνάβα να του φανερώνει τον τόπο της ταφής του. Έφτασε στο σημείο εκείνο και βρήκε τα λείψανα του Αποστόλου Βαρνάβα μαζί με το αντίγραφο Ευαγγέλιο το εκ του αποστόλου Ματθαίου που βρέθηκε πάνω στο στήθος του Λειψάνου του Αποστόλου Βαρνάβα. Κατόπιν ταξίδευσε για τη Κωνσταντινούπολη και τα χάρισε στον αυτοκράτορα Ζήνωνα, έτσι και ο αυτοκράτορας του χορήγησε τρία ξεχωριστά προνόμια, ως δείγμα ειδικής μέριμνας και προστασίας. Ο σημερινός προκαθήμενος της Ορθόδοξου Εκκλησίας της Κύπρου είναι ο 76ος στη σειρά ως Αρχιεπίσκοπος Κύπρου που φέρει το τίτλο: Νέας Ιουστινιανής και Πάσης Κύπρου κι ονομάζεται κ. Γεώργιος, εξελέγη 24 Δεκεμβρίου 2022. Η έδρα του βρίσκεται στο Μέγαρο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου, στη παλιά Λευκωσία, απέναντι απ’ το Παγκύπριο Γυμνάσιο και την εκεί γειτονική Πανεπιστημιακή Θεολογική Σχολή της Εκκλησίας της Κύπρου. Τα προνόμιά της και το Αυτοκέφαλό της επιβεβαιώθηκαν όπως αναφέραμε απ’ την Γ’ Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου το 431μ.Χ., με τον 8ο κανόνα, που αναγράφει: «Έξουσι το ανεπηρέαστον και αβίαστον οι των αγίων Εκκλησιών, των κατά την Κύπρον, προεστώτες, κατά τους Κανόνας των οσίων Πατέρων, και την αρχαίαν συνήθειαν, δι΄ εαυτών τας χειροτονίας των ευλαβεστάτων Επισκόπων ποιούμενοι». Ο αυτοκράτορας του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους ο Ζήνων, θα παραχωρήσει το έτος 478 στον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου τα τρία ιδιαίτερα αυτοκρατορικά προνόμια που κατέχει έως και σήμερα έτσι ώστε να υπογράφει διά κινναβάρεως (με κόκκινο μελάνι), να φέρει πορφυρούν μανδύα κατά τις ακολουθίες και να κρατεί Αυτοκρατορικό Σκήπτρο αντί της Ποιμαντορικής Ράβδου.

Πρώτο μέρος.

Σύμφωνα με το Καταστατικό της Εκκλησίας της Κύπρου, η εκάστοτε σύνθεση των Επαρχιών, μπορεί να τροποποιηθεί με απόφαση της Ιεράς Συνόδου, για τη λήψη της οποίας απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία των τριών τετάρτων (3/4) των μελών και συναίνεση του οικείου Αρχιερέα. Η Ιερά Σύνοδος αποτελεί την ανωτάτη αρχή της Εκκλησίας της Κύπρου και ενεργεί με βάση τις Θείες Γραφές, τους Ιερούς Κανόνες, τις Εκκλησιαστικές Παραδόσεις και τον Καταστατικό Χάρτη. Απαρτίζεται απ’ τους εν ενεργεία Αρχιερείς, που έχουν εκλεγεί και χειροτονηθεί κανονικώς, δηλαδή τον Αρχιεπίσκοπο, τους Μητροπολίτες και τους Επισκόπους ως επαρχιούχους και μη. Συγκαλείται απ’ τον Αρχιεπίσκοπο Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου, ο οποίος είναι ο κανονικός Πρόεδρός της. Εάν αυτός κωλύεται, η Ιερά Σύνοδος συγκαλείται και προεδρεύεται απ’ τον πρώτο τη τάξη απ’ τα μέλη της. Σε περίπτωση χηρείας του Αρχιεπισκοπικού Θρόνου, η σύγκληση της Ιεράς Συνόδου γίνεται απ’ τον Τοποτηρητή του.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου αποκτά για πρώτη φορά Καταστατικό Χάρτη το έτος 1914, που στηριζόταν κυρίως στους Ιερούς Κανόνες, σε νομοκανονικές συνήθειες και σε αυτοκρατορικά προνόμια που είχαν παραχωρηθεί, καθώς και με τα βεράτια. Με τη πολιτική μεταβολή που συντελέστηκε τον 20ο αιώνα και την απ’ αυτήν υπαγωγή της Κύπρου υπό την αγγλική κατοχή, καθιστούσε αναγκαία πλέον μία νέα εκκλησιαστική και κρατική γραπτή καταγραφή των όρων. Τη νομοκανονική επιτροπή συναποτέλεσε ο τότε Μητροπολίτης Κιτίου Μελέτιος Μεταξάκης ως πρόεδρος. Σύμφωνα με το άρθρο 138 του Καταστατικού, η ισχύς του άρχισε απ’ την ημέρα της δημοσίευσής του. Στην εγκύκλιο αναφερόταν ότι το Καταστατικό αυτό (το Σύνταγμα της Εκκλησίας Κύπρου) αποτελούσε γραπτό νόμο με τον οποίο ρυθμίζονταν πλέον οι ποικίλες σχέσεις του εκκλησιαστικού βίου, με τέτοιο τρόπο ώστε να αρθεί οποιαδήποτε αβεβαιότητα αναφορικά με τις εκκλησιαστικές συνήθειες, να συμπληρωθούν με γραπτές διατάξεις τα κενά της εκκλησιαστικής διοίκησης και να καθοριστεί το νέο σύστημα διαχείρισης το οποίο θα διασφάλιζε τη καλύτερη διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας, αλλά και θα καθιστούσε στενότερη τη συνεργασία μεταξύ του ποιμνίου και των κληρικών με το Κράτος.[2] Κατόπιν το έτος 1917 η Ιερά Σύνοδος κατάρτισε και δημοσίευσε τη «Δικονομία των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων», επί υποθέσεων «μνηστείας, κύρους του γάμου, λύσεως του γάμου» κτλ. Σε σύντομο χρονικό διάστημα ήρθε η σύνταξη ενός νέου Καταστατικού Χάρτη, το προσχέδιό του συντάχθηκε απ’ το έτος 1924 και αφού συζητήθηκε  στην Ιερά Σύνοδο υποβλήθηκε στον τότε Πατριάρχη Αλεξανδρείας και συντάκτη του Καταστατικού του 1914, Μελέτιο Μεταξάκη, καθώς και στον καθηγητή του εκκλησιαστικού δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Κωνσταντίνο Ράλλη, για παρατηρήσεις, χωρίς τη συμμετοχή των Κυπρίων βουλευτών, εφόσον αυτοί απείχαν οικειοθελώς από τις σχετικές συζητήσεις.

Απ’ τον Ιούνιο του έτους 1929 δημοσιεύθηκε με αρχιεπισκοπική εγκύκλιο του Αρχιεπισκόπου Κυρίλλου Γ΄, ως μία εισηγητική έκθεση. Ως επιβεβλημένο κρινόταν στην εγκύκλιο, η θέσπιση νέου Καταστατικού Χάρτη (Σύνταγμα) του έτους 1929 με ένα ιδιαίτερο τρόπο έμφασης, που για πρώτη φορά εμφανιζόταν με Πολιτειακό και Κρατικό Κύρος, έτσι ώστε να γίνουν σεβαστές οι διατάξεις και από τα δύο μέρη, Εκκλησίας και Πολιτείας. Οι Κύπριοι βουλευτές είχαν αρχικά αποδεχθεί όλες τις διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη, εξαιρουμένων των διατάξεων που είχαν σχέση με την οικονομική διαχείριση. Παρά την επιμονή της Ιεράς Συνόδου, όπως αποσταλούν προτάσεις των βουλευτών αναφορικά με το ζήτημα, κανένα σχέδιο δεν υποβλήθηκε, παρά μόνο η απλή πρόταση αναφορικά με τη σύνθεση των Θρονικών Επιτροπειών και της ίδρυσης του ανωτάτου Μικτού Συμβουλίου με πλειοψηφία των λαϊκών μελών σε αμφότερα τα σώματα. Η σχετική πολιτειακή κύρωση εκ των δυνάμεων κατοχής των Άγγλων κατέστη ανέφικτη μετά τα Οκτωβριανά γεγονότα του έτους 1931 και τις απαράδεκτες ή ευθείες παρεμβάσεις του Άγγλου Κυβερνήτη στα εσωτερικά της Ορθόδοξης εκκλησίας της Κύπρου.

Έτσι, τελικά παρέμεινε σε ισχύ το παλιό Καταστατικό του έτους 1914, μέχρι τη θέση σε ισχύ του νέου ισχύοντος Καταστατικού Χάρτη, απ’ το έτος 1980. Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄, μόλις ανήλθε στον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο εισηγήθηκε στην Ιερά Σύνοδο τη σύσταση επιτροπής από νομικούς με σκοπό την νέα αναθεώρηση. Η επιτροπή όμως δεν παρουσίασε καμιά εργασία επί του θέματος έως το έτος 1961, με δεδομένο πως η περίοδος αυτή χαρακτηρίστηκε από έντονη αγωνιστικότητα για ελευθερία κατά των δυνάμεων κατοχής, η οποία απ’ το έτος 1955 πήρε τη μορφή του ένοπλου αγώνα με στόχο την απελευθέρωση της Κύπρου απ’ την αποικιοκρατία και την ένωσή της με την Ελλάδα. Γι’ αυτό καταρτίστηκε νέα επιτροπή με πρόεδρο τον τότε Μητροπολίτη Κιτίου Άνθιμο, η οποία όμως δεν μπόρεσε να εκπληρώσει την αποστολή της. Ο τότε Χωρεπίσκοπος Κωνσταντίας και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος συνέταξε το έτος 1969 ένα προσχέδιο για το νέο Καταστατικό με θέματα γύρω απ’ τον οικογενειακό θεσμό και τα εκκλησιαστικά δικαστήρια. Όμως επί του οποίου όμως δεν λήφθηκαν αποφάσεις, επειδή κάποιοι Συνοδικοί το βρήκαν αρκετά φιλελεύθερο.

Τελικά η σύνταξη νέου Καταστατικού Χάρτη επιτεύχθηκε το έτος 1979 και για την εκπόνησή του είχε συσταθεί επιτροπή, απ’ τον τότε Αρχιεπίσκοπο Μακάριο όταν επέστρεψε στη Κύπρο μετά την εισβολή του έτους 1974, της οποίας προήδρευε ο τότε Μητροπολίτης  Πάφου και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος Α΄, με μέλη τον Μητροπολίτη Κιτίου Χρυσόστομο και τον Χωρεπίσκοπο Σαλαμίνας Βαρνάβα. Ο πρόεδρος της επιτροπής συνέταξε το προσχέδιο, το οποίο αφού συζητήθηκε απ’ την επιτροπή υποβλήθηκε στην ολομέλεια της Ιεράς Συνόδου. Η εμφάνιση της επιμονής της Ιεράς Συνόδου για τη δήθεν περιβολή του Καταστατικού του 1929 με τη μορφή ως κρατικού και πολιτειακού κύρους ήταν παράδοξη, ενόψει του γεγονότος ότι το Καταστατικό του 1914 ουδέποτε είχε δεχθεί να περιβληθεί με ένα παρόμοιο κρατικό και πολιτειακό κύρος.[3]

Απ’ τον Ιούλιο του έτους 1977, λόγω συστηματικής μελέτης, ακολούθησαν εικοσιέξι ολοήμερες ανεπίσημες συνεδρίες της Ιεράς Συνόδου, στις οποίες δεν συμμετείχε ο Αρχιεπίσκοπος  Μακάριος, ο οποίος τότε και απεβίωσε και δεν μπόρεσε να εκφράσει τις απόψεις του επί του νέου Καταστατικού Χάρτη. Στις συνεδρίες κλήθηκαν να συνδράμουν στο έργο της Ιεράς Συνόδου, νομικές προσωπικότητες καθώς και διάφορες οργανώσεις και σωματεία, οι οποίες και έδωσαν γραπτά τις παρατηρήσεις επί των θεμάτων του διαζυγίου και των εκκλησιαστικών δικαστηρίων. Ανάλογη συνδρομή στη μελέτη του θέματος της εκκλησιαστικής περιουσίας και της διαχείρισης αυτής, παρέσχαν οικονομικές και άλλες προσωπικότητες της Κύπρου. Η Ιερά Σύνοδος προχώρησε στην κατ’ άρθρο ψήφιση του νέου Καταστατικού Χάρτη και στη δημοσίευσή του με εγκύκλιο κατά την 23η Νοεμβρίου 1979.

Αργότερα στις 12 Νοεμβρίου 2006 ενθρονίστηκε ως νέος Αρχιεπίσκοπος ο Χρυσόστομος Β΄. Ο νέος Αρχιεπίσκοπος έθεσε ως άμεση προτεραιότητα τη ριζική τροποποίηση του Καταστατικού Χάρτη της Ορθόδοξης εκκλησίας. Στην πρώτη συνεδρία της Ιεράς Συνόδου υπό την προεδρία του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Β΄ που διεξήχθη στις 20 Νοεμβρίου 2006, συνεστήθη επιτροπή με τη προεδρία του Μητροπολίτη Μόρφου και τη συμμετοχή του Χωρεπισκόπου Τριμυθούντος, η οποία θα είχε ως έργο την αναθεώρηση του Καταστατικού Χάρτη της εκκλησίας, με τη συμμετοχή νομικών και κανονολόγων, στις σχετικές συσκέψεις παρέστησαν ο Υπουργός Οικονομικών Ανδρέας Πατσαλίδης, ο Γενικός Εισαγγελέας Κρίτων Τορναρίτης, ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου Μιχαλάκης Τριανταφυλλίδης, οι επιχειρηματίες Πασχάλης Πασχαλίδης, Γιώργος Βασιλείου, Σταύρος Γαλαταριώτης και οι Αιμίλιος Μιχαηλίδης, Γιώργος Πολυβίου. Αφού ψηφίστηκε απ’ την Ιερά Σύνοδο κατά την πανηγυρική συνεδρία της Ιεράς Συνόδου στις 13 Σεπτεμβρίου έτους 2010, τέθηκε σε ισχύ με τη παρουσία της πολιτικής ηγεσίας της νήσου.

Δεύτερο Μέρος.

Με τη δημοσίευση του νέου Καταστατικού Χάρτη της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου το έτος 1980, ανέκυψε και το νομικό ερώτημα για το εάν η Εκκλησία κέκτηται νομοθετικής εξουσίας. Καθότι η εξουσία και το δικαίωμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας να θέσει σε ισχύ το νέο Καταστατικό Χάρτη, έφερε στο φώς νομικές απόψεις απ’ το Κυπριακό Σύνταγμα ότι δεν αναγνωρίζει παρόμοια εξουσία στην εκκλησία της Κύπρου, εφόσον το άρθρο 110 § 1 του Συντάγματος αναφέρει ότι η ρύθμιση και η διοίκηση των εσωτερικών υποθέσεων της εκκλησίας και της περιουσίας της θα γίνεται σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες και «τω εν ισχύι Καταστατικώ Χάρτη αυτής», ως αναφέρεται στον ισχύοντα κατά τη θέση σε ισχύ του κυπριακού Συντάγματος, με Καταστατικό Χάρτη του έτους 1914 και όχι στον εκάστοτε Καταστατικό Χάρτη της εκκλησίας της Κύπρου.

Επομένως, το Καταστατικό του έτους 1914 και μόνο αυτό, έχει συνταγματικά θεσπιστεί ως πλαίσιο για τη ρύθμιση και διοίκηση των εσωτερικών υποθέσεων της εκκλησίας. Αναπτύχθηκαν διάφορες νομικές απόψεις. Με δεδομένο ότι η Ιερά Σύνοδος δεν κέκτηται οποιαδήποτε εξουσία για να τροποποιεί το Σύνταγμα του Κράτους, υποστηρίχθηκε ότι συνεπάγεται πως για να τεθεί σε ισχύ ο νέος Καταστατικός Χάρτης της Ορθόδοξης εκκλησίας, θα πρέπει να προηγηθεί τροποποίηση του άρθρου 110 του Συντάγματος του Κράτους απ’ τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Αλλά αν ο συντακτικός νομοθέτης απέβλεπε στην αφαίρεση της εξουσίας της Ορθόδοξης εκκλησίας να νομοθετεί αναφορικά με τα εσωτερικά της ζητήματα δεν θα κατοχύρωνε το δικαίωμα της να τα ρυθμίζει, δηλαδή να νομοθετεί για τα εσωτερικά της ζητήματα και την περιουσία της, αλλά μόνο για το δικαίωμα της διοίκησης.

Ο αποκλεισμός της παράλληλης άσκησης νομοθετικής εξουσίας απ’ την ελληνική κοινοτική συνέλευση για τα θέματα αυτά ήταν δεδομένο. Εξάλλου, η νομοθετική εξουσία αναγνωρίζεται στην εκκλησία της Κύπρου και στο άρθρο 111 § 1 του Συντάγματος του Κράτους, στο οποίο ορίζεται πως ο εκκλησιαστικός νόμος διέπει ορισμένους περιοριστικά αναφερόμενους θεσμούς, του οικογενειακού δικαίου, των μελών της Ορθόδοξης κυπριακής εκκλησίας. Θα πρέπει επίσης να παρατηρηθεί πως στο άρθρο 110 § 1 του Συντάγματος του Κράτους δεν συμπεριλαμβάνεται η φράση «τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος», όπως συμβαίνει στο άρθρο 111 του Συντάγματος, το οποίο αναφέρεται στο δικαίωμα της Ορθόδοξης εκκλησίας αναφορικά με οικογενειακές υποθέσεις των μελών της.

Πιθανώς θα μπορούσε νομικά να υποστηριχθεί ότι ο συνταγματικός νομοθέτης δεν θέλησε να περιορίσει με οποιοδήποτε τρόπο τα προνόμια της Ελληνικής Ορθόδοξης εκκλησίας να ρυθμίζει και να διοικεί τις εσωτερικές της υποθέσεις και την περιουσία της. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, μοναδικό συνταγματικά θεμιτό περιορισμό αποτελεί η θέση ότι οι διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη δεν αντίκεινται στους Ιερούς Κανόνες. Ο μόνος συνταγματικά θεμιτός περιορισμός στο αποκλειστικό δικαίωμα της εκκλησίας να νομοθετεί είναι η συμφωνία των νέων εκκλησιαστικών διατάξεων με τους Ιερούς Κανόνες, οι οποίοι έχουν επαυξημένη τυπική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 110 § 1 του Συντάγματος του Κράτους. Η εκκλησία μπορεί επομένως να νομοθετεί ελεύθερα, εφόσον οι νέες διατάξεις που θα θεσπίζει δεν θα αντιβαίνουν στους Ιερούς Κανόνες που είναι παραδεκτοί απ’ το σύνολο των Ορθοδόξων εκκλησιών. Είναι επομένως νομικά και συνταγματικά θεμιτή η τροποποίηση των εκκλησιαστικών διατάξεων με ομοειδείς και ισόκυρες διατάξεις, που δεν αντιβαίνουν προς τους Ιερούς Κανόνες. Θα πρέπει όμως να θεωρηθεί ότι ο συντακτικός νομοθέτης επιδίωξε διακριτικά να αποκλείσει τη νομοθετική εξουσία της εκκλησίας επί θεμάτων που δεν ρυθμίζονταν από το Καταστατικό του έτους 1914. Αν επομένως ο νέος Καταστατικός Χάρτης περιέχει διατάξεις για σχέσεις που δεν ρυθμίζονταν από το Καταστατικό του 1914, θα πρέπει να θεωρηθεί πως αυτές δεν κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα του Κράτους και δεν έχουν επαυξημένη συνταγματική ισχύ.

Κοντολογίς, ενδεχομένως να μπορεί να λεχθεί πως η αναγνώριση της επαυξημένης τυπικής ισχύος απ’ το κυπριακό Σύνταγμα ισχύει, όχι αποκλειστικά για το Καταστατικό του έτους 1914, αλλά και για τον εκάστοτε σε ισχύ Καταστατικό Χάρτη της εκκλησίας της Κύπρου, εάν κι εφόσον αυτός έχει θεσπιστεί απ’ την εκκλησία σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες και εφόσον θεματολογικά δεν απομακρύνεται απ’ το ισχύον κατά το χρόνο εφαρμογής του Συντάγματος, Καταστατικό του έτους 1914. Η Ορθόδοξη εκκλησία της Κύπρου είχε και έχει κατά συνέπεια απόλυτη νομοθετική εξουσία να προχωρήσει στη ψήφιση και δημοσίευση κάθε νέου Καταστατικού της Χάρτη. Ο νέος Καταστατικός Χάρτης περιλαμβάνει 92 άρθρα, που χωρίζονται σε εννέα κεφάλαια. Όπως σε όλες τις Ορθόδοξες εκκλησίες, έτσι και στην κυπριακή εκκλησία καθιερώθηκε το Μητροπολιτικό-Συνοδικό σύστημα. Μέχρι και την περίοδο της Φραγκοκρατίας στην Κύπρο φαίνεται ότι υφίστανται δεκατέσσερις Ορθόδοξες επισκοπές.

Η Απονομή της Εκκλησιαστικής Δικαιοσύνης ρυθμίστηκε με το νέο Καταστατικό Χάρτη, καθώς και η εκδίκαση εκκλησιαστικών αδικημάτων κληρικών και λαϊκών. Παρόμοιες λεπτομερειακές ρυθμίσεις δεν υπήρχαν στον Καταστατικό Χάρτη του έτους 1980, με την απονομή της δικαιοσύνης να επαφίεται στη διακριτική ουσιαστικά εξουσία του οικείου Επισκόπου και της Ιεράς Συνόδου. Το Παράρτημα (Β) του Καταστατικού Χάρτη προχωρεί στην καθιέρωση διατάξεων Γενικού Μέρους ουσιαστικού εκκλησιαστικού ποινικού δικαίου, στα άρθρα 1-12 του Παραρτήματος (Β), ως και εκκλησιαστικής ποινικής δικονομίας, στα άρθρα 1-54. Η καθιέρωση λεπτομερών διατάξεων ποινικής δικονομίας, οι οποίες μάλιστα παραπέμπουν και σε αναλογική εφαρμογή των διατάξεων της πολιτειακής περί Ποινικής Δικονομίας νομοθεσίας, κρίθηκε θετική. Σε αρκετά σημεία οι κανόνες ποινικής δικονομίας που προβλέπονται στο νέο Καταστατικό Χάρτη θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως πιο σύγχρονοι ακόμα και σε σχέση με τον αντίστοιχο πολιτειακό νόμο, ενώ η δυνατότητα του κατηγορουμένου να έχει συνήγορο της επιλογής του είναι οπωσδήποτε ευπρόσδεκτη. Επιπρόσθετα διαμορφώνεται γενικό μέρος του εκκλησιαστικού ποινικού δικαίου, στο οποίο εκτίθενται για πρώτη φορά στην ιστορία Καταστατικών της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ζητήματα όπως το άδικο της πράξης, η άρση του, ο καταλογισμός, ο δόλος και η πλάνη, η απόπειρα, η συμμετοχή και η επιμέτρηση της ποινής. Δημιουργείται επίσης ρητή καθιέρωση, για πρώτη φορά στην ιστορία της κυπριακής Ορθόδοξης Εκκλησίας, του δικαιώματος εκκλήτου ενώπιον του Οικουμενικού Πατριάρχη σε περίπτωση καταδίκης αρχιερέων σε καθαίρεση ή έκπτωση. Τα πιο πάνω θέματα αναλύονται σε έκταση.

Για το Οικογενειακό Δίκαιο, ο νέος Καταστατικός Χάρτης της Ορθόδοξης Εκκλησίας επιζητεί την καινοτομία μέσα από τη μη συμπερίληψη οποιωνδήποτε ρυθμίσεων που αφορούν στη λειτουργία εκκλησιαστικών δικαστηρίων, γεγονός που ουσιαστικά συνεπάγεται τη κατάργηση των εκκλησιαστικών δικαστηρίων για θέματα διαζυγίου. Η εν λόγω τροποποίηση είναι εξαιρετικής σημασίας, εφόσον είναι η πρώτη φορά απ’ τη περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που δεν θα λειτουργούν στην Κύπρο εκκλησιαστικά δικαστήρια για θέματα οικογενειακών σχέσεων. Με τη κατάργηση των εκκλησιαστικών δικαστηρίων και τη μη αναφορά λόγω διαζυγίου στον Καταστατικό Χάρτη, ο Καταστατικός Χάρτης είναι θεωρητικά πλήρως εναρμονισμένος με το άρθρο 111 του Συντάγματος του Κράτους ως προς το θέμα του διαζυγίου.

Επίσης, το άρθρο 87 του νέου Καταστατικού Χάρτη έχει εναρμονιστεί με τις διατάξεις του περί Απόπειρας Συνδιαλλαγής και Πνευματικής Λύσης του Γάμου νόμου 22/1990. Πριν επομένως απ’ την έγερση αίτησης διαζυγίου, οι σύζυγοι θα εξακολουθούν να αποστέλλουν τη γνωστοποίηση προς τον Επίσκοπο της συνήθους διαμονής αυτών (εκτός αν ο λόγος διαζυγίου τους είναι η φρενοβλάβεια ή η αφάνεια), αλλά πλέον ο Επίσκοπος θα προβαίνει σε απόπειρα συνδιαλλαγής. Η απόπειρα συνδιαλλαγής γίνεται με αυτοπρόσωπο παράσταση των συζύγων, χωρίς να είναι επιτρεπτή η παράσταση μέσω αντιπροσώπου ή στην παρουσία συνηγόρου.

