Προσβάσιμη σελίδα

Εμμανουήλ Περσυνάκης

Γεννήθηκε στην Νέα Ζίχνη Σερρών 9 Μαρτίου (των 40 Μαρτύρων) του έτους 1945 από τον Νικόλαο και την Αγγελική. Ο μεν πατέρας του κατήγετο από την Κρήτη, η δε μητέρα του από ένα μικρό χωριό την Αγριανή Σερρών. Ο παππούς από την μητέρα του, Βοζίκης, ήταν Μακεδονομάχος. Οι Βούλγαροι τον κατακρεούργησαν γιατί αρνήθηκε να προδώσει μυστικά του Ελληνικού στρατού. Τον μνημονεύει η Πηνελόπη Δέλτα στο βιβλίο της «Τα Μυστικά του Βάλτου». Ο Νικόλαος ήταν ράφτης στο επάγγελμα, τα χρόνια τότε δύσκολα και ως εκ τούτου τα οικονομικά της οικογένειας πολύ χαμηλά. Επαρκούσαν ίσα- ίσα για τα προς το ζην.

Ο Μανώλης, στα εφηβικά του χρόνια, άρχισε να δουλεύει ευκαίρως-ακαίρως όταν δεν είχε σχολείο, ώστε να βοήθα στα οικονομικά του σπιτιού. Τότε γνώρισε τον ιεροκήρυκα π. Γερβάσιο Ραπτόπουλο και μαζί με την μοναδική αδελφή του, Γαρυφαλιά, στράφηκαν στην εκκλησία ουσιαστικά. Ο Μανώλης ακολουθούσε παντού τον π. Γερβάσιο και τον υπηρετούσε πιστά. Ο ιεροκήρυκας βλέποντας ότι ό νέος έχει δυνατότητες, τον ώθησε να σπουδάσει στην Θεσσαλονίκη. Η φτώχεια όμως μεγάλη. Με μισή δραχμή στην τσέπη αναχώρησε από το σπίτι του για την Θεσσαλονίκη, για σπουδές. «Μόνον αυτά τα χρήματα έχω», του είπε ο πατέρας του φεύγοντας, το έτος 1965.

Με την βοήθεια του π. Γερβασίου τον φιλοξένησαν για όλη την διάρκεια των σπουδών στο Οικοτροφείο της «Απολύτρωσης». Σπούδασε Ηλεκτρονικός αλλά όλοι νόμιζαν πως είναι θεολόγος. Δύο δρόμους γνώριζε. Της Εκκλησίας και της Σχολής του. Παρακολουθούσε ανελλιπώς τον π. Συμεών Κραγιόπουλο στις συνάξεις και τις ακολουθίες. Παράλληλα μάθαινε Βυζαντινή Μουσική με τους επιφανείς μουσικούς της εποχής, Καραμάνη, Ταλιαδώρο, Θεοδοσόπουλο.

Ένα από τα σημαντικά γεγονότα της φοιτητικής του ζωής ήταν η γνωριμία του με το Άγιον Όρος. Ένας μοναχός της Ι. Μονής Διονυσίου ήταν στο νοσοκομείο χειρουργημένος και όταν ο Μανώλης έμαθε ότι ο συνοδός του δεν θα μπορούσε κάποια ήμερα να παραβρίσκεται στον ασθενή, έτρεξε να τον συμπαρασταθεί και να ξενυχτήσει δίπλα στον μοναχό. Ένας νέος ορίζοντας άνοιξε στον νεαρό φοιτητή. Ξεκίνησε τις επισκέψεις στο Άγιον Όρος όπου γνώρισε ενάρετους μοναχούς οι οποίοι τον βοήθησαν στην πορεία της ζωής του. Παράλληλα εντρυφούσε στα Αναλόγια με τους πατέρες που γνώριζαν την ψαλτική τέχνη (Δανιηλαίους, Θωμάδες, Φιρφιρή κ.ά.).

Η ζωή του πήρε νόημα και η ψαλτική έγινε η ζωή του. Έψαλλε ακατάπαυστα για τον Θεό και την Παναγία.

Τα χρόνια που τελείωσε την Ηλεκτρονική σχολή του Ευκλείδη ήταν περιζήτητοι οι τελειόφοιτοι ως γνώστες τέτοιων τεχνολογιών. Για τον λόγο ότι είχε και ιδιαίτερες επιδόσεις στην σχολή του, του έγινε αμέσως πρόταση από τον ΟΤΕ για υψηλόβαθμη θέση με τις μεγαλύτερες προϋποθέσεις για επαγγελματική εξέλιξη. Χάρηκε ο νέος ηλεκτρονικός αλλά τους έκανε με σοβαρότητα μια ερώτηση: «Τις Κυριακές θα μπορώ να πηγαίνω στην Εκκλησία;». Η απάντηση ήταν αρνητική, διότι τότε δεν είχε εξελιχθεί η αυτοματοποίηση των τηλεπικοινωνιών και το προσωπικό εργαζόταν και τις Κυριακές. Χωρίς δεύτερη σκέψη παραιτήθηκε της πρότασης.

Έτσι διορίστηκε στο Τεχνικό Λύκειο Πολυγύρου ως καθηγητής Ηλεκτρονικής. Εκεί διέμενε στο Οικοτροφείο της Μητροπόλεως, όπου υπεύθυνοι ήταν οι ιεροκήρυκες π. Θεόκλητος Μπόλκας και π. Γρηγόριος Παπασωτηρίου. Με τον δεύτερο ανέπτυξε ιδιαίτερη σχέση και έγινε πνευματικό τέκνο του. Μαζί πλέον πραγματοποιούσαν προσκυνήματα στο Άγιον Όρος, όπου ο π. Γρηγόριος γνώρισε στον Μανώλη τον όσιο Παΐσιο. Επίσης ξανασυνάντησε τον Γέροντα Ισαάκ τον Λιβανέζο ψάλτη, που τον γνώριζε από τα φοιτητικά του χρόνια, αλλά είχε χάσει τα ίχνη του. Οι επισκέψεις στην Παναγούδα αλλά και στην Καψάλα έγιναν συχνές. Πολλές φορές οι δύο Γέροντες (Παΐσιος και Ισαάκ) ανταπέδωσαν την επίσκεψη στο σπίτι του Εμμανουήλ, ο οποίος τους μετέφερε με το αυτοκίνητό του στις κατά καιρούς εξόδους τους.

Το 1973 παντρεύτηκε την συγχωριανή του δασκάλα Ναυσικά Ψαθοπούλου και μετά από λίγο εγκαταστάθηκαν ως εκπαιδευτικοί στα Ν. Μουδανιά. Απέκτησαν 4 παιδιά. Τα τρία πρώτα αγόρια πήγαιναν μαζί του διαρκώς στο Άγιον Όρος. Μυήθηκαν σιωπηλά στην ψαλτική τέχνη και στην προσευχή. Στην πλάτη κουβαλούσε το μικρότερο προκειμένου να μην χάσει καμμιά αγρυπνία. Δεν έφευγε από τον Ναό στις ατελείωτες Αγιορείτικες αγρυπνίες, έστω για λίγη ξεκούραση. Όταν επέστρεφε στο σπίτι, του. τα πόδια του ήταν πρησμένα.

Σημαντική ήταν η συμβολή του στο νεοϊδρυθέν από τον π. Γρηγόριο Ησυχαστήριο του Τιμίου Προδρόμου στην Μεταμόρφωση Χαλκιδικής, όπου είτε ως εργάτης, είτε ως ηλεκτρολόγος εγκαταστάσεων, είτε ως οικονόμος βοήθησε αφιλοκερδώς, ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια εγκατάστασης της αδελφότητας. Έπαιρνε ακόμη και από την Θεσσαλονίκη το λεωφορείο προκειμένου να φτάσει στην Μεταμόρφωση και να προσφέρει ό,τι μπορούσε.

Στην ζωή του γενικά δούλευε ακατάπαυστα πνευματικά και σωματικά. Πάν¬τα με πρόγραμμα. Δεν έχανε άδικα τον χρόνο του. Και ο ύπνος ήταν προγραμματισμένος. Έκανε με την σύζυγό του τις νυχθήμερες ακολουθίες στο εσωτερικό εκκλησάκι του σπιτιού και καλούσε γνωστούς του ιερείς για να τελέσουν είτε Αγιασμό, είτε Ευχέλαιο. Τα παιδιά παρακολουθούσαν όσο μπορούσαν. Δεν τα βίαζε. Συμμετείχε στα Μυστήρια της Εκκλησίας και προσπαθούσε να διορθώνει τον εαυτό του με την συχνή εξομολόγηση.

Ως καθηγητής ασχολήθηκε με τον συνδικαλισμό και δούλεψε δυναμικά για την αναβάθμιση της εκπαίδευσης. Δεν φειδόταν κόπους και πόνους. Βοηθούσε τους πάντες ανεξαρτήτως πολιτικής παρατάξεως. Το μόνο που ζητούσε ως «αντάλλαγμα» ήταν να παντρευτούν οι ανύπαντροι και να κάνουν παιδιά όσοι καθηγητές ήταν παντρεμένοι και δεν τεκνοποιούσαν. Ήταν τίμιος. Έλεγε: «Δεν αδίκησα κανέναν θεληματικά. Έκανα πάντα το καθήκον μου». Και με όλη αυτήν την στάση του στις εκλογές τον ψήφιζαν, όπως ήταν αναμενόμενο, όλοι με σχεδόν διπλάσια διαφορά, από τον δεύτερο αιρετό.

