Το Φεστιβάλ Αθηνών. Μια ιστορία πολιτισμού

15 Μαΐου 2020

Το Φεστιβάλ Αθηνών αποτελεί αναμφίβολα την πιο φιλόδοξη και επιτυχημένη πολιτιστική δράση του νεότερου Ελληνικού κράτους. Με ζωή 65 χρόνων και πάνω από χίλιες διακόσιες παραστάσεις, πέραν εκείνων που διοργάνωσαν ανεξάρτητοι φορείς στους χώρους του, ιδιαίτερα στο Ηρώδειο, συνέβαλλε, χωρίς αμφιβολία, στην προβολή μιας Ελλάδας, που, όχι μόνον διαθέτει πολιτισμό, αλλά και παρακολουθεί τις διεθνείς πολιτιστικές εξελίξεις. Συγχρόνως, το Φεστιβάλ Αθηνών, ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια της ύπαρξής του,  απετέλεσε αναμφίβολα επιλογή ενός πολιτικού συστήματος πού, παρά τον συντηρητισμό του, φιλοδόξησε να διευρύνει την λογική της Ελληνικής παραλίας, του greek mousaka και της αθωότητας του Ελληνικού τοπίου, που μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ΄60 δημιουργούσαν στους υποψήφιους ανά την υφήλιο επισκέπτες την προσδοκία μιας καινούργιας  Εδέμ ή μιας νέας  Αρκαδίας.

Όταν, το 1955, εγκαινιάστηκε το Φεστιβάλ Αθηνών, στην Αθήνα δεν υπήρχαν οι υποδομές για μεγάλες παραστάσεις μουσικής, θεάτρου ή χορού, πολλώ δε μάλλον, για παραστάσεις διεθνούς εμβέλειας. Η λύση του Ηρωδείου ήταν μονόδρομος, γεγονός που τελικά απεδείχθη καθοριστικό πλεονέκτημα. Τα πολιτιστικά δρώμενα ολόκληρης της Ελλάδος, κατά τη θερινή περίοδο, ταυτίστηκαν με τον χώρο του Ηρωδείου, όπως το αντίστοιχο συνέβη κατά την χειμερινή περίοδο με το  Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, βέβαια, αρκετά χρόνια αργότερα, το 1991.

Το Ηρώδειο έγινε χώρος που, από μόνος του, διηγιόταν, ιδιαίτερα στον ξένο επισκέπτη, μία γοητευτική ιστορία πνεύματος και πολιτισμού. Για όσους έχουν παρακολουθήσει εκδηλώσεις στο Ωδείον Ηρώδου του Αττικού, είναι πολύ δύσκολο να απαντήσουν στο ερώτημα, εάν η συγκίνηση από μία παράσταση στον χώρο αυτό, θα ήταν η ίδια οπουδήποτε αλλού. Παρά τη μικρή σκηνή και, στη μεγάλη πλειοψηφία, τα άβολα καθίσματα, το Ηρώδειο έγινε σημείο καλλιτεχνικής αναφοράς για πάνω από τρεις γενεές Ελλήνων και ξένων θεατών, κάτι που συνεχίζεται με, σαφώς, εντελώς διαφορετικές συνθήκες.

Η αρχή του Φεστιβάλ Αθηνών ταυτίστηκε με τον μεγάλο Δημήτρη Μητρόπουλο, αν και η βροχή, κατά την προγραμματισμένη ημέρα,  τον Οκτώβριο του 1955, εμπόδισε τη χρήση του Ηρωδείου. Όταν ο ίδιος ξαναήρθε το 1958 επικεφαλής της Φιλαρμονικής τής Βιέννης, ήταν φανερό πλέον πως κάτι πολύ όμορφο και με σαφή δυναμική είχε μπει σε μια ανεπίστρεπτη διαδρομή.

Η ακτινοβολία του Δημήτρη Μητρόπουλου έγινε πόλος έλξης για μεγάλους μουσικούς, όπως ο Χέρμπερτ φον Κάραγιαν, που εμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του ΄60 (το ΄62, το ΄63 και το ΄65), αλλά και πλειάδας κορυφαίων μαέστρων και σολίστ με τις καλύτερες ορχήστρες του κόσμου.

Για πολλούς λόγους, το Φεστιβάλ Αθηνών ταυτίστηκε με την κλασσική μουσική αλλά και με έργα που ο χρόνος ανέδειξε σε κλασικά. Την πρώτη ρωγμή στο μονοπώλιο του κλασσικού και του ακαδημαϊκού προκάλεσε η παράσταση «Όρνιθες» τού Αριστοφάνη από το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν, τον Αύγουστο του 1959. Η κλασική, πλέον, αυτή παράσταση δίχασε το κοινό, με αποτέλεσμα, ο τότε Υπουργός προεδρίας Κωνσταντίνος Τσάτσος να ακυρώσει την δεύτερη παράσταση.

Ο χρόνος συνέχισε να κυλά και τα ταμεία του Φεστιβάλ Αθηνών ήταν τα μονά πού, για κάποιες παραστάσεις, συναγωνίζονταν ακόμη και τις ουρές των ποδοσφαιρικών αγώνων. Αποθεωτικές υπήρξαν πολλές παραστάσεις, όπως, το 1957, της Μαρία Κάλλας για μία και μοναδική φορά αλλά και, το 1984, της Αγνής Μπάλτσα στο ρόλο της Κάρμεν, στο πλευρό του Χοσέ Καρέρας.

Αναμφίβολα, οι πιο πρωτοποριακές στιγμές του Φεστιβάλ Αθηνών, ανήκουν στην τέχνη του χορού. Το 1963, δύο μεγάλα ονόματα σημάδεψαν την χορευτική πράξη στη σκηνή του Ηρωδείου, ονόματα που έμελλε να συνεχίσουν για πολλά χρόνια να παρουσιάζονται στο Αθηναϊκό κοινό. Πρώτος, ο Μορίς Μπεζάρ με το δικό του μπαλέτο, σε χορογραφίες πρωτοποριακές για την εποχή αλλά και ανθεκτικές στο χρόνο μέχρι σήμερα. Δεύτερος, ο Ρούντολφ Νουρέγιεφ, ο μεγάλος αστέρας του χορού, που είχε αυτομολήσει στη Δύση, μετά από μια εντυπωσιακή απόδραση από την Σοβιετική Ένωση.

Όσο για την όπερα και το θέατρο, η σκηνή του Ηρωδείου έγινε χώρος εντυπωσιακών παραστάσεων, αλησμόνητων σε όσους είχαν την τύχη να τις παρακολουθήσουν. Οι δυσκολίες της σκηνής του Ηρωδείου δεν εμπόδισαν την προσέλευση μεγάλων παραγωγών της όπερας με κορυφαίους σολίστ, όπως το 1965, όταν η Εθνική Λυρική Σκηνή παρουσίασε τον Οθέλλο του Τζουζέπε Βέρντι με τους δύο κορυφαίους σολίστ του κόσμου, τον καναδό τενόρο Τζόν Βίκερς και τον Ιταλό βαρύτονο Τίτο Γκόμπι.

Ο Βέρντι, ως προς το ρεπερτόριο, κατέχει τα πρωτεία των παραστάσεων όπερας στο Ηρώδειο, χωρίς όμως να λείπουν και παραστάσεις που κυριολεκτικά απογείωσαν τη συγκίνηση και τη φαντασία. Μία από αυτές ήταν το Καλοκαίρι του 1978, όταν τα μπαλέτα «Κίροφ» της Σοβιετικής Ένωσης παρουσίασαν την όπερα «Πόλεμος και Ειρήνη», του Σεργκέι Προκόφιεφ. Ουδέποτε το Ηρώδειο γνώρισε τέτοιον συνδυασμό πλούτου σκηνικών, πολυπληθούς θιάσου και ερμηνείας κορυφαίας ποιότητας.

Είναι αυτονόητο πώς το Ηρώδειο γνώρισε κορυφαίες στιγμές Αρχαίου Δράματος. Τέτοια στιγμή ήταν το 1965, όταν το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν παρουσίασε τους Πέρσες του Ευριπίδη σε μία διεθνώς αναγνωρισμένη παράσταση. Αρχαίο Δράμα παρουσιάστηκε συχνά από Ελληνικούς και ξένους θιάσους, ενώ το διεθνές ρεπερτόριο δεν έλειψε. Ήδη από το καλοκαίρι του ΄62, ο Αγγλικός θίασος Ολντ Βικ παρουσίασε «Ρομέο και Ιουλιέτα» του Σαίξπηρ και την «Αγία Ιωάννα» του Σω, με τρόπο που προκάλεσε τα διθυραμβικά σχόλια των κριτικών  της εποχής και καθιέρωσε το Ηρώδειο και στον θεατρικό χώρο.

Δεν υπάρχει κορυφαίος σολίστ, Έλληνας ή ξένος, που να μην πέρασε από τη σκηνή του Ηρωδείου, ιδιαίτερα την περίοδο από το 1960 έως και την δεκαετία του 90, με μία διακοπή αμηχανίας κατά την περίοδο 1967-1973: Κεμπφ, Ρίχτερ, Όιστραχ, Ρουμπινστάιν, Ασκενάζι, Μπρέντελ και τόσοι άλλοι παρουσίασαν αλησμόνητα ρεσιτάλ, όπως ο Σβιατοσλάβ Ρίχτερ, στο τέλος της δεκαετίας του ΄70, με τα δώδεκα (!) μπηζ, κάτω από τον ασημένιο Παρθενώνα, φωτισμένο από την πανσέληνο. Όμως, την κορυφαία και την πιο συγκλονιστική στιγμή προσέφερε μία παράσταση η οποία …δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ: Το καλοκαίρι του 1976, λίγη ώρα πριν την προγραμματισμένη συναυλία, ανακοινώνεται στους θεατές ο θάνατος της μεγάλης πιανίστας Τζίνας Μπαχάουερ.

Η σχέση Φεστιβάλ Αθηνών και Ελληνικού τραγουδιού άργησε, σχετικά, να ευοδωθεί. Το 1980 παρουσιάζεται το «Άξιον Εστί» του Μίκη Θεοδωράκη, ένα έργο που πέτυχε απολύτως τον στόχο του, τόσο καλλιτεχνικά όσο και ευρύτερα, που δεν ήταν άλλος από τη δημιουργία ενός  συμφωνικού έργου με σαφείς παραδοσιακές και Βυζαντινές επιδράσεις και συνδυασμό έντεχνης και παραδοσιακής ερμηνείας. Το «Άξιον Εστί» άνοιξε τις πύλες του Ηρωδείου για συναυλίες Ελλήνων δημιουργών από διαφορετικά μουσικά ρεύματα και με διαφορετικές επιδράσεις. Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε τις κατάμεστες κερκίδες του Ηρωδείου στην παρουσίαση έργων του Μάνου Χατζιδάκι, του Γιάννη Μαρκόπουλου η του Νίκου Μαμαγκάκη. Αποκορύφωμα τού ανοίγματος αυτού ήταν η παρουσίαση πρωτοποριακών έργων έντεχνης Ελληνικής μουσικής όπως του Ιάνη Ξενάκη, του Μιχάλη Αδάμη, του Νίκου Σκαλκώτα κι άλλων σύγχρονων Ελλήνων συνθετών, που έκαναν γνωστά στο πλατύ κοινό έργα δύσκολα αλλά και γοητευτικά, αποδεικνύοντας μία πολύ αξιόλογη παραγωγή, που ξεκινά από την ίδρυση της Ελληνικής Εθνικής Σχολής και φτάνει μέχρι και τις μέρες μας.

 

Η προσφορά του Φεστιβάλ Αθηνών είναι αναμφισβήτητη και ως προς την ευρύτερη καλλιέργεια τού Αθηναϊκού και ευρύτερα τού Ελληνικού κοινού. Στις κερκίδες τού Ηρωδείου βρέθηκαν άνθρωποι που είχαν μία μοναδική ευκαιρία στη ζωή τους: Να γνωρίσουν καλλιτεχνικούς θησαυρούς αλλά και να έρθουν σε επαφή με την καλλιτεχνική πρωτοπορία, όπως διαμορφώθηκε αμέσως μετά τον πόλεμο. Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, ο γενικός συντηρητισμός των πρώτων δεκαετιών του Φεστιβάλ Αθηνών αποδεικνύεται πιο τολμηρός από τις επιλογές των έργων μετά την δεκαετία του ΄90. Χωρίς αμφιβολία, μεγάλο ρόλο έπαιξε και η ανάγκη οικονομικής στήριξης του Φεστιβάλ με πιο… εύπεπτες παραστάσεις. Δεν μπορεί όμως να μην επισημάνει κάποιος την έλλειψη ενός κοινού, έτοιμου να προσεγγίσει το καινούργιο, το άγνωστο, το πρωτοποριακό. Θέμα Παιδείας; Θέμα οικονομικής διαχείρισης; Θέμα πολιτικών επιλογών; Μεγάλη η συζήτηση, που δεν αφορά μόνον το Φεστιβάλ Αθηνών αλλά το σύνολο των κατευθύνσεων της πολιτιστικής πολιτικής του συνόλου των Ελληνικών κυβερνήσεων. .

