Δύο αδέρφια στη φυλακή!

18 Ιουνίου 2022

1953. Αρχές του Μάη. Άνοιξη. Ανθοβόλαγε όλη η φύση στο μικρό μου χωριό, το Σταυροδρόμι Γορτυνίας. Τα σπαρτά προχωρούσαν ολοταχώς για ωρίμανση και άρχιζαν να βεργολυγίζονται στις απαλές πνοές του Νοτιά. Οι βίκοι ανθισμένοι με το βαθύ τριανταφυλλί χρώμα, πεντετρύφεροι, θα ωρίμαζαν πρώτοι, περί τα τέλη του μήνα ή αρχές του Θεριστή! Σε ένα τέτοιο, με βίκο σπαρμένο χωράφι, στη θέση «Αγιαντριάς», είχαν τρυπώσει τα δύο αδερφάκια και διέπρατταν το …«βαρύ διαρκές αδίκημα της αγροζημίας». Δεν τα είχε αντιληφθεί ο μπαρμπαΝικόλας, ο Μπόρας, ο αγροφύλακας, ούτε κανένας συναυλακάρης, ούτε οι ιδιοκτήτες του αγρού.

Κάποιο γλυκό πρωινό, από το ζαλιστικό νανούρισμα των ζουζουνιών, που τρυγούσαν τη γύρη των λουλουδιών, από το απαλό δροσερό χάδι του πρωινού Νοτιά, από τη μέθη των ανοιξιάτικων αρωμάτων, τα πήρε βαθύς ύπνος, τα δυο αδερφάκια! Πετάχτηκαν έντρομα από τον ύπνο τους αλλά ήταν αργά. Τέσσερα στιβαρά χέρια τα άρπαξαν και βίαια τα έκλεισαν στη φυλακή. Δεν πρόβαλαν καμιά αντίσταση. Θα ήταν εξ άλλου μάταιο και ανώφελο.  Τα έβαλαν και τα δύο στο ίδιο κελί. Θα μπορούσε κανένας να το φανταστεί υπόγειο, υγρό και σκοτεινό. Όχι. Αντίθετα.  Ήταν ευάερο και ευήλιο. Είχε απεριόριστη θέα προς τον έξω κόσμο. Βρισκόταν σε περίοπτη θέση. Προσφερόταν για σωφρονισμό ανηλίκων. Δεν ήταν στενόχωρο και καταθλιπτικό. Έβλεπες από κει την Άνοιξη, άκουγες τις λαλιές των πουλιών, τα τροκανίσματα των κοπαδιών, τις φωνές των ανθρώπων. Συνθήκες ιδεώδεις για σωφρονισμό και επανένταξη στο φυσικό περιβάλλον… Χρειάστηκαν βέβαια κάποιες μέρες για να προσαρμοστούν τα δυο αδερφάκια στον εγκλεισμό και να συνέλθουν από το σοκ. Έμεναν ακίνητα, σιωπηλά και θλιμμένα. Δεν έτρωγαν, δεν έπιναν. Μετά ηρέμησαν και προσαρμόστηκαν στις νέες συνθήκες. Δεν είναι μικρό πράγμα από την απόλυτη ελευθερία να βρεθείς στα δεσμά και μάλιστα όταν είσαι σε τρυφερή ηλικία! Όταν συνήλθαν άρχισαν τα παιχνίδια. Κυνηγητό, αναπηδήματα, βαρελάκια, τούμπες, τινάγματα, πειράγματα, ψευτοδαγκώματα! Για το φαγητό δεν μπορούσαν να παραπονεθούν. Ήταν πάντα πλούσιο, φρέσκο και προσεγμένο. Τρεις φορές την ημέρα, κατά τις προβλέψεις του κανονισμού. Δεν είχαν βέβαια προαύλιο για μεγαλύτερη άπλα, αλλά αυτό δεν τα στενοχωρούσε. Τους αρκούσε ο χώρος του κελιού τους…. Περνούσαν οι μέρες, οι βδομάδες και οι μήνες και τα δύο αδερφάκια είχαν αγαπήσει το χώρο τους, αξιοποιούσαν το χρόνο τους και ζούσαν απόλυτα ευχαριστημένα.

Η μάνα τους είχε χαθεί όταν αυτά ήσαν αρκετά μικρά. Ίσια που την θυμόντουσαν. Δεν έμαθαν ποτέ τίποτα για την τύχη της. Πατέρα δεν γνώρισαν. Ήσαν αγνώστου πατρός. Έτσι εξηγείται που δεν είχαν και κανένα επισκεπτήριο στη φυλακή!… Κάποια μέρα όμως, ο γυιος του δεσμοφύλακα, πήρε 3-4 φίλους και συμμαθητές του από το γειτονικό δημοτικό σχολείο, αναμεσά τους και το Λολώτα και τους οδήγησε κρυφά από τη δημοσιότητα στο κελί για να δουν τα δυο αδερφάκια. Σε λίγες μέρες ο Λολώτας κατάστρωσε σχέδιο απόδρασης. Το κίνητρό του μάλλον ήταν να ωφεληθεί ο ίδιος, ζητώντας «λύτρα» για την επιστροφή των «δραπετών». Πήγε λοιπόν κρυφά, πήρε το κλειδί από τον κρυψώνα, που είχε επισημάνει κατά την επίσκεψη των συμμαθητών στο κελί, έβαλε κουκούλα προσώπου, άνοιξε το δεσμωτήριο και άρπαξε το ένα αδερφάκι. Το άλλο δεν μπορούσε να το μεταφέρει, αλλά άφησε την πόρτα ανοιχτή, ώστε να διευκολύνει την απόδρασή του. Όταν το απόγευμα της ