Η ανάγκη για επικοινωνία των γιατρών και των νοσηλευτών με τους ασθενείς τελικού σταδίου

27 Ιανουαρίου 2021

Τα μέλη του προσωπικού παρηγορητικής φροντίδας είναι υποχρεωμένα να διατηρούν μια καλή επικοινωνία με τον ογκολογικό ασθενή τελικού σταδίου, αλλά και με τα μέλη της οικογένειάς του. Μόνο έτσι ο ασθενής θα κατανοήσει τους στόχους της παρηγορητικής φροντίδας και επιπλέον θα νιώσει ικανοποίηση για τις προσφερόμενες υπηρεσίες. Αυτό προκύπτει από διάφορες μελέτες, αλλά και από μαρτυρίες πολλών ογκολογικών ασθενών, οι οποίοι δήλωσαν πολύ ευχαριστημένοι από τις υπηρεσίες παρηγορητικής φροντίδας που τους προσφέρθηκαν. (You, Dodek, Lamodagne, 2014). Όμως ακόμη και τα μέλη των οικογενειών πολλών ογκολογικών ασθενών αντιμετώπισαν ευκολότερα το πένθος για την απώλεια του δικού τους ανθρώπου μετά την επικοινωνία τους με τα μέλη της ομάδας παρηγορητικής φροντίδας.

Άλλα οφέλη που προκύπτουν από τις συζητήσεις με τους ασθενείς τελικού σταδίου, καθώς και με τις οικογένειές τους, είναι η μειωμένη παροχή νοσηλευτικών υπηρεσιών, η αυξημένη χρήση υπηρεσιών περίθαλψης και παρηγορητικής φροντίδας, η μειωμένη χρήση θεραπειών που παρατείνουν άσκοπα τη ζωή του ογκολογικού ασθενούς τελικού σταδίου και η καλύτερη συμμόρφωση με τις επιθυμίες των ασθενών. (Brinkman – Stoppelenburg, Rietjens, van der Heide, 2014).

Σε μια μονάδα παρηγορητικής φροντίδας δεν συμμετέχουν μόνο ειδικευμένοι γιατροί, αλλά και ιερείς, καθώς και από αυτούς έχει ανάγκη ο ογκολογικός ασθενής τελικού σταδίου. Από αυτούς περιμένει να θεραπεύσουν την πνευματική του κατάσταση, η οποία συνήθως είναι πολύ άσχημη εξαιτίας του πόνου που νιώθει, αλλά και γενικά λόγω της ασθνένειάς του. Για το λόγο αυτό, κάθε μονάδα παρηγορητικής φροντίδας διαθέτει κι έναν ιερέα, ο οποίος καλείται να ανακουφίσει πνευματικά τους ασθενείς. Όπως ακριβώς κάνει ο πιστός που εξομολογείται τις αμαρτίες του στον πνευματικό του, έτσι και ο ασθενής μπορεί να ανοίξει την καρδιά του στον ιερέα της μονάδας και, μέσα από μια ειλικρινή συζήτηση μαζί του, να βρει τις απαντήσεις που αναζητά και να λάβει το απαραίτητο θάρρος για να αντιμετωπίσει την κατάστασή του. Επίσης, και τα μέλη της οικογένειας του ασθενούς, τα οποία ίσως λόγω της στεναχώριας τους και της αγωνίας τους αδυνατούν να χειριστούν σωστά την κατάσταση, μπορούν να λάβουν και αυτά πνευματική βοήθεια από τον ιερέα της μονάδας.

Όμως, μολονότι η επικοινωνία με τα μέλη της μονάδας παρηγορητικής φροντίδας αποδεικνύεται τόσο επωφελής, πάρα πολλοί ασθενείς δεν δέχονται να συμμετάσχουν σε συζητήσεις μαζί τους. Ειδικά, όσον αφορά στους ογκολογικούς ασθενείς, λιγότερο από το 40% από αυτούς δέχεται να συζητήσει. Ο λόγος που αρνούνται να συζητήσουν είναι συνήθως επειδή σε άλλες περιπτώσεις οι ασθενείς και οι συγγενείς τους περιμένουν από τους γιατρούς να αναλάβουν πρωτοβουλία για την έναρξη των συζητήσεων και σε άλλες οι γιατροί περιμένουν από τους ασθενείς και τους συγγενείς τους να το ζητήσουν. Επίσης, ενδέχεται οι γιατροί να προβληματίζονται σχετικά με τον αντίκτυπο που μπορεί να έχουν οι συζητήσεις στους ασθνείς και στους συγγενείς τους ή ίσως μπορεί να υπάρχει έλλειψη προσωπικού ειδικευμένου σε συζητήσεις με ογκολογικούς ασθενείς τελικού σταδίου. (Brighton, Bristowe, 2016).

Έτσι, γεννάται το ερώτημα τι μέτρα πρέπει να πάρουν οι μονάδες παρηγορητικής φροντίδας, ώστε να προάγουν την επικοινωνία μεταξύ του ασθενή και της οικογένειάς του με τα μέλη του νοσηλευτικού και ιατρικού προσωπικού. Οπωσδήποτε, οι γιατροί και οι νοσηλευτές που αποφασίζουν να συμμετάσχουν σε ομάδα παρηγορητικής φροντίδας, πρέπει να λαμβάνουν την κατάλληλη εκπαίδευση, ώστε να εκλείψουν τα οποιαδήποτε εμπόδια για μια καλή επικοινωνία με τους ασθενείς τελικού σταδίου, καθώς και με τις οικογένειές τους. Η εκπαίδευση αυτή περιλαμβάνει κατευθυντήριες γραμμές και στρατηγικές επικοινωνιακών δεξιοτήτων, ώστε οι συζητήσεις που θα κάνουν στη συνέχεια να είναι επωφελείς επιφέροντας πραγματική υποστήριξη. Δυο παραδείγματα τέτοιων πρακτικών είναι οι κατευθυντήριες γραμμές PREPARED της Αυστραλίας και το βρετανικό μοντέλο SAGE & THYME. Όπου εφαρμόστηκαν αυτές οι δυο πρακτικές, οι ασθενείς έδειξαν εμπιστοσύνη στους γιατρούς και στους νοσηλευτές τους και προετοιμάστηκαν χωρίς άγχος και αγωνία για το τέλος της ζωής τους. Αντίθετα, όπου παρατηρείται ανησυχία και αγωνία από τους ασθενείς και από τις οικογένειές τους, σημαίνει ότι το προσωπικό που εργάζεται στη συγκεκριμένη μονάδα παρηγορητικής φροντίδας δεν έχει λάβει την κατάλληλη εκπαίδευση και θα πρέπει να αντικατασταθεί άμεσα και ταυτόχρονα να φροντίσει να την αποκτήσει για μελλοντικές περιπτώσεις. (Brighton, Bristowe, 2016).

Η εκπαίδευση όμως, παρά την αδιαμφισβήτητη φροντίδα που προσφέρει, δεν είναι η μοναδική λύση, προκειμένου να οικοδομηθεί μια καλή επικοινωνία με τους ασθενείς και τις οικογένειές τους. Έχει προταθεί, επίσης, η εξομάλυνση των συζητήσεων για το τέλος της ζωής, η οποία μπορεί κι αυτή να βοηθήσει αρκετά, όπως έχουν αποδείξει σχετικές έρευνες. Μια τέτοια έρευνα πραγματοποίησε ο Allen και οι συνεργάτες του (2015), οι οποίοι συνδύασαν την εκπαίδευση και την κατάρτιση που παρέχονται σε μονάδες παρηγορητικής φροντίδας των Η.Π.Α. με διάφορες μεταβολές που λαμβάνουν χώρα κατά τη ροή εργασίας στις κλινικές. Στην έρευνα συμμετείχαν γιατροί, οι οποίοι ζήτησαν από τους ασθενείς που ήταν πάνω από 65 χρονών να συμπληρώσουν σ’ ένα έντυπο τις προτιμήσεις τους σχετικά με το περιεχόμενο που επιθυμούν να έχει μια συζήτησή τους με μια ομάδα παρηγορητικής φροντίδας. Οι ασθενείς, ακόμη κι αν δεν είχαν ενημερωθεί σχετικά μέχρι τότε, έδειξαν ιδαίτερο ενδιαφέρον για την έρευνα αυτή και επιπλέον αυξήθηκε περισσότερο η εμπιστοσύνη τους για τις υπηρεσίες της παρηγορητικής φροντίδας. Το 74% από τους ερωτηθέντες διάλεξε να ξεκινήσει μια συζήτηση εκείνη την ημέρα ή έστω σε κάποιο επόμενο ραντεβού. Κατά τον ίδιο τρόπο και μια τυχαία ελεγχόμενη μελέτη που πραγματοποιήθηκε με τη βοήθεια μιας λίστας ερωτήσεων προς ασθενείς με καρκίνο προχωρημένου σταδίου, αύξησε την επιθυμία τους για συζήτηση με θέματα που αφορούν το τέλος της ζωής. Όλες οι παραπάνω έρευνες αποδεικνύουν ότι οι συζητήσεις του ασθενούς και των μελών της οικογένειάς του με το προσωπικό της παρηγορητικής φροντίδας φέρνουν πολύ καλύτερα αποτελέσματα από την απλή κατάρτηση του προσωπικού. Φυσικά, επιτυχημένος θα είναι ένας συνδυασμός της κατάρτισης με τις σωστά σχεδιασμένες συζητήσεις, γιατί έτσι θα προκύψουν καλύτερα αποτελέσματα και για τους ασθενείς και για τις οικογένειές τους. (Brighton, Bristowe, 2016).

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