Η ιστορία του Φεστιβάλ Αθηνών είναι γοητευτική αλλά και άκρως διδακτική. Αποτελεί επιχείρημα για όσους θελήσουν να οραματιστούν τη σύνδεση τουριστικής ανάπτυξης και πολιτιστικού προϊόντος. Αποδεικνύει επίσης πώς, έστω και ένας συγκεκριμένος χώρος αρκεί για να προκαλέσει μία καταλυτική αλλαγή στην καλλιέργεια της ευρύτερης κοινωνίας, κάτι που απεδείχθη περίτρανα και με το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.

Η ιστορία του Ηρωδείου αποτελεί δεξαμενή ιδεών και για την Εκκλησία, αν βέβαια θελήσει να αντιμετωπίσει τον Ελληνικό πολιτισμό, τον οποίον σφράγισε ανεξίτηλα, όχι μόνο ως μέσον προβολής του παρελθόντος, αλλά και ως παρακαταθήκη του μέλλοντος. Για τα αποτελέσματα τέτοιων προσπαθειών, οργανωμένων από την Εκκλησία, μπορούν να μιλήσουν οι χιλιάδες των νέων σε όλη την Ελλάδα που απεκόμισαν αλησμόνητες αναμνήσεις σε μεγάλα γεγονότα όπως οι Γέφυρες Πολιτισμού του 2006 2008 αλλά και τα μεγάλα καλλιτεχνικά γεγονότα που διοργάνωσαν Συνοδικές Επιτροπές στο Μέγαρο Μουσικής και το Ηρώδειο, τα οποία εξέπληξαν το Ελληνικό καλλιτεχνικό κατεστημένο. Αντίστοιχη μαρτυρία μπορούν να καταθέσουν εκατοντάδες εκκλησιαστικοί καλλιτεχνικοί φορείς σε όλη την Ελλάδα που, με αφορμή τον πολιτισμό, είδαν να ενισχύονται ψυχικοί και πνευματικοί δεσμοί μεταξύ νέων ανθρώπων και να βοηθείται με άκρως αποτελεσματικό τρόπο το κατηχητικό της έργο.

Σημαντικότατο επίσης δίδαγμα από την ιστορία του Φεστιβάλ Αθηνών μπορεί να αντλήσει η Εκκλησία, ως προς την αναγκαιότητα ύπαρξης χώρου καλλιτεχνικών εκδηλώσεων. Η Ελληνική και διεθνής εμπειρία βοά πως ένας τέτοιος χώρος είναι σε θέση να προκαλέσει αλυσιδωτές ευεργετικές αντιδράσεις στον τομέα του πολιτισμού, με ευρύτερες λυτρωτικές πνευματικές συνέπειες.

Σε κάθε περίπτωση όμως, χώροι, δομές και διοργανώσεις παίρνουν αξία όταν υπάρχει καλλιεργημένο κοινό. Το κοινό αυτό μπορεί να προκύψει μόνον ως αποτέλεσμα μιας βαθιάς συνειδητοποίησης της ανάγκης για καλλιέργεια σε όλα τα επίπεδα της καθημερινότητας, ιδιαίτερα για τους νέους ανθρώπους. Σήμερα, τώρα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, επιβάλλεται, οι πολιτιστικοί φορείς κάθε είδους να δουν τους εαυτούς τους ως συντελεστές και συνεργάτες μιας προσπάθειας πολιτιστικής και καλλιτεχνικής αναγέννησης. Η στεγανοποίηση των καλλιτεχνικών χωρών αποτελεί αυτόματη υπογραφή του πιστοποιητικού μαρασμού των προσπαθειών, όσο φιλότιμες κι αν είναι.

Η στοιχειώδης γνώση της ιστορικής μας διαδρομής το διαβεβαιώνει: Ο συνδετικός κρίκος και ο κύριος αν όχι μοναδικός παράγοντας ενότητας του λαού μας ήταν και παραμένει ο Ελληνικός πολιτισμός. Αυτός ήξερε πάντα να συντονίζει καρδιές, προσπάθειες και οράματα.  Με έμπνευση, συνεργασία και στοιχειωδώς ευφυείς κινήσεις, ίσως αναλάβει ξανά αυτόν τον ρόλο στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε, καιρούς έλλειψης φαντασίας αλλά και  οδυνηρής σκληροκαρδίας.