Εγκυμοσύνη

2 Αυγούστου 2021

Υπάρχουν ιοί και παράσιτα που μπορούν να προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα στην μέλλουσα μητέρα και στο έμβρυο. Κάποια από αυτά μπορεί να αποβούν μοιραία για το νεογέννητο και την φυσιολογική του διάπλαση στο μέλλον.


Κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης, η μέλλουσα μητέρα μπορεί να προσβληθεί από μία πληθώρα μικροοργανισμών-ιών και παράσιτων. Οι περισσότεροι από αυτούς τους μικροοργανισμούς δεν θα προκαλέσουν καμία επιπλοκή, και η δράση τους θα είναι τελείως ασυμπτωματική. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν παράσιτα και ιοί που μπορούν να προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα τόσο στην εγκυμονούσα, όσο και στο αγέννητο βρέφος. Στο άρθρο αυτό θα αναλύσουμε τις επιπλοκές που μπορούν να προκαλέσουν διάφοροι μικροοργανισμοί και πως μπορεί να προφυλαχθούν η εγκυμονούσα και το έμβρυο από αυτούς.

Τοξόπλασμα

Το τοξόπλασμα (Toxoplasma gondii) είναι ένα παράσιτο, το οποίο μπορεί να μολύνει σχεδόν όλα τα θηλαστικά. Το 90% των μολύνσεων από τοξόπλασμα είναι ασυμπτωματικές, επομένως η έγκαιρη πρόληψη καθώς και ο προγεννητικός έλεγχος είναι απαραίτητοι πριν από την εγκυμοσύνη. Το τοξόπλασμα υφίσταται με την μορφή κύστεων, οι οποίες παραμένουν ανενεργοί στους ιστούς ενός ενδιάμεσου ξενιστή, όπως είναι οι γάτες –για παράδειγμα στους λεμφαδένες, στους μύες, στον εγκέφαλο, στους πνεύμονες και στο ήπαρ– και η νόσος που προκαλεί στο έμβρυο είναι γνωστή ως «συγγενής τοξοπλάσμωση».

Υπάρχουν τρεις τρόποι με τους οποίους το τοξόπλασμα μπορεί να μεταδοθεί στους ανθρώπους. Ο πιο συχνός τρόπος μετάδοσης του παράσιτου στους ανθρώπους γίνεται με την κατανάλωση ωμού ή μισοψημένου κρέατος. Έχει βρεθεί ότι οι παθογόνες κύστεις του τοξοπλάσματος υπάρχουν στο 8% του βοδινού κρέατος, καθώς επίσης και στο 20% του χοιρινού και του αρνίσιου. Δεύτερον, οι κύστεις μπορούν να περάσουν στον οργανισμό από τα κόπρανα μέσω της ρινοφαρυγγικής κοιλότητας και της πεπτικής οδού, αρχίζοντας με λοίμωξη στο έντερο. Τρίτον, το τοξόπλασμα μπορεί να μεταδοθεί και μέσω της μετάγγισης αίματος, αν και κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά σπάνιο.

Σε ό,τι αφορά το έμβρυο, το τοξόπλασμα μπορεί να μεταδοθεί από την μητέρα, μέσω του πλακούντα. Κάτι τέτοιο, βέβαια, θα συμβεί μόνο σε περίπτωση που η μητέρα νοσήσει από τοξόπλασμα για πρώτη φορά. Οι γυναίκες οι οποίες είχαν νοσήσει στο παρελθόν από τοξόπλασμα έχουν αρκετά αντισώματα για να προφυλαχθούν σε περίπτωση που προσβληθούν από αυτό κατά την διάρκεια της κύησης. Όσο πιο αργά στην εγκυμοσύνη συμβεί η συγγενής τοξοπλάσμωση, τόσο πιο ανώδυνη θα είναι για το έμβρυο.

Τα συμπτώματα του τοξοπλάσματος στην εγκυμονούσα (καθώς και σε οποιοδήποτε ασθενή) περιλαμβάνουν τα εξής: πυρετό σε σχετικά χαμηλά επίπεδα, κόπωση, πονοκέφαλο και τραχηλική λεμφαδενοπάθεια. Αλλα συμπτώματα τα οποία είναι σπάνια, αλλά μπορούν να προκαλέσουν σοβαρές επιπλοκές, είναι η εγκεφαλίτιδα, η μυοκαρδίτιδα, η ηπατίτιδα και η πνευμονία. Η συγγενής τοξοπλάσμωση μπορεί να οδηγήσει σε αποβολή του εμβρύου αλλά και σε μία πληθώρα παρενεργειών στο ίδιο το έμβρυο, όπως είναι η χοριοαμφιβληστροειδίτιδα (η οποία μπορεί να παρουσιαστεί πολλά χρόνια μετά την γέννηση), η διανοητική καθυστέρηση, η υδροκεφαλία, η μικροκεφαλία και, τέλος, η επιληψία.

Για να αποφευχθεί η συγγενής τοξοπλάσμωση, η εγκυμονούσα πρέπει να ακολουθήσει κάποιους κανόνες, οι οποίοι απαγορεύουν την κατανάλωση ωμού ή μισοψημένου κρέατος και άπλυτων ωμών λαχανικών. Ακόμα, η χρήση γαντιών επιβάλλεται όταν η εγκυμονούσα έρθει σε άμεση επαφή με ωμό κρέας ή χώμα. Τέλος, εάν στο περιβάλλον υπάρχουν γάτες, θα πρέπει να αποφεύγονται.

Παρβοϊός Β19

Ο παρβοϊός Β19 είναι ένας μικρός DNA ιός, ο οποίος ανήκει στην οικογένεια των Παρβοϊών (Parvoviridae), και είναι το μοναδικό μέλος της οικογένειας αυτής που είναι παθογόνο στον άνθρωπο. Η μετάδοση του ιού γίνεται συνήθως μέσω αναπνευστικών σταγονιδίων, μέσω προϊόντων του αίματος και από το ίδιο το αίμα, καθώς και από την μητέρα στο έμβρυο. Ο ρόλος του ιού είναι η παρεμπόδιση του μηχανισμού της αιμοποίησης, αφού μολύνει κυρίως τους «προγόνους» των ερυθρών κυττάρων.

Η μόλυνση από τον παρβοϊό Β19 παρατηρείται σε όλο τον κόσμο, και κυρίως την άνοιξη, ενώ οι επιδημίες λαμβάνουν χώρα κάθε τέσσερα χρόνια. Τα συμπτώματα της νόσου του ιού στην εγκυμονούσα αρχίζουν έπειτα από 10-14 ημέρες από την πρώτη επαφή με τον ιό και περιλαμβάνουν πυρετό, αρθραλγία, κόπωση, πονοκέφαλο και εξάπλωση ενός χαρακτηριστικού κηλιδοβλατιδώδους ερυθήματος.

Η νόσος στο έμβρυο μπορεί να είναι ασυμπτωματική, αλλά συνήθως συνδέεται με διάφορες επιπλοκές. Το πιο συνηθισμένο σύμπτωμα που μπορεί κανείς να παρατηρήσει στο έμβρυο είναι αναιμία, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε καρδιακή ανεπάρκεια. Πιο σπάνια, παρατηρούνται νευρολογικές διαταραχές, που περιλαμβάνουν εγκεφαλοπάθεια, εγκεφαλίτιδα και μηνιγγίτιδα. Τέλος, η λοίμωξη από τον παρβοϊό Β19 μπορεί να προκαλέσει μέχρι και θάνατο του εμβρύου.

Οι ομάδες που κινδυνεύουν περισσότερο από την λοίμωξη του παρβοϊού Β19 είναι οι δάσκαλοι των δημοτικών σχολείων, οι υπάλληλοι των παιδικών σταθμών, καθώς επίσης και οι έγκυες που έχουν ήδη παιδιά, διότι ο ιός συναντάται συχνά στις μικρές ηλικίες. Σε ό,τι αφορά την προφύλαξη από τον παρβοϊό Β19, δεν υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες που να μπορεί να ακολουθήσει μία εγκυμονούσα, πέρα από το να αποφεύγει τους κλειστούς χώρους την χρονική περίοδο των επιδημιών, δηλαδή την άνοιξη. Το εμβόλιο κατά του ιού βρίσκεται σε πειραματικό στάδιο, και μέχρι στιγμής φαίνεται να είναι αποτελεσματικό και ασφαλές.

Κυτταρομεγαλοϊός

Ο κυτταρομεγαλοϊός (Cytomegalovirus είναι ένας γονιδιακά μεγάλος DNA ιός, ο οποίος ανήκει στην οικογένεια των Ερπητοϊών (Herpesviridae). Έχει παρατηρηθεί ότι μολύνει το 60% των εγκύων στις ανεπτυγμένες χώρες και το 90% των εγκύων στις αναπτυσσόμενες.

Ο ιός αυτός μπορεί να απομονωθεί σε πολλά βιολογικά υλικά, όπως είναι το αίμα, τα ούρα, το σάλιο. Επομένως, μία έγκυος μπορεί εύκολα να μολυνθεί από τον ιό, είτε από τον σεξουαλικό της σύντροφο, είτε από οποιονδήποτε από το στενό της περιβάλλον. Μία έγκυος μπορεί να μεταδώσει τον ιό στο έμβρυο, μέσω του πλακούντα σε οποιαδήποτε εβδομάδα της κύησης ή μέσω των γεννητικών εκκρίσεων κατά την διάρκεια της γέννας. Επίσης, ο κυτταρομεγαλοϊός μπορεί να μεταδοθεί από την λεχώνα στο νεογέννητο μέσω του θηλασμού.

Στην πλειονότητά τους οι λοιμώξεις από τον κυτταρομεγαλοϊό είναι ασυμπτωματικές, ενώ ένα μικρό ποσοστό των ασθενών μπορεί να εμφανίσει πυρετό, οίδημα των λεμφαδένων, αμφιβληστροειδίτιδα ή ακόμα και μία ελαφριάς μορφή ηπατίτιδα. Στα έμβρυα, ο κυτταρομεγαλοϊός μπορεί να προκαλέσει μία σειρά συμπτωμάτων, τα οποία διακρίνονται σε παροδικά και μόνιμα. Στα παροδικά συμπτώματα συγκαταλέγονται ο ίκτερος, προβλήματα στο συκώτι, την σπλήνα και τους πνεύμονες, επιληψία και μικρό μέγεθος του νεογέννητου. Στα μόνιμα συμπτώματα συγκαταλέγονται η τύφλωση, η κώφωση, το μικρό μέγεθος του κρανίου, η διανοητική καθυστέρηση, ενώ υπάρχουν περιπτώσεις που η λοίμωξη από τον κυτταρομεγαλοϊό έχει προκαλέσει ακόμα και τον θάνατο του νεογνού.

Το αντιβιοτικό που είναι αποτελεσματικό στον κυτταρομεγαλοϊό είναι το Ganciclovir, το οποίο χορηγείται επιτυχώς στους ασθενείς. Παρ’ όλα αυτά, η χορήγησή του σε εγκύους αντενδείκνυται λόγω των σοβαρών παρενεργειών που μπορεί να έχει σε αυτές.

Ο τρόπος να αποφευχθεί η μετάδοση του κυτταρομεγαλοϊού είναι απλός και βασίζεται στην προσωπική υγιεινή που πρέπει να ακολουθείται από όλους και πολύ περισσότερο από τις εγκυμονούσες.

Ανεμευλογιά (Ερπης Ζωστήρας)

Ο ιός της ανεμευλογιάς, ή έρπης ζωστήρ, ανήκει –όπως και ο κυτταρομεγαλοϊός– στην οικογένεια των Ερπητοϊών. Ο ιός έχει δυο κλινικές εικόνες: η πρώτη επαφή με αυτόν έχει ως αποτέλεσμα την ανεμευλογιά, την γνωστή σε όλους παιδική ασθένεια, η οποία χαρακτηρίζεται από υψηλό πυρετό και εξάνθημα. Μία δεύτερη επαφή με τον ιό σε μεγαλύτερη ηλικία οδηγεί στην κλινική εικόνα του έρπητα ζωστήρα, που έχει ως κύριο χαρακτηριστικό την δημιουργία φυσαλίδων και έντονη νευραλγία. Αλλα συμπτώματα του ιού περιλαμβάνουν τον πονοκέφαλο και, αρκετά συχνά, μια τάση προς έμετο.

Όταν μία έγκυος προσβληθεί από τον ιό, μπορεί να τον μεταδώσει στο έμβρυο μέσω του πλακούντα. Εάν αυτό συμβεί στο πρώτο ή στο δεύτερο τρίμηνο της κύησης, ο ιός μπορεί να περάσει στο αναπτυσσόμενο νευρικό σύστημα του εμβρύου και να προκαλέσει μία συγγενή λοίμωξη (congenital varicella syndrome). Τα κλινικά χαρακτηριστικά του συνδρόμου αυτού είναι ατροφία των κάτω άκρων, καθώς και μία σειρά από οφθαλμικές και νευρολογικές ανωμαλίες.

Επίσης, εάν η μέλλουσα μητέρα έρθει σε επαφή με τον ιό το διάστημα μεταξύ των τεσσάρων ημερών πριν από την γέννα και των δυο ημερών μετά την γέννα, οι πιθανότητες να προσβληθεί και το νεογνό φτάνουν μέχρι και το 48%. Σε κάποιες από αυτές τις περιπτώσεις τα νεογνά φαίνονται υγιή για περίπου πέντε με δέκα ημέρες μετά την γέννηση, αλλά αργότερα εμφανίζουν τα κλινικά χαρακτηριστικά της λοίμωξης. Ο ιός μπορεί να επηρεάσει τους πνεύμονες και το ήπαρ, και να προκαλέσει λοιμώξεις στο κεντρικό νευρικό σύστημα.

Το εμβόλιο κατά της ανεμευλογιάς χρησιμοποιείται με επιτυχία, αλλά αντενδείκνυται στις εγκυμονούσες, καθώς ενδέχεται να προκαλέσει κάποια από τα ανεπιθύμητα συμπτώματα του ιού.

Ερυθρά

Η ερυθρά είναι ένας ιός RΝΑ που ανήκει στην οικογένεια των Τογκαϊών (Togaviridae). Μεταδίδεται μέσω σταγονιδίων με τον βήχα και το φτάρνισμα, και το 50% των ατόμων που προσβάλλονται από τον ιό δεν παρουσιάζουν κανένα σύμπτωμα. Χαρακτηριστική είναι η περίοδος επώασης της ερυθράς, η οποία μπορεί να φτάσει και τις 23 ημέρες. Κάποια από τα συμπτώματα του ιού είναι ο ήπιος πυρετός και ένα χαρακτηριστικό εξάνθημα, το οποίο εξαπλώνεται σε όλο το σώμα και το πρόσωπο. Η κλινική εικόνα περιλαμβάνει πολλές φορές συμπτώματα όπως η λεμφαδενοπάθεια, η επιπεφυκίτιδα, καθώς και αίσθημα κόπωσης. Η αρθραλγία και η αρθρίτιδα παρατηρούνται στο 70%, ή και παραπάνω, των ενηλίκων και εφήβων γυναικών που έχουν έρθει σε επαφή κι έχουν νοσήσει από τον ιό.

Κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης, η ερυθρά μπορεί να αποβεί μοιραία για το έμβρυο. Όπως και με τους άλλους ιούς που αναφέραμε πιο πάνω, η ερυθρά μπορεί να μεταδοθεί στο έμβρυο μέσω του πλακούντα. Εάν αυτό συμβεί στην αρχή της κύησης (δηλαδή από τον πρώτο μέχρι περίπου τον τέταρτο μήνα), υπάρχει μία αρκετά μεγάλη πιθανότητα, της τάξης του 20%, να παρατηρηθούν σοβαρές επιπλοκές στο έμβρυο. Οι επιπλοκές αυτές περιλαμβάνουν ανωμαλίες στην διάπλαση της καρδιάς και στο κεντρικό νευρικό σύστημα, καθώς και οφθαλμικά προβλήματα. Η συγγενής ερυθρά μπορεί στο μέλλον να προκαλέσει ορμονικές και καρδιαγγειακές παθήσεις, ενώ ενδέχεται να οδηγήσει σε πρώϊμο θάνατο το βρέφος.