Ήταν άριστα κατηρτισμένος τόσο, που οι Νομικοί τον συμβουλεύονταν σε θέματα εκπαίδευσης. Μελετούσε πολύ. Πάλευε τίμια και σήκωνε λεβέντικα τις αδικίες που του έγιναν και ήταν πολλές. Ανελίχθηκε σε Διευθυντή του Τεχνικού Λυκείου Ν. Μουδανιών και μετά Προϊστάμενος Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του Νομού Χαλκιδικής. Πάντα όμως νομοταγής και ενσυνείδητος χριστιανός. Ποτέ δεν υπέκυψε σε παράνομες πιέσεις για συμφέροντα και ρουσφέτια ακόμη και αν τον πίεζαν βουλευτές ή και ο ίδιος ο Υπουργός Παιδείας. Η άμεμπτη ζωή του και οι καθ’ όλα νόμιμες ενέργειές του ήταν η ασπίδα του.

Ως ιεροψάλτης από τα εικοσιπέντε του χρόνια, φοιτητής, έψαλλε στον Ναό της Αγίας Θεοδώρας Θεσσαλονίκης. Τριάντα χρόνια στο ψαλτήρι της Ν. Τρίγλιας Χαλκιδικής στον Ναό της Παντοβασίλισσας και περίπου είκοσι χρόνια στα Ν. Μουδανιά στους Ναούς Αγίου Γεωργίου και Παναγίας Κορυφινής. Ασίγαστος πόθος του η χορωδιακή ψαλμωδία, ώστε όπως έλεγε «η προσωπική ψαλμωδία να γίνει ομαδική υμνωδία», πράγμα το οποίο κατόρθωσε στα Ν. Μουδανιά απαρτίζοντας το αναλόγιό του με χορωδία οκτώ ιεροψαλτών. Πάντα πρώτος στο ψαλτήρι. Περίμενε, δεν τον περίμεναν. Άδειες δεν έπαιρνε. Και τώρα δύο δρόμους ήξερε, της Υπηρεσίας του και του Ναού. Προσέφερε πολλά στην διακονία της Εκκλησίας και ίσως γι’ αυτό ο Θεός τον αξίωσε, ώστε το ένα του παιδί να γίνει μοναχός στο Άγιον Όρος και η αδελφή του να γίνει μοναχή στην Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Μεταμόρφωσης Χαλκιδικής.

Έχοντας καλλιεργημένον τον εθελοντισμό και τον ζήλο για το καλό της πατρίδος αποτέλεσε ιδρυτικό μέλος του Σωματείου ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ. Λόγω της εμπειρίας του βοήθησε σε θέματα οργανωτικά, διοικητικά, νομικά και παιδείας. Ανέλαβε τον τομέα της Βυζαντινής Μουσικής συμμετέχοντας ενεργά στην ομάδα ΨΑΛΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ και στην ομώνυμη εκδοτική σειρά στηρίζοντας ουσιαστικά την έκδοση των δύο πρώτων τόμων. Παράλληλα επί σει-ά ετών αρθρογραφούσε στο περιοδικό Ερώ καθώς και αλλού, κυρίως για θέματα της Ψαλτικής τέχνης.

Λίγο μετά τα εβδομήντα του χρόνια ασθένησε αιματολογικά με το μυελοδισπλαστικό σύνδρομο. Παλληκαρίσια πάλεψε τριάμιση χρόνια. Σαν μικρό παιδί παρακαλούσε τον γιατρό του, τον κ. Παπαϊωάννου Γ., να του επιτρέπει να ψάλλει μόνο τις Κυριακές και να πηγαίνει στο Άγιον Όρος. Ο γιατρός έλεγε: «Μα και αν σε απαγορεύσω δεν θα με ακούσεις!».

Όλα του τα χρόνια έψαλλε όρθιος. Τελευταία που ο αιματοκρίτης έφθασε στο 22 κουραζόταν και τον βλέπαμε να κάθεται. Τον τελευταίο μισό χρόνο που κινδύνευε και από τα πιο απλά μικρό¬βια και έπεσε στο κρεββάτι, έλεγε: «Τουλάχιστον να μπορώ να πηγαίνω στον Ναό».