Αν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που καθιστούν αδύνατη τη συμμετοχή ενός συζύγου στην απόπειρα της συνδιαλλαγής, τότε ο Αρχιερέας δύναται να επιτρέψει όπως μη διεξαχθεί η απόπειρα συνδιαλλαγής. Η διαδικασία θα πρέπει εξάλλου να ολοκληρώνεται εντός τριμήνου απ’ την υποβολή της γνωστοποίησης. Μετά την παρέλευση τριών μηνών απ’ τη λήψη της γνωστοποίησης και στην περίπτωση που η απόπειρα συνδιαλλαγής αποτύχει, όπως ισχύει και σήμερα, έκαστος απ’ τους συζύγους δικαιούται να εγείρει αγωγή, για λύση του γάμου ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου, παρουσιάζοντας πλέον είτε τη βεβαίωση του Επισκόπου, ως προς την αποτυχία της απόπειρας συνδιαλλαγής, ή ακόμα και αν δεν έχει εκδοθεί οποιαδήποτε βεβαίωση. Η Εκκλησία διατήρησε επίσης το δικαίωμά της για χορήγηση της πνευματικής λύσης του γάμου.

Τρίτο μέρος.

Σημαντική συνδρομή στη μελέτη του θέματος της εκκλησιαστικής περιουσίας και της διαχείρισης αυτής, παρείχαν οι οικονομικές και άλλες προσωπικότητες της Κύπρου. Η Ιερά Σύνοδος προχώρησε στην κατ’ άρθρον ψήφιση του νέου Καταστατικού Χάρτη και στη δημοσίευσή του με ειδική εγκύκλιο την 23η Νοεμβρίου 1979. Αργότερα, όταν στις 12 Νοεμβρίου έτους 2006 ενθρονίστηκε ο νέος Αρχιεπίσκοπος ο Χρυσόστομος Β΄, όπως προαναφέραμε, έθεσε ως άμεση προτεραιότητα τη ριζική τροποποίηση του Καταστατικού Χάρτη της Ορθόδοξης εκκλησίας της Κύπρου. Στην πρώτη συνεδρία της Ιεράς Συνόδου υπό την προεδρία του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Β΄ που διεξήχθη στις 20 Νοεμβρίου 2006, συνεστήθη επιτροπή με τη προεδρία του Μητροπολίτη Μόρφου και τη συμμετοχή του Χωρεπισκόπου Τριμυθούντος, η οποία είχε ως έργο την αναθεώρηση του Καταστατικού Χάρτη της εκκλησίας, με τη συμμετοχή νομικών και κανονολόγων.[4] Ενός καθηγητού θεολογίας και δύο καθηγητών νομικής, καθώς και του τέως Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας Αλέκου Μαρκίδη. Στην συντακτική επιτροπή προσετέθη μεταγενέστερα και ο πρωτοπρεσβύτερος Χρυσόστομος Νάσσης, ενώ συμμετείχαν άτυπα, ο Διευθυντής του κεντρικού εκκλησιαστικού Ταμείου και του Ελεκτικού Τμήματος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής και ο Νομικός Σύμβουλος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής, με τις γνωματεύσεις τους επί των συγκεκριμένων θεμάτων που αφορούσαν το νέο Καταστατικό Χάρτη. Τελικά ψηφίστηκε από την Ιερά Σύνοδο και τέθηκε σε ισχύ κατά την πανηγυρική συνεδρία της Ιεράς Συνόδου στις 13 Σεπτεμβρίου 2010, η οποία έγινε αποδεκτή με τη δημόσια παρουσία και της πολιτικής ηγεσίας της νήσου.

Η νομοθετική εξουσία αναγνωρίζεται στην εκκλησία της Κύπρου και στο άρθρο 111§ 1 του Συντάγματος του Κράτους όπως αναφέραμε, στο οποίο ορίζεται πως ο εκκλησιαστικός νόμος διέπει ορισμένους περιοριστικά αναφερόμενους θεσμούς του οικογενειακού δικαίου των μελών της Ορθόδοξης κυπριακής εκκλησίας. Γίνεται έκδηλο ότι ο συνταγματικός νομοθέτης δεν θέλησε να περιορίσει με οποιοδήποτε τρόπο τα προνόμια της Ελληνικής Ορθόδοξης εκκλησίας να ρυθμίζει και να διοικεί τις εσωτερικές της υποθέσεις και την περιουσία της. Έτσι ώστε, μοναδικό συνταγματικά θεμιτό περιορισμό συναποτελεί η προϋπόθεση ότι οι διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη, απλά δεν θα πρέπει να αντίκεινται στους Ιερούς Κανόνες. Ο μόνος συνταγματικά περιορισμός στο αποκλειστικό δικαίωμα της εκκλησίας να νομοθετεί είναι η συμφωνία των νέων εκκλησιαστικών διατάξεων με τους Ιερούς Κανόνες, οι οποίοι έχουν επαυξημένη τυπική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 110 § 1 του ισχύοντος Συντάγματος του Κράτους. Άρα η εκκλησία νομοθετεί ελεύθερα, εφόσον οι νέες διατάξεις που θεσπίζει δεν αντιβαίνουν στους Ιερούς Κανόνες που είναι παραδεκτοί απ’ το σύνολο των Ορθοδόξων εκκλησιών. Η Ορθόδοξη εκκλησία της Κύπρου είχε και έχει τη νομική και νομοθετική εξουσία να προχωρήσει στη ψήφιση και δημοσίευση κάθε νέου Καταστατικού της Χάρτη. Ο νέος Καταστατικός Χάρτης της συμπεριλαμβάνει 92 άρθρα, που διαχωρίζονται σε εννέα κεφάλαια. Περιέχει και τρία μακροσκελή Παραρτήματα (Α). Πίνακας Ενοριών, Κοινοτήτων και Μονών των Επαρχιών, (Β). Εκκλησιαστικό Ποινικό Δίκαιο, (Γ). Διαχείριση Εκκλησιαστικής Περιουσίας.

Απ’ τις σημαντικότερες καινοτομίες που θα μπορούσαμε να πούμε εκ του νέου Καταστατικού Χάρτη είναι: (Α). Η Αύξηση των Επισκοπικών Περιφερειών. Όπως και σε άλλες Ορθόδοξες εκκλησίες, έτσι και στην κυπριακή εκκλησία καθιερώθηκε το Μητροπολιτικό – Συνοδικό σύστημα, με αύξηση θέσεων επισκόπων. Μέχρι και την περίοδο της Φραγκοκρατίας στην Κύπρο φαίνεται ότι υπάρχουν δεκατέσσερις Ορθόδοξες επισκοπές. Όμως, με τη γνωστή Διάταξη Κυπρία – Bulla ή Constitutio Cypria, που εξέδωσε ο Πάπας Αλεξάνδρος Δ΄ στις 3 Ιουλίου έτους 1260 για τη νομική θέση και υπόσταση της Ορθόδοξης Εκκλησίας υπό τη Φραγκική κατοχή και κυριαρχία, οι δεκατέσσερις Ορθόδοξες επισκοπές, δυστυχώς τότε θα μειωθούν σε μόνο τέσσερις, δήθεν ως αιτιολογία για να ανταποκρίνονται στον περιορισμένο τότε αριθμό των ορθοδόξων πιστών, όσο και στα στενότερα γεωγραφικά όρια με τις αντίστοιχες λατινικές επισκοπές Κύπρου. Στη περίοδο της Τουρκοκρατίας, επί αρχιεπισκοπίας Νικηφόρου (1639 – 1674), ο αριθμός των ορθόδοξων επισκοπών παγιώθηκε σε τέσσερις. Αυτές ήταν, της Αρχιεπισκοπής με έδρα τη σημερινή Λευκωσία, της Μητρόπολης Πάφου, της Μητρόπολης Κιτίου με έδρα τη σημερινή Λάρνακα και της Μητρόπολης Κυρηνείας.