Για να προφυλαχθεί από την ερυθρά, ειδικά σε περιόδους επιδημίας, η εγκυμονούσα πρέπει να αποφεύγει τους κλειστούς χώρους αλλά και την επαφή με παιδιά, καθώς η ίωση αυτή, όπως και η ανεμευλογιά, είναι πιο συχνές σε νεαρά άτομα. Το εμβόλιο κατά της ερυθράς περιλαμβάνεται στο γνωστό «τριπλό» ή MMR (Mumps-Measles-Rubella), το οποίο παρέχει ανοσία στην ερυθρά, την ιλαρά και την παρωτίτιδα.

Προληπτικοί έλεγχοι πριν από την κύηση

Όπως είδαμε, υπάρχουν κάποιοι ιοί και παράσιτα που μπορούν να προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα στην μέλλουσα μητέρα κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης, αλλά και στο έμβρυο. Κάποια από αυτά τα προβλήματα μπορεί να αποβούν μοιραία για το νεογέννητο και την φυσιολογική διάπλαση του οργανισμού του στο μέλλον. Ένας τρόπος να αποφευχθούν αυτές οι καταστάσεις είναι ο εμβολιασμός της μέλλουσας μητέρας, εφόσον αυτός είναι εφικτός, όπως για τους ιούς της ανεμευλογιάς και της ερυθράς. Εξυπακούεται ότι η χορήγηση του εμβολίου θα γίνει πριν από την κύηση, για να μην προκαλέσει τα συμπτώματα του εκάστοτε ιού στην έγκυο και το έμβρυο. Κατά την διάρκεια της κύησης, η εγκυμονούσα θα πρέπει να προσέχει την διατροφή και την προσωπική υγιεινή της, καθώς επίσης και να αποφεύγει πολυσύχναστους χώρους, ειδικά σε περιόδους όπου παρατηρούνται εξάρσεις των διαφόρων ιώσεων.

Τέλος, κάποιες προληπτικές εξετάσεις είναι το πιο σημαντικό βήμα που πρέπει να κάνει η μέλλουσα μητέρα, αρκετό καιρό πριν αποφασίσει να προχωρήσει σε εγκυμοσύνη. Με αυτόν τον τρόπο, θα μάθει σε ποιούς ιούς και ποιά παράσιτα δεν έχει ανοσία, έτσι ώστε να προγραμματίσει και τα αντίστοιχα εμβόλια. Μεγάλη σημασία έχει επίσης και η συνεχής παρακολούθηση των διαφόρων ιώσεων από τις οποίες μπορεί να έχει μολυνθεί η εγκυμονούσα, με ειδικές εξετάσεις γι’ αυτές.

Οι εξετάσεις αυτές οι οποίες γίνονται προληπτικά, εκτός από την αμιγώς ιατρική έχουν, έστω και έμμεσα μία ηθική διάσταση. Αποδεικνύουν στάση υπευθυνότητας της μέλλουσας εγκύου και της ιατρικής κοινότητας απέναντι στην ζωή του εμβρύου. Κατά αυτόν τον τρόπο αποσοβείται ο κίνδυνος εμφάνισης βιοηθικών διλημμάτων που αφορούν την άμβλωση ως διέξοδο, στην περίπτωση κατά την οποία ένας προγεννητικός έλεγχος δείξει ότι το έμβρυο πάσχει από κάποια ασθένεια η οποία ωστόσο θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί.

Παρατήρηση: το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στο τεύχος Νο 21 του περιοδικού ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ (Αύγουστος-Νοέμβριος 2006)