Tο καλοκαίρι του 2019 μπήκε επειγόντως στο νοσοκομείο με οξεία λευχαιμία. Ήταν 13 Ιουνίου. Έκτοτε ήταν αδύνατον να ψάλλει αλλά ούτε και να παραβρίσκεται στον Ναό. Όταν ξεπέρασε την ισχυρή λευχαιμική κρίση αισθάνθηκε μια ευγνωμοσύνη προς τον όσιο Παΐσιο και υπαγόρευσε στον συνοδό του ένα Δοξαστικό ιδιόμελο προς τιμήν του Οσίου με βάση τους υμνογραφικούς κανόνες που του είχε μάθει ο π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης. Μετά από 44 ημέρες νοσηλείας, συνήλθε λίγο και επέστρεψε για μικρό χρονικό διάστημα στο σπίτι του όπου και υπέβαλε την παραίτησή του από την θέση του Πρωτοψάλτου. Μαζί με την παραίτηση έστειλε και μια αποχαιρετιστήρια επιστολή προς τους συνενορίτες του, η οποία αναγνώστηκε με βαθειά συγκίνηση από τον εφημέριο του Ναού στις 18 Αυγούστου 2019. Με έντονο αίσθημα αμφιβολίας αν διακόνησε κατά Θεόν στο Αναλόγιο ζητούσε δημόσια συγχώρεση από Κλήρο και λαό για τυχόν παραπτώματά του και παρακαλούσε να εύχονται για την σωτηρία της ψυχής του.

Από τότε, συγχωρεμένος με όλους, χωρίς να έχει με κάποιον κάτι κρατούμενο μέσα του και εξομολογημένος. κοινωνούσε στο νοσοκομείο ή στο σπίτι. Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια του. Δεν τον είδαμε άλλη φορά να κλαίει. Ο ιερέας του έλεγε να μην σηκώνεται. Αδύνατον! Μόνο την τελευταία Κυριακή κοινώνησε μισοκαθισμένος.

Όλο αυτόν τον καιρό δεν γόγγυσε ούτε παραπονέθηκε. Είχε πεντακάθαρο μυαλό μέχρι τέλους. Όταν έρχονταν επισκέπτες στο κρεββάτι του πόνου δεν μιλούσε. Μόνο με το χέρι του έδειχνε τον ουρανό. Λίγο πριν χάσει τις αισθήσεις του σήκωσε ικετευτικά τα χέρια του ψηλά και είπε τρεις φορές «φεύγω» και εκοιμήθη ειρηνικά στις 16 Οκτωβρίου 2019.

Σε όλη του την ζωή εύρισκε δικαιολογητικά για τους άλλους, όπως και η αδελφή του η μοναχή Μελάνη. Δεν έδινε συμβουλές, δεν έκανε παρατηρήσεις στα παιδιά του και δεν έκρινε. Κυρίως όμως δεν κρατούσε παράπονο ή κακία μέσα του για κανέναν, ακόμη και αν τον είχαν βλάψει. Με θαυμασμό το ομολογούν όσοι τον γνώρισαν.

Έλεγε: «Με κανέναν ιερέα δεν μάλωσα. Διαφωνούσα, έλεγα την γνώμη μου. Μα πάντα έκλεινα με το «ευλόγησον»».

Αιωνία του η μνήμη, και καλό Παράδεισο!

Δόξα. Ήχος πλ. α΄ (υπό Περσυνάκη Εμμανουήλ)

Δεύτε τον άρχοντα του κηρύγματος του Θεού ημών και κήρυκα του θείου Λόγου συνελθόντες παγκοσμίως αδελφοί ευφημήσωμεν. Ούτος γάρ εκ σπαργάνων επιλεγείς υπό του Θαυματουργού και Θεοφόρου Αρσενίου την πίστιν διά θαυμάτων διετράνωσε. Διά της μετά αλλήλων συνομιλίας προστάτης γενόμενος των πάντων, το κήρυγμα του θείου Λόγου διέσπειρε ανά την οικουμένην και παιδιόθεν τον δαίμονα καταδιώκων, αφήρεσε από του Βελίαρ πάσαν δύναμιν γενόμενος ευχέτης του φιλοχρίστου λαού του Θεού. Δεύτε ουν αδελφοί και ημείς τον προ ημών μεθ’ ημών συναναστραφέντα προσδράμωμεν και δοξάσωμεν την μεγαλωσύνη του Θεού τον ποιούντα κατά την δύναμίν Του.

Πρόσφατες
δημοσιεύσεις
Ευλογητάρια της Μ. Παρασκευής (Άρχων Πρωτοψ. Παν. Νεοχωρίτης)
Εγκώμια Επιταφίου Θρήνου, μέλος Γ. Ραιδεστηνού (Χορός Ψαλτών «Συνηχούντες»)
«Εξέδυσαν με τα ιμάτιά μου» Ιδιόμελο Μ. Παρασκευής (τ. Άρχων Πρωτ. Λεωνίδας Αστέρης)
Τροπάριον Κασσιανής υπό Χαρ. Ταλαιδώρου, (Πάρης Γκούνας, Άρχων Υμνωδός της Μ.Χ.Ε.)
«Η παιδεία του Θεού είναι η μαθητεία στον Θεό και η εφαρμογή του Θελήματός του»