Τότε έφριξε και τα ‘χασε ο αββάς Ζωσιμάς όταν άκουσε να τον φωνάζει με το όνομά του!

21 Απριλίου 2024

Άγιος Ζωσιμάς και η Αγία Μαρία η Αιγυπτία.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

[Αγίου] Σωφρονίου Ιεροσολύμων
Ο βίος της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας

[…]

10. Καθώς [ο αββάς Ζωσιμάς] έψαλλε και κοιτούσε στον ουρανό συνέχεια, βλέπει στο δεξιό μέρος από τον τόπο όπου προσευχόταν την έκτη ώρα, να εμφανίζεται κάποια σκιά, σαν να ήταν από ανθρώπινο σώμα. Στην αρχή ταράχθηκε νομίζοντας ότι βλέπει δαιμονικό φάντασμα και φοβήθηκε πολύ.

Αφού όμως έκανε το σημείο του σταυρού και έδιωξε τον φόβο – η προσευχή του ήδη βρισκόταν στο τέλος –, στρέφει τα μάτια του και βλέπει πράγματι κάποιον να βαδίζει προς τον νότο. Ήταν γυμνό αυτό που έβλεπε με μαυρισμένο σώμα, σαν να είχε μαυρίσει από το κάψιμο του ήλιου, με άσπρα μαλλιά στο κεφάλι, που έμοιαζαν με το μαλλί του προβάτου, κι αυτά λίγα, ώστε να μην κατεβαίνουν στο σώμα παρακάτω από τον λαιμό.

Μόλις είδε λοιπόν αυτό ο Ζωσιμάς, σαν να ενθουσιάστηκε από την ευχαρίστηση και να γέμισε χαρά από το παράδοξο θέαμα, άρχισε να τρέχει προς το μέρος εκείνο προς το οποίο προχωρούσε βιαστικά κι αυτό που έβλεπε. Η χαρά του ήταν ανέκφραστη, γιατί σ’ όλο το διάστημα εκείνων των ημερών δεν είχε συναντήσει μορφή ανθρώπου η άλλου ζώου, πτηνού η χερσαίου, ούτε καν τη σκιά τους. Ήθελε λοιπόν να μάθει ποιος και από που ήταν αυτός που έβλεπε, ελπίζοντας ότι θα γίνει θεατής κάποιων μεγάλων μυστηρίων.

 

11. Μόλις όμως εκείνο αντιλήφθηκε τον Ζωσιμά να έρχεται από μακριά, άρχισε να τρέχει προς το εσωτερικό της ερήμου. Τότε κι ο Ζωσιμάς, σαν να ξέχασε τα γηρατειά του, κι ακόμα χωρίς να λογαριάσει καθόλου την κούραση από την οδοιπορία, έβαλε όλες του τις δυνάμεις, γιατί βιαζόταν να φθάσει αυτό που τον απέφευγε. Κι αυτός μεν έτρεχε για να το φθάσει, εκείνο όμως έφευγε καταδιωκόμενο.

Όμως ο Ζωσιμάς ήταν ταχύτερος και σιγά-σιγά πλησίαζε αυτό που έφευγε. Όταν πλέον πλησίασε αρκετά, ώστε να μπορεί να ακουστεί καλά και η φωνή, άρχισε να φωνάζει ο Ζωσιμάς και να λέει δακρυσμένος·
«Γιατί με αποφεύγεις τον γέρο και αμαρτωλό, δούλε του αληθινού Θεού; Περίμενε με, όποιος κι αν είσαι, για τον Θεό, για τον οποίο κατοίκησες αυτήν την έρημο. Περίμενέ με τον αδύνατο και ανάξιο, για την ελπίδα που έχεις ότι θα λάβεις ανταπόδοση αυτού του τόσου μεγάλου κόπου σου. Στάσου και δώσε ευχή και ευλογία σ’ εμένα τον γέροντα, για τον Θεό, που δεν αποστρέφεται ποτέ κανέναν».

Ενώ έλεγε αυτά με δάκρυα ο Ζωσιμάς, βρέθηκαν κι οι δυο τους, καθώς έτρεχαν, σε μια τοποθεσία, που το σχήμα της ήταν σαν ξερός χείμαρρος. Δεν μου φαίνεται ότι πράγματι ήταν κάποτε χείμαρρος – γιατί πως είναι δυνατόν σ’ εκείνη την περιοχή να εμφανισθεί χείμαρρος – αλλά η τοποθεσία συνέπεσε να έχει τέτοια μορφή.

 

12. Καθώς λοιπόν ήρθαν στον τόπο που αναφέραμε, εκείνο που έφευγε κατέβηκε και πάλι ανέβηκε στην απέναντι πλευρά, ενώ ο Ζωσιμάς κουρασμένος και μην μπορώντας να τρέχει άλλο σταμάτησε στο άλλο μέρος του τόπου που έμοιαζε με χείμαρρο και πρόσθεσε στα δάκρυα κι άλλα δάκρυα και στις κραυγές κι άλλες κραυγές, ώστε οι θρήνοι να ακούγονται καθαρά πλέον και σαν από πολύ κοντά.

Τότε εκείνο το σώμα που έφευγε μίλησε και είπε·
«Αββά Ζωσιμά, συγχώρεσέ με για τον Κύριο, δεν μπορώ να στραφώ πίσω και να σου εμφανισθώ έτσι με το πρόσωπο, γιατί είμαι γυναίκα και μάλιστα γυμνή, καθώς βλέπεις, και έχω ακάλυπτη τη ντροπή του σώματός μου. Αλλά εάν πάντως θέλεις να χαρίσεις σε αμαρτωλή γυναίκα μια ευχή, ρίξε μου το παλιό ρούχο που φοράς, για να καλύψω μ’ αυτό τη γυναικεία ασθένεια και τότε θα στραφώ σε σένα και θα πάρω τις ευχές σου».

Τότε έφριξε και τα ‘χασε ο Ζωσιμάς, καθώς έλεγε, όταν άκουσε πριν λίγο να τον φωνάζει με το όνομά του, Ζωσιμά. Γιατί, καθώς ο γέροντας ήταν εξασκημένος στην πνευματική αντίληψη και γεμάτος σοφία όσον αφορά τα θεία πράγματα, κατάλαβε ότι δεν θα ήταν δυνατόν να τον φωνάξει με το όνομά του, τη στιγμή που ποτέ δεν τον είδε και ποτε δεν Ακουσε γι’ αυτόν, εάν δεν ήταν κοσμημένη ολοφάνερα με το προορατικό χάρισμα.

 

13. Εκτελούσε λοιπόν γρήγορα την παράκλησή της και βγάζοντας το παλιό και ζαρωμένο ράσο που είχε, της το έδωσε ρίχνοντάς το προς τα πίσω. Εκείνη το πήρε και έντυσε τον εαυτό της όσο ήταν δυνατόν και αφού κάλυψε έτσι μερικά μέρη του σώματος, που ήταν ανάγκη να καλυφθούν περισσότερο από τα άλλα, τότε γυρίζει προς τον Ζωσιμά και του λέει·
«Γιατί σου φάνηκε καλό, αββά Ζωσιμά, να έρθεις να δεις μια αμαρτωλή γυναίκα; Τι περιμένοντας να μάθεις η να δεις από μένα, δεν δίστασες να κάνεις τόσο κόπο;».

Τότε ο Ζωσιμάς γονάτισε και ζητούσε να λάβει ευλογία, κατά τη συνήθεια, αλλά κι αυτή βάζει μετάνοια, κι ήταν κι οι δυο τους γονατιστοί ζητώντας ο ένας να ευλογήσει τον άλλο. Και δεν θα άκουγε κανείς να λένε κι οι δυο τους τίποτε άλλο, παρά το Ευλόγησον. Αφού πέρασε πολύ ώρα, είπε η γυναίκα στον Ζωσιμά·
«Αββά Ζωσιμά, σε σένα ταιριάζει να ευλογήσεις και να ευχηθείς, γιατί εσύ έχεις τιμηθεί με το αξίωμα του πρεσβυτέρου κι από πολλά χρόνια υπηρετείς το άγιο θυσιαστήριο και πολλές φορές έχεις προσφέρει τα θεία Δώρα».

Τα λόγια αυτά έβαλαν τον Ζωσιμά σε μεγαλύτερο φόβο και αγωνία και καθώς ο γέροντας ήταν γεμάτος τρόμο, περιβρεχόταν απ’ τον ιδρώτα και στέναζε και διακοπτόταν η φωνή του. Της λέει λοιπόν με κομμένη φωνή και λαχανιασμένος·
«Κι απ’ αυτό μόνο το ήθος σου, πνευματική μητέρα, γίνεται φανερό ότι βρίσκεσαι κοντά στον Θεό και και τα το μεγαλύτερο μέρος έχεις πεθάνει για τον κόσμο. Αυτό το επιβεβαιώνει το χάρισμα που σου δόθηκε, ώστε να με φωνάζεις με το όνομά μου και να με πεις πρεσβύτερο, τη στιγμή που ποτέ δεν με έχεις ξαναδεί. Επειδή όμως η χάρη δεν φανερώνεται από τα αξιώματα, αλλά συνηθίζει να χαρακτηρίζεται από την ψυχική κατάσταση, εσύ ευλόγησέ με, για το όνομα του Κυρίου, και δώσε ευχή σε μένα που έχω ανάγκη από τη δική σου τελειότητα».

 

Από το βιβλίο του Δημητρίου Γ. Τσάμη, «Μητερικόν», τόμος α’, των εκδόσεων της Αδελφότητας «Η Αγία Μακρίνα», Θεσσαλονίκη 1990.