Το καθεστώς αυτό διατηρήθηκε αναλλοίωτο αργότερα και επί της κυριαρχίας και κατοχικής περιόδου της Αγγλοκρατίας. Τελικά, οι επισκοπικές περιφέρειες μεταβλήθηκαν μετά την εκκλησιαστική κρίση του έτους 1972 – 1973. Κατόπιν, ασκώντας το δικαίωμά της η Εκκλησία «τα ίδια οικονομείν», η Ιερά Σύνοδος Κύπρου αποφάσισε να αυξήσει τις επισκοπικές περιφέρειες από τέσσερις σε έξι, τροποποιώντας το άρθρο 17 του Καταστατικού του έτους 1914. Η αύξηση των επισκοπικών περιφερειών διενεργήθηκε με διαδικασία που δεν προβλεπόταν ρητά στο Καταστατικό και η οποία στηρίχθηκε στην αιτιολογική επίκληση των Ιερών Κανόνων. Καθώς επίσης και στο ίδιον δικαίωμα της Ορθόδοξης εκκλησίας να διαχειρίζεται τις εσωτερικές της υποθέσεις χωρίς πολιτειακή επέμβαση, ένα δικαίωμα που κατοχυρώνεται στο άρθρο 110 § 1 του κυπριακού Συντάγματος. Η απόφαση για αύξηση του αριθμού των επισκοπικών περιφερειών λήφθηκε με τη συνοδική απόφαση της 13ης Αυγούστου έτους 1973. Οι δύο νέες επισκοπικές περιφέρειες που προστέθηκαν ήταν η Μητρόπολη Λεμεσού και η Μητρόπολη Μόρφου. Ο αριθμός των επισκοπικών περιφερειών παρέμεινε ο ίδιος και στον Καταστατικό Χάρτη του έτους 1980. Μετά την εκλογή του Αρχιεπισκόπου Χρυσόστομου Β΄ τέθηκε ως προτεραιότητα η απόκτηση κυριαρχικά πλήρους Συνόδου, πλήρους αριθμού συνοδικών εκπροσώπων, από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου, κι αυτό μέσα από την ύπαρξη συνολικά δεκατριών Επισκοπών. Στις 12 Φεβρουαρίου 2007, αποφασίστηκε από την Ιερά Σύνοδο η κατ’ επίκληση του άρθρου 4 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας Κύπρου, η αύξηση των Μητροπόλεων και Χωρεπισκοπών της Κύπρου σε δώδεκα συνολικά.

Συγκεκριμένα, αποφασίστηκε να συσταθούν οι νέες Μητροπόλεις Κωνσταντίας-Αμμοχώστου, Μυριανθούσης, Ταμασού – Ορεινής και Τριμυθούντος και επιπλέον όπως στην υφιστάμενη Χωρεπισκοπή Αρσινόης προστεθεί η Χωρεπισκοπή Καρπασίας. Τα όρια και οι ενορίες και οι κοινότητες των νέων Μητροπόλεων και Χωρεπισκοπών καθορίστηκαν στην επόμενη συνεδρία της Ιεράς Συνόδου στις 19 Φεβρουαρίου 2007.

Ο νέος Καταστατικός Χάρτης επιφέρει τις νέες διοικητικές νομικές πραγματικότητες, όπως προβλέπονται στο άρθρο 2 αυτού, ότι η Εκκλησία απαρτίζεται απ’ την Αρχιεπισκοπή, τις Μητροπόλεις Πάφου, Κιτίου, Κυρηνείας, Λεμεσού, Μόρφου, Κωνσταντίας-Αμμοχώστου, Κύκκου και Τηλλυρίας, Ταμασού και Ορεινής, Τριμυθούντος και τις Επισκοπές Καρπασίας, Αρσινόης και Αμαθούντος. Οι Επίσκοποι Καρπασίας, Αρσινόης και Αμαθούντος είναι επαρχιούχοι Επίσκοποι με διοικητικές και ποιμαντικές ευθύνες υπό την πνευματική και διοικητική εποπτεία των αντίστοιχων Μητροπολιτών εντός της επισκοπικής περιφέρειας των οποίων θα δρουν. Εντός των ορίων της Ιεράς Αρχιεπισκοπής βρίσκεται η επισκοπή Καρπασίας, η Επισκοπή Αρσινόης εντός των ορίων της Μητρόπολης Πάφου και η Επισκοπή Αμαθούντος εντός των ορίων της Μητρόπολης Λεμεσού. Τα όρια εκάστης επισκοπικής περιφέρειας εξειδικεύονται στο Παράρτημα (Α) του νέου Καταστατικού Χάρτη. Με την εισαγόμενη ρύθμιση ότι η Εκκλησία αποκτά πλήρη κυριαρχούσα Σύνοδο, πλήρη αριθμό εκπροσώπων επισκόπων και έκτοτε απαλλάσσεται από την ενδεχόμενη ανάγκη της προσφυγής σε άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες για τη λύση των τυχόν εσωτερικών προβλημάτων της μέσω της σύγκλησης του νομικού τύπου των Διευρυμένων Συνόδων.

Με τις νέες διατάξεις ο ρόλος του λαού είναι να παρέχει τη συγκατάθεσή του ως προς την εκλογή του προτεινόμενου Αρχιεπισκόπου μέσα από την υπόδειξη τριών κυρίων ονομάτων που θα τυγχάνουν της εκ των προτέρων έγκρισης του, αλλά και να συμβουλεύσει την Ιερά Σύνοδο ως προς τον υποψήφιο που προτιμά, εφόσον μέσα από τη διεξαγωγή των εκλογών θα διαφανεί ποιος από τους τρεις υποψηφίους που προτείνονται τυγχάνει της συναίνεσής του.

Με το νέο Καταστατικό Χάρτη ρυθμίστηκε λεπτομερώς η εκδίκαση και των εκκλησιαστικών αδικημάτων εκ των κληρικών και λαϊκών. Παρόμοιες λεπτομερειακές νομικές ρυθμίσεις δεν υπήρχαν στον Καταστατικό Χάρτη του έτους 1980, με την απονομή της δικαιοσύνης να επαφίεται στη διακριτική ουσιαστικά εξουσία του οικείου Επισκόπου και της Ιεράς Συνόδου. Το Παράρτημα (Β) του Καταστατικού Χάρτη προχωρεί στην καθιέρωση διατάξεων Γενικού Μέρους ουσιαστικού εκκλησιαστικού ποινικού δικαίου, με τα άρθρα 1-12 του Παραρτήματος (Β), ως και της εκκλησιαστικής ποινικής δικονομίας με τα άρθρα 1-54. Η καθιέρωση λεπτομερών διατάξεων ποινικής δικονομίας, οι οποίες μάλιστα παραπέμπουν και σε αναλογική εφαρμογή των διατάξεων της πολιτειακής περί Ποινικής Δικονομίας νομοθεσίας, κρίνεται ως θετική.

Τέταρτο Μέρος.

Οι κανόνες της ποινικής δικονομίας που προβλέπονται στο νέο Καταστατικό Χάρτη μπορούν να θεωρηθούν ως σύγχρονοι νομικοί κανόνες ακόμα και σε σχέση με τον αντίστοιχο κρατικό – πολιτειακό νόμο, με τη δυνατότητα του κατηγορουμένου να έχει συνήγορο της επιλογής του. Επιπρόσθετα διαμορφώνεται το γενικό μέρος του εκκλησιαστικού ποινικού δικαίου, στο οποίο πρωτότυπα εκτίθενται για πρώτη φορά στην ιστορία των Καταστατικών της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ζητήματα όπως το άδικο της πράξης, η άρση του, ο καταλογισμός, ο δόλος και η πλάνη, η απόπειρα, η συμμετοχή και η επιμέτρηση της ποινής. Καθιερώνεται για πρώτη φορά στην ιστορία της κυπριακής Ορθόδοξης Εκκλησίας και του δικαιώματος του εκκλήτου ενώπιον του Οικουμενικού Πατριάρχη σε περίπτωση καταδίκης αρχιερέων σε καθαίρεση ή έκπτωση.[5]

Χαρακτηριστικά το τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας σε συνεργασία με το Κυπριακό Ινστιτούτο Σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας διοργάνωσαν από τις 3 Ιουνίου 2011 ένα επιστημονικό συνέδριο με θέμα: «Ο Νέος Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Κύπρου», με σκοπό του συνεδρίου που ήταν η ολοκληρωμένη αποτίμηση των διατάξεων του νέου Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου. Η θέσπιση ενός νέου Καταστατικού Χάρτη για την Εκκλησία της Κύπρου είναι ένα ιστορικό και νομικό γεγονός, το οποίο πάντα παρουσιάζει εξαιρετικό ιστορικό, νομικό, πολιτικό και εκκλησιαστικό ενδιαφέρον. Το οικογενειακό δίκαιο μέσα στο νέο Καταστατικό Χάρτη της Ορθόδοξης Εκκλησίας καινοτομεί μέσα από τη μη συμπερίληψη οποιονδήποτε άλλων ρυθμίσεων που αφορούν στη λειτουργία εκκλησιαστικών δικαστηρίων, γεγονός που ουσιαστικά στη πράξη συνεπάγεται τη κατάργηση των εκκλησιαστικών δικαστηρίων για τα θέματα του διαζυγίου. Τα εκκλησιαστικά δικαστήρια για τα διαζύγια καταργήθηκαν και η ρύθμιση αυτή είναι εξαιρετικής σημασίας, αφού γίνεται για πρώτη φορά μετά απ’ τη περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Με τη κατάργηση των εκκλησιαστικών δικαστηρίων και τη μη αναφορά λόγω διαζυγίου στον Καταστατικό Χάρτη, ο νέος Καταστατικός Χάρτης είναι πλήρως εναρμονισμένος με το άρθρο 111 του Συντάγματος του σύγχρονου Κυπριακού Κράτους ως προς το θέμα του διαζυγίου.

Το άρθρο 87 του νέου Καταστατικού Χάρτη έχει εναρμονιστεί με τις διατάξεις του περί την Απόπειρα Συνδιαλλαγής και Πνευματικής Λύσης του Γάμου του νόμου 22/1990. Πριν επομένως από την έγερση αίτησης διαζυγίου, οι σύζυγοι θα εξακολουθούν να αποστέλλουν τη γνωστοποίηση προς τον Επίσκοπο της συνήθους διαμονής αυτών, εκτός κάποιου συζύγου σε περίπτωση φρενοβλάβειας ή αφάνειας. Ο Επίσκοπος οφείλει να προβαίνει σε απόπειρα της συνδιαλλαγής. Η απόπειρα συνδιαλλαγής γίνεται με αυτοπρόσωπο παράσταση των συζύγων, χωρίς να είναι επιτρεπτή η παράσταση μέσω αντιπροσώπου ή την παρουσία συνηγόρου. Αν καθίσται αδύνατη η συμμετοχή ενός συζύγου στην απόπειρα συνδιαλλαγής, τότε ο Αρχιερέας δύναται να επιτρέψει όπως μη διεξαχθεί η απόπειρα συνδιαλλαγής. Η διαδικασία θα πρέπει εξάλλου να ολοκληρώνεται εντός τριμήνου απ’ την υποβολή της γνωστοποίησης. Μετά την παρέλευση των τριών μηνών από τη λήψη της γνωστοποίησης και στην περίπτωση που η απόπειρα συνδιαλλαγής αποτύχει, όπως ισχύει και σήμερα, έκαστος από τους συζύγους δικαιούται να εγείρει την νόμιμη αγωγή για τη λύση του γάμου ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου του Κράτους, παρουσιάζοντας τη βεβαίωση του Επισκόπου ως προς την αποτυχία της απόπειρας συνδιαλλαγής, ή ότι δεν έχει εκδοθεί οποιαδήποτε βεβαίωση.[6]

Τα Οικογενειακά Δικαστήρια του Κράτους έχουν αποκλειστική δικαιοδοσία για την εκδίκαση αιτήσεων διαζυγίου, γονικής μέριμνας, διατροφής και περιουσιακών διαφορών μεταξύ συζύγων που είναι Ορθόδοξοι χριστιανοί. Για πρόσωπα που ανήκουν σε κάποια από τις άλλες θρησκευτικές ομάδες που υπάρχουν στη Κύπρο, δηλαδή των Αρμενίων, Μαρωνιτών και Λατίνων, δικαιοδοσία για τα πιο πάνω θέματα έχει το Οικογενειακό Δικαστήριο Θρησκευτικών Ομάδων, που έχει ανάλογη σύνθεση κατά το δυνατόν. Λειτουργούν 3 Οικογενειακά Δικαστήρια, ένα για τη Λευκωσία και Κερύνεια, ένα για τη Λεμεσό και Πάφο και ένα για τη Λάρνακα και Αμμόχωστο. Λειτουργεί επίσης (1) Οικογενειακό Δικαστήριο Θρησκευτικών Ομάδων για ολόκληρη την Κύπρο, με έδρα τη Λευκωσία. Οι υποθέσεις ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου εκδικάζονται υπό μονομελή σύνθεση, εκτός από τις αιτήσεις διαζυγίου για τις οποίες η σύνθεση είναι τριμελής. Η Ορθόδοξη Εκκλησία διατήρησε επίσης το δικαίωμά της για χορήγηση της πνευματικής λύσης του γάμου.

Επίλογος.

Οι σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας στη Κύπρο πάντοτε θα βρίσκονται και μάλιστα πολύ συχνά στην κορυφή της επικαιρότητας για όλη τη κοινωνία της νήσου. Οι δέκατες τρίτες εκλογές που διεξήχθηκαν πρόσφατα στις 5 Φεβρουαρίου 2023 για την ανάδειξη του νέου Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας[7] έφεραν για άλλη μια φορά στο προσκήνιο και τις σχέσεις του Κράτους με την Εκκλησία της Κύπρου. Η διαδικασία ανάδειξη των επισκόπων, των μητροπολιτών αλλά και του Αρχιεπισκόπου, όπως ορίζεται μετά την τελευταία αναθεώρηση του Καταστατικού Χάρτη, αλλά και με τα νέα κενά που δημιουργήθηκαν κατά τη γνώμη των νομικών, είναι φλέγοντα ζητήματα τα οποία ως πολύ σημαντικά καλείται να διαχειριστεί και ο νέος Αρχιεπίσκοπος κ. Γεώργιος. Ως ένας θεσμός πολύ βαθιά συνδεδεμένος με την κυπριακή κοινωνία, όπου η Εκκλησία θεωρείται ότι επηρεάζει σε κάποιο βαθμό, άλλοτε μεγαλύτερο και άλλοτε μικρότερο και τη στάση κάποιας μερίδας του λαού σε διάφορα κοινωνικά ζητήματα. Μάλιστα συζητείται δημόσια και η επιρροή της Εκκλησίας σε διορισμούς κρατικών αξιωματούχων, όπως π.χ. του Κύπριου Υπουργού της Παιδείας και άλλων. Συνεπώς η Ορθόδοξη Εκκλησίας της Κύπρου αποτελεί μοναδικό παγκόσμιο νομοκανονικό φαινόμενο εξέτασης που πάντοτε έχει τη δική του κανονική αξία, αλλά και δημόσια επικαιρότητα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

Αλιβιζάτος Αμίλκας, «Το Αυτοκέφαλον της Εκκλησίας της Κύπρου εν Περιπτώσει Ενώσεως της Κύπρου μετά της Μητρός Ελλάδος», Θεόδωρος Παπαδόπουλος και Μενέλαος Χριστοδούλου (επ), Πρακτικά του Πρώτου Διεθνούς Κυπρολογικού Συνεδρίου, τομ. Γ (Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών, Λευκωσία, 1973).

Αιμιλιανίδης Κ. Αχχιλεύς / Κατσαρός Β. Κώστας, Ο Νέος Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Κύπρου, Κύπρος 2013.

Ανδρούτσου Χρήστου, Εκκλησία και Πολιτεία εξ επόψεως Ορθοδόξου, Θεσσαλονίκη 1964.

Δαμασκηνού Ιωάννου, Περί των αγίων εικόνων 12, PG 94,1296: «Ου βασιλέων εστί νομοθετείν τη Εκκλησία Βασιλέων εστίν η πολιτική ευπραξία. η δε εκκλη­σιαστική κατάστασις ποιμένων και διδασκάλων». Του αυτού, αυτόθι 16, PG 94,1301-1304: «Ου δέχομαι βασιλέα τυραννικώς την ιερωσύνην αρπάζοντα… ου πείθομαι βασιλικοίς κανόσι διατάττεσθαι την Εκκλησίαν, αλλά πατρικαίς παραδόσεσι, εγγράφοις τε και αγράφοις». Για τον άγιο Θεόδωρο Στουδίτη ο Βίος Νικήτα ηγουμένου της Μονής Μηδικίου, Acta Sanctorum, Aprilis 3, σ. XXIX διασώζει την εξής απάντηση προς τον αυτοκράτορα Λέοντα Ε’: «Μη παράλυε, ω βασιλεύ, εκκλησιαστικήν κατάστασιν· είρηκε γαρ ο Απόστολος, και ους μεν έθετο ο Θεός εν τη Εκκλησία, πρώτον αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον ποιμένας και διδασκάλους, προς τον καταρτισμόν των α­γίων, ουκ είρηκε βασιλείς. Σοι μεν, ω βασιλεύ, επιστεύθη η πολιτι­κή κατάστασις και το στρατόπεδον· τούτων φρόντιζε, και την Εκκλησίαν έασον ποιμέσι και διδασκάλοις κατά τον Απόστολον». Βλ. σχετικά Β. Τσίγκου, Εκκλησιολογικές θέσεις του Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου. Αυθεντία και πρωτείο, Θεσσαλονίκη 1999.

Ζήση Θεόδωρου (πρωτ.), Η αλήθεια για την εκκλησιαστική περιουσία. Η αρχαία πράξη για την εκκλησιαστική περιουσία και οι παραβάτες της, Θεσσαλονίκη 1977, εκδ. Αδελφότητος «Λυδία». Του αυτού, Οι λαϊκοί στην Ορθόδοξη Εκκλησία, Θεσσαλονίκη 1989.

Ζήση Θεόδωρου (πρωτ.), Η σωτηρία του ανθρώπου και του κόσμου κατά τον Άγιον Ιωάννην Χρυσόστομον, Θεσσαλονίκη 19973, σελ. 163-167, όπου σε ιδιαίτερη ενότητα με τίτλο «Η πολιτεία και οι λοιπαί μορφαί εξουσίας» αναπτύσσεται η σχετική προβληματική, ως και η μελέτη του καθηγητού Κ. Μουρατιδου, Η ουσία και το πολίτευμα της Εκκλησίας κατά την διδασκαλίαν Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Αθήναι 1958.

Ζήση Θεόδωρου (πρωτ.), https://www.impantokratoros.gr/ekklhsia-politeia.el.aspx

Κονιδάρης Ι.,/Αιμιλιανίδης Α., Στοιχεία Ελληνικού και Κυπριακού Εκκλησιαστικού Δικαίου, Αθήνα 2016.

Κονιδάρη Γ. – Κωνσταντινίδου Εμμ., – Μπούμη Παν., – Χριστινάκη Παν., «Γνωμοδότησις περί της αντικανονικότητος και αντισυνταγματικότητος του Ν. 1700/87», ανάτυπο του περιοδικού Εκκλησία, Αθήναι 1987.

Μαρίνου Αναστασίου, Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας (υπό το Σύνταγμα του 1975 και τον νέον Καταστατικόν Χάρτην της Εκκλησίας της Ελλάδος), Αθήναι 1984.

Μεταλληνού Γεωργ. (πρωτ.), Εκκλησία και Πολιτεία στην Ορθόδοξη Παράδοση, Αθήνα 1977, έκδ. Ι. Μητροπόλεως Μεσσηνίας – Καλαμάτα. Μια θαυμάσια ιστορικο/κανονική ανάπτυξη και διερεύνηση, με σύγχρονη βιβλιογραφική υποστήριξη στο ως άνω έργο.

Χριστινακή Παναγιώτη, Αι εις βάρος της Ορθοδόξου Εκκλησίας «καινοτομίαι» του νέου Συντάγματος, Αθήναι 1975.

Μουρατίδου Κ., Εκκλησία-Πολιτεία-Σύνταγμα, Αθήναι 1975. Του ιδίου, Μουρατιδου Κ., Η ουσία και το πολίτευμα της Εκκλησίας κατά την διδασκαλίαν Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Αθήναι 1958. Μουρατίδου Κων., «Εάλω η Εκκλησία;», Κοινωνία α’ τεύχος 1987 και ανάτυπο.

Μητροπολίτου Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου Προκοπίου, Εκκλησία και Σύνταγμα, Καβάλα 1985. Του αυτού, Συστήματα σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας. Μορφαί του χωρισμού, Καβάλα 1987.

Φειδά Βλάση, «Γνωμοδοτήσεις για τις διατάξεις του Νόμου 1700/87», ανάτυπο του περιοδικού Εκκλησία, Αθήναι 1987. Του ιδίου, Βυζάντιο. Βίος – Θεσμοί – Κοινωνία – Εκκλησία – Παιδεία – Τέχνη, Αθήναι 1997.

Χρήστου Π., «Ο βασιλεύς και ο ιερεύς εις το Βυζάντιον», Κληρονομία 3 (1971).

Χρυσοστόμος, Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, Εισαγωγική Έκθεση στο Νέο Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου (1979) 40, Απόστολος Βαρνάβας – Κύπρος.

Γιαννακόπουλου, Βυζαντινή Ανατολή και Λατινική Δύση! Δύο κόσμοι της Χριστιανοσύνης στο Μεσαίωνα και στην Αναγέννηση. Μελέτες στην Εκκλησιαστική και Πολιτιστική Ιστορία, Αθήναι 1966.

Λέξεις Κλειδιά: Κύπρος, Ορθοδοξία, Δίκαιο, Κανονικό και Εκκλησιαστικό

ΠΕΡΙΛΗΨΗ:

Η Εκκλησία της Κύπρου μνημονεύεται στα Δίπτυχα ως η πρώτη απ’ τις δεκαπέντε Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες. Απ’ το 431 μ.Χ., με απόφαση της Γ’ Οικουμενικής Συνόδου με τον 8ο κανόνα, αναγνωρίστηκε ως ανεξάρτητη και αυτοκέφαλη, πρώτη στην ιεραρχική τάξη μετά τα Πρεσβυγενή Πατριαρχεία. Ως πρώτος Επίσκοπος, υπήρξε ο Απόστολος Βαρνάβας. Ο αυτοκράτορας Ζήνων χορήγησε τρία ξεχωριστά προνόμια για τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου: να υπογράφει με κόκκινο μελάνι, να φέρει πορφυρούν μανδύα κατά τις ακολουθίες και να κρατεί Αυτοκρατορικό Σκήπτρο αντί της Ποιμαντορικής Ράβδου, έως και τον 76ο έως σήμερα Αρχιεπίσκοπο που φέρει το τίτλο: Νέας Ιουστνιανής και Πάσης Κύπρου. Η Ιερά Σύνοδος αποτελεί την ανωτάτη αρχή της Εκκλησίας της Κύπρου και ενεργεί με το Καταστατικό Χάρτη, που στηρίζεται στους Ιερούς Κανόνες, σε συνήθειες και σε προνόμια που είχαν παραχωρηθεί με βεράτια. Η πολιτική μεταβολή που συντελέστηκε με την υπαγωγή της Κύπρου υπό αγγλική κατοχή, καθιστούσε αναγκαία πλέον και τη γραπτή καταγραφή των όρων. Σύμφωνα με το άρθρο 138 του Καταστατικού του 1914, η ισχύς του άρχισε απ’ την ημέρα της δημοσίευσης. Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄, εισηγήθηκε επιτροπή από νομικούς με σκοπό την επίτευξη νέας αναθεώρησης, αλλά δεν παρουσίασαν καμιά εργασία έως το 1961, με δεδομένο πως η περίοδος αυτή χαρακτηρίστηκε από έντονη αγωνιστικότητα, η οποία απ’ το 1955 είχε μορφή ένοπλου αγώνα με στόχο την απελευθέρωση της Κύπρου απ’ την αποικιοκρατία και την ένωσή της με την Ελλάδα. Τελικά η σύνταξη νέου Καταστατικού Χάρτη έγινε το 1980. Σε σχετικές συσκέψεις παρέστησαν ο Υπουργός Οικονομικών, ο Γενικός Εισαγγελέας, ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, και επιχειρηματίες, έτσι ψηφίστηκε απ’ την Ιερά Σύνοδο και τέθηκε σε ισχύ κατά την πανηγυρική συνεδρία της Ιεράς Συνόδου το  2010, η οποία έγινε με παρουσία όλης της πολιτικής ηγεσίας της νήσου. Σύμφωνα με το άρθρο 110 § 1 του Κυπριακού Συντάγματος η ρύθμιση και διοίκηση των εσωτερικών υποθέσεων της Εκκλησίας και της περιουσίας της γίνεται σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες και το Καταστατικό Χάρτη. Η νομοθετική εξουσία αναγνωρίζεται στην Εκκλησία της Κύπρου και στο άρθρο 111 § 1 του Κυπριακού Συντάγματος, στο οποίο ορίζεται πως ο εκκλησιαστικός νόμος διέπει ορισμένους περιοριστικά αναφερόμενους θεσμούς του οικογενειακού δικαίου για τα μέλη της Ορθόδοξης κυπριακής εκκλησίας. Ο ρόλος του λαού είναι να παρέχει τη συγκατάθεσή του ως προς την εκλογή του προτεινόμενου Αρχιεπισκόπου μέσα απ’ την υπόδειξη τριών ονομάτων. Για την απονομή της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης, με το νέο Καταστατικό Χάρτη ρυθμίστηκε λεπτομερώς η εκδίκαση εκκλησιαστικών αδικημάτων κληρικών και λαϊκών, ενώ παρόμοιες λεπτομερειακές ρυθμίσεις δεν υπήρχαν στον Καταστατικό Χάρτη του 1980. Η καθιέρωση διατάξεων ποινικής δικονομίας, οι οποίες μάλιστα παραπέμπουν και σε αναλογική εφαρμογή των διατάξεων της πολιτειακής και κρατικής νομοθεσίας περί Ποινικής Δικονομίας, κρίνεται ως θετική κι ως πιο σύγχρονη ακόμα και σε σχέση με τον αντίστοιχο κρατικό πολιτειακό νόμο, ενώ η δυνατότητα του κατηγορουμένου να έχει συνήγορο της επιλογής του είναι οπωσδήποτε ευπρόσδεκτη. Για πρώτη φορά στην ιστορία των Καταστατικών της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ρυθμίζονται ζητήματα όπως το άδικο της πράξης, η άρση του, ο καταλογισμός, ο δόλος και η πλάνη, η απόπειρα, η συμμετοχή και η επιμέτρηση της ποινής. Δημιουργείται για πρώτη φορά στην ιστορία της κυπριακής Ορθόδοξης Εκκλησίας, του δικαιώματος του εκκλήτου ενώπιον του Οικουμενικού Πατριάρχη. Για το Οικογενειακό Δίκαιο, καινοτομεί μέσα απ’ τη κατάργηση των εκκλησιαστικών δικαστηρίων για θέματα διαζυγίου, πρώτη φορά απ’ τη περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, κι είναι πλήρως εναρμονισμένο με το άρθρο 111 του Κυπριακού Συντάγματος ως προς το θέμα του διαζυγίου. Πάραυτα η Εκκλησία διατήρησε επίσης το δικαίωμά της για χορήγηση πνευματικής λύσης του γάμου.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:

[1]Τμήμα εισήγησης με κάποιες εδώ προσθαφαιρέσεις σε Διεθνές Συνέδριο για το Κράτος και την Εκκλησία, στη Νομική Σχολή Κραγκούγιεβατς (16-9-2023) υπό του Ακαδημαϊκού & Professor Dr. Alexios Panagopoulos – Political Sciences and Law (Academician Prof. DDDr. P-doc. Dr.Habil. Alexios Panagopoulos). Director EPLO – European Public Law Organization, in B&H and Montenegro (from 2021 – today). Μember World Jurist Association (WJA) USA – Washington. Phd of Political Sciences and Law of the State University in Belgrade (2009). Master of Law of the State University in Belgrade (1994). Phd of Bioethics in Hippocrates, in Institute of Saint Gregory via Collaborative Agreement with Nikola Tesla Union University (2018). Phd of Theology of the State University of East Sarajevo (2007). Academician – Ordinary member of the Academy – International Slavic Academy of Sciences, Moscow and Belgrade (MCA), (from 26.12.2018 – today) – voted : Czech Republic, Poland, Ukrania, Russia, Belorus, Bulgaria and Serbia. Post-Doc with a scholarship from the Government of Serbia and Greece, at the State Law Faculty in Belgrade (2010-2011 year). Relations between State and Church. Habil. – Dr.Habilitation a level thesis in PTF (2013). A fellow of the German Academy of Sciences (DAAD) at the University of Munich (2010). Scholarship holder at Champezy Geneva for Postgraduate Seminars (1993).

[2]Βλ. Αλιβιζάτος Αμ., «Το Αυτοκέφαλον της Εκκλησίας της Κύπρου εν Περιπτώσει Ενώσεως της Κύπρου μετά της Μητρός Ελλάδος», Θεόδωρος Παπαδόπουλος και Μενέλαος Χριστοδούλου (επ), Πρακτικά του Πρώτου Διεθνούς Κυπρολογικού Συνεδρίου, τομ. Γ (Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών, Λευκωσία, 1973), σελ. 27-28. Βλ. Αιμιλιανίδης Αχ., Ο Νέος Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Κύπρου, Κύπρος 2013. Πρβλ. Δαμασκηνού Ιωάννου, Περί των αγίων εικόνων 12, PG 94,1296: «Ου βασιλέων εστί νομοθετείν τη Εκκλησία, Βασιλέων εστίν η πολιτική ευπραξία. η δε εκκλη­σιαστική κατάστασις ποιμένων και διδασκάλων». Του αυτού, αυτόθι 16, PG 94,1301-1304: «Ου δέχομαι βασιλέα τυραννικώς την ιερωσύνην αρπάζοντα… ου πείθομαι βασιλικοίς κανόσι διατάττεσθαι την Εκκλησίαν, αλλά πατρικαίς παραδόσεσι, εγγράφοις τε και αγράφοις». Για τον άγιο Θεόδωρο Στουδίτη ο Βίος Νικήτα ηγουμένου της Μονής Μηδικίου, Acta Sanctorum, Aprilis 3, σ. XXIX διασώζει την εξής απάντηση προς τον αυτοκράτορα Λέοντα Ε’: «Μη παράλυε, ω βασιλεύ, εκκλησιαστικήν κατάστασιν· είρηκε γαρ ο Απόστολος, και ους μεν έθετο ο Θεός εν τη Εκκλησία, πρώτον αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον ποιμένας και διδασκάλους, προς τον καταρτισμόν των α­γίων, ουκ είρηκε βασιλείς. Σοι μεν, ω βασιλεύ, επιστεύθη η πολιτι­κή κατάστασις και το στρατόπεδον· τούτων φρόντιζε, και την Εκκλησίαν έασον ποιμέσι και διδασκάλοις κατά τον Απόστολον». Βλ. σχετικά Β. Τσίγκου, Εκκλησιολογικές θέσεις του Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου. Αυθεντία και πρωτείο, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 238. Βλ. Ζήση Θεόδωρου (πρωτ.), Η σωτηρία του ανθρώπου και του κόσμου κατά τον Άγιον Ιωάννην Χρυσόστομον, Θεσσαλονίκη 19973, σελ. 163-167, όπου σε ιδιαίτερη ενότητα με τίτλο «Η πολιτεία και οι λοιπαί μορφαί εξουσίας» αναπτύσσεται η σχετική προβληματική, ως και η μελέτη του καθηγητού Κ. Μουρατιδου, Η ουσία και το πολίτευμα της Εκκλησίας κατά την διδασκαλίαν Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Αθήναι 1958.

[3]Βλ. Κονιδάρης Ι., Στοιχεία Ελληνικού και Κυπριακού Εκκλησιαστικού Δικαίου, Αθήνα 2016. Πρβλ. Κονιδάρη Ι., «Γνωμοδότησις περί της αντικανονικότητος και αντισυνταγματικότητος του Ν. 1700/87», ανάτυπο του περιοδικού Εκκλησία, Αθήναι 1987. Βλ. Μαρίνου Αναστασίου, Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, Αθήναι 1984, σελ. 16-17. Βλ. Μεταλληνού Γ., (πρωτ.), Εκκλησία και Πολιτεία στην Ορθόδοξη Παράδοση, Αθήνα 1977, έκδ. Ι. Μητροπόλεως Μεσσηνίας – Καλαμάτα. Μια θαυμάσια ιστορικο/κανονική ανάπτυξη και διερεύνηση, με σύγχρονη βιβλιογραφική υποστήριξη στο ως άνω έργο. Βλ. Μητροπολίτου Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου Προκοπίου, Εκκλησία και Σύνταγμα, Καβάλα 1985. Του αυτού, Συστήματα σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας. Μορφαί του χωρισμού, Καβάλα 1987. Βλ. Φειδά Βλάση, «Γνωμοδοτήσεις για τις διατάξεις του Νόμου 1700/87», ανάτυπο του περιοδικού Εκκλησία, Αθήναι 1987. Του ιδίου, Βυζάντιο. Βίος – Θεσμοί – Κοινωνία – Εκκλησία – Παιδεία – Τέχνη, Αθήναι 1997, σελ. 150. Βλ.  Χρήστου Π., «Ο βασιλεύς και ο ιερεύς εις το Βυζάντιον», Κληρονομία 3 (1971) 1-25.

[4]Πρβλ. Χρυσοστόμος, Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, Εισαγωγική Έκθεση στο Νέο Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου (1979) 40, Απόστολος Βαρνάβας – Κύπρος.

[5]Τα πιο πάνω θέματα αναλύονται σε έκταση (και με διαφορετικές απόψεις απ’ τους Ι.Κονιδάρη, Γ. Πουλή, Η. Στεφάνου, κ.ά., σε άρθρα τους.

[6] Για το ζήτημα βλέπε άρθρα των Κ.Κατσαρού και Σ. Λιασίδη.

[7] https://www.orthodoxianewsagency.gr/aytokefales_ekklisies/ekklisia_kiprou/kypros-oi-sxeseis-ekklisias-politeias-sto-epikentro-kai-ton-proedrikon-eklogon/