Η κοινωνική διδασκαλία του Ευαγρίου

17 Σεπτεμβρίου 2021

Αυτό που κυρίως γοητεύει είναι ο τρόπος της ζωής του. Κάνει κάποια στιγμή λάθος επιλογές, αναλαμβάνει τις ευθύνες των πράξεών του, μετανοεί και επιλέγοντας τον μονήρη βίο αλλάζει εντελώς την πορεία της εξέλιξής του[1]. Και αυτός ο τρόπος ζωής εκφράζεται και με μία θεωρία, σύμφωνα με την οποία βλέπει όλους τους ανθρώπους ισότιμους, μια κατάσταση που είναι βέβαιος ότι θα πραγματοποιηθεί εν Χριστώ. Όσο και αν ο μεταφραστής των Γνωστικών Κεφαλαίων ή ο σχολιαστής διόρθωσαν τις ωριγένειες θέσεις, διατήρησαν όλα όσα αναφέρονται στην τελική κατάσταση της ένωσης, δηλαδή στο γεγονός ότι μια μέρα όλα τα όντα θα είναι ίσα[2].  Αυτή την κοινωνία που δεν μπορεί να βιώσει στον κόσμο, τον οποίο αποφεύγει εφόσον όπως ο ίδιος ομολογεί «ἐμπαθῶς χρᾶται»[3], την συναντάει στην αδελφική κοινωνία της ερήμου, όπου η κοσμική λογική ανατρέπεται. Άλλωστε ο ίδιος ο Χριστός μυσταγωγούσε τους μαθητές του στο μυστήριο της κενώσεως όταν τους δίδασκε: «οἴδατε ὅτι οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν.  οὐχ οὕτως ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ᾿ ὃς ἐὰν θέλῃ ἐν ὑμῖν μέγας γενέσθαι, ἔσται ὑμῶν διάκονος, καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ἐν ὑμῖν εἶναι πρῶτος, ἔσται ὑμῶν δοῦλος· ὥσπερ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν»[4]. Είναι η αλήθεια που διατύπωσε ο Όσιο Σωφρόνιος (Ζαχάρωφ) με τη θεωρία της «αντεστραμμένης πυραμίδος».  Σύμφωνα με αυτήν στη δομή του κόσμου παρατηρείται κάποια ιεραρχική τάξη. Άλλος είναι ανώτερος και άλλος κατώτερος. Παρατηρώντας κάποιος τον κόσμο της ανθρωπότητας μπορεί να διαπιστώσει την ύπαρξη της πυραμίδας της ανισότητας. Όσοι βρίσκονται στην κορυφή της πυραμίδας κατεξουσιάζουν και συμπιέζουν όσους βρίσκονται στη βάση της. Από το άλλο μέρος το ανθρώπινο πνεύμα ποθεί την ισότητα, η οποία είναι «ἔμμονος ἀπαίτησις τῶν ἐγκάτων τῆς συνειδήσεως» των ανθρώπων. Ως λύση ο ;΄Οσιος Σωφρόνιος προβάλλει το πρόσωπο και το παράδειγμα του Χριστού. Ο Χριστός δεν αρνείται το γεγονός της ανισότητας αλλά ανατρέπει την πυραμίδα. Γίνεται η κορυφή της αντεστραμμένης πυραμίδας που επωμίζεται το βάρος όλης της ανθρωπότητας, και έτσι εγκαθιστά την έσχατη τελειότητα[5].

Συνεπώς, αυτό που οραματίζεται ο Ευάγριος είναι μια κοινωνία ισότητας, όπου η μόνη εξουσία θα είναι η διακονία των αδελφών κατά το πρότυπο του Χριστού. Ο λόγος του αν και καθαρά θεολογικός, γίνεται ασυναίσθητα και πολιτικός. Ένας λόγος που δεν ακούγεται ευχάριστα από κάποιους που χρησιμοποιούν τα εκκλησιαστικά αξιώματα για να κατεξουσιάζουν, να καταχρώνται τα χρήματα που προορίζονται για τους φτωχούς και να χρησιμοποιούν κάθε μέσο για να πλουτίσουν όχι σε πνευματικά χαρίσματα αλλά σε χρήματα και υλικά αγαθά. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεοφίλου, ο οποίος συγκρούστηκε με τους «Μακρούς αδελφούς» γιατί ανέλαβαν την υπεράσπιση του Ισιδώρου. Τι ακριβώς συνέβη; Ο Ισίδωρος, που τότε ήταν «ξενοδόχος» της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας, είχε έρθει σε ρήξη με τον πατριάρχη Θεόφιλο για δύο λόγους. Ο πρώτος λόγος έχει να κάνει με την άρνησή του να μαρτυρήσει μαζί με τον ιερέα Πέτρο υπέρ της αδελφής του Θεοφίλου, η οποία ισχυριζόταν πως είχε δικαιώματα σε μία κληρονομιά. Ο δεύτερος λόγος αφορά την αξιοποίηση  ενός μεγάλου χρηματικού ποσού που ο Ισίδωρος δέχτηκε από μία πλούσια χήρα για την προμήθεια  ρούχων για τους φτωχούς της Αλεξάνδρειας, το οποίο και ξόδεψε για τον σκοπό αυτόν δίχως να ενημερώσει τον Θεόφιλο[6]. Η αντίδραση του Θεοφίλου ήταν η καταδίωξη του Ισιδώρου, ο οποίος κατέφυγε στους «Μακρούς αδελφούς». Ένας από αυτούς, ο Αμμώνιος ήρθε στην Αλεξάνδρεια για να συνηγορήσει υπέρ του ενώπιον του Θεοφίλου. Το μίσος του πατριάρχη για τον Ισίδωρο στράφηκε και στον Αμμώνιο, στους αδελφούς του και σε όλους τους μοναχούς που βρίσκονταν σε κοινότητα ιδεών μαζί τους. Ο χαρακτηρισμός του «Ἀμφαλλάξ», δηλαδή «Ανεμοδείκτης», που του απέδωσαν οι Ωριγενιστές φανερώνει την απότομη αλλαγή του πατριάρχη εξαιτίας της διαγωγής του Ισιδώρου και των «Μακρών αδελφών»[7]. Συνεπώς, ο πατριάρχης Θεόφιλος αλλάζει τη συμπεριφορά του απέναντι στους Ωριγενιστές όχι γιατί μετανοεί για την μέχρι τότε υποστήριξή τους, αλλά γιατί απαιτεί η εξουσία του να ρυθμίζει τη συμπεριφορά τους. Ακολουθεί η επίδειξη της δύναμής του με την συνδρομή και της πολιτικής εξουσίας. Χρησιμοποιώντας ως ιδεολογικό πρόσχημα τον ωριγενισμό καταδιώκει με μανία τους Ωριγενιστές. Η επιδρομή του υπήρξε εξολοθρευτική. Ο πατριάρχης ισοπέδωσε τα κελιά των Ωριγενιστών μοναχών και έπειτα τα έκαψε· ο Αμμώνιος και οι αδελφοί του δεν θα γλίτωναν, αν δεν κρύβονταν στον πάτο ενός πηγαδιού[8].

Φυσικά, πώς θα άντεχε ο πατριάρχης μία στάση ζωής που διεκδικούσε την ισότητα των ανθρώπων και την κοινωνική δικαιοσύνη μεταξύ των χριστιανών, αφού ο ίδιος υπέφερε από το πάθος της «λιθομανίας»[9], το οποίο σχετίζονταν με την εξοικονόμηση χρημάτων για την ανέγερση πολυτελών οικοδομημάτων και κυρίως Εκκλησιών; Η αντιδικία του Θεοφίλου με τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο[10], ο οποίος όχι απλώς υποστήριζε αλλά εμπράκτως εφάρμοζε τον νόμο της αγάπης αναγνωρίζοντας την ισοτιμία όλων των ανθρώπων, είναι και αυτή τυχαία; Θα μπορούσε να δεχτεί ο Θεόφιλος τη διδασκαλία του Ιωάννου του Χρυσοστόμου σύμφωνα με την οποία μεταξύ των αδελφικών κοινοτήτων το «ἐμὸν» και το «σὸν» δεν υπάρχουν «ἀλλὰ ἐξώρισται τοῦτο τὸ ῥῆμα»[11]; Μέρος της ίδιας της ιεραρχίας δεν εξαιρέθηκε απ’ αυτή τη μόλυνση. Έτσι ο μοναχισμός εμφανίζεται ως αντίδραση σ’ αυτήν τη βαθμιαία εξασθένιση του αρχικού ιδεώδους – της χαρισματικής διάστασης -, αντίδραση απέναντι στην «κατεστημένη»  Εκκλησία[12]. Παρουσιάζεται ως μία κοινωνική κίνηση άρνησης του κοσμικού συστήματος αξιών. Τοποθετείται αρνητικά όχι απέναντι στη δημιουργία του Θεού αλλά στην κοσμική πόλη του ανθρώπου. Άλλωστε, πρώτος ο Ωριγένης παρατήρησε ότι οι χριστιανοί ζουν «αντίθετα προς τους νόμους της κοσμικής πόλης» («ἀντιπολιτευόμεθα»)[13]. Η απερίφραστη κριτική εναντίον της Εκκλησίας και των εκδηλώσεών της παραμένει σπάνια. Ο αντικομφορμισμός συνίσταται τις περισσότερες φορές στη σιωπηλή αποξένωση[14]. Έτσι, ο μοναχισμός γίνεται ένα είδος «αντι-πόλεως». Επιδιώκει μια έξοδο από τη φυσική κοινωνική δομή, μια υπέρβαση των συμβατικών κοινωνικών σχέσεων. Συνιστά μια «διαφορετική πόλη», όπου η ισοτιμία και η ισότητα μεταξύ των ανθρώπων θεωρείται αυτονόητη.

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ

Παραπομπές:

[1] Βλ. Ἰ. Μωϋσέσκου, ό.π., σσ. 25-35.

[2]Βλ. A. Guillaumont, ό.π., σ. 240.

[3]Ἐπιστολή νγ, Frankenberg, ό.π., σ. 601 και ΒΕΠΕΣτόμος 79ος, ό.π., σ. 227. Πρβ. Μ. Βασιλείου, Ἐπιστολή Ι, PG 32, 2, 224C: «Κατέλιπον μὲν τὰς ἐν ἄστει διατριβὰς ὡς μυρίων κακῶν ἀφορμάς».

[4]Μτ 20, 25-28.

[5] Βλ. Πρωτοπρεσβύτερος Βασίλειος Ι. Καλλιακμάνης, Ποιμαντική και Εκκλησιολογία, Θεσσαλονίκη, 2013, σσ. 62-65.

[6] Βλ. A. Guillaumont, ό.π., σ. 63, υποσημείωση 68.

[7] Βλ. A. Guillaumont, ό.π., σ. 64, υποσημείωση 70.

[8] Βλ. A. Guillaumont, ό.π., υποσημείωση 70.

[9] Βλ. A. Guillaumont, ό.π., σ. 63, υποσημείωση 68.

[10]Βλ. A. Guillaumont, ό.π.,σσ. 82-83.

[11] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὁμιλία εἰς τὴν Α΄ πρὸς Τιμ. Ἐπιστολή, PG 62, 575 C.

[12] Βλ. P. Deseille, Το Ευαγγέλιο στην έρημο, (Μτφ: Νικόδημου Μπαρούση, ιερομόναχου), Αθήνα, χ.χ., σ. 27.

[13] Βλ. Γ. Φλορόφσκυ, Οι βυζαντινοί ασκητικοί και πνευματικοί πατέρες, (Μτφ. Παναγιώτου. Κ. Πάλλη), Θεσσαλονίκη, 1992, σ. 163.

[14]Βλ. P. Christou, «The monastic life in the Eastern Orthodox Church»,Reprinted from “The Orthodox Ethos”, Studies in Orthodoxy, Vol. I, σσ. 248-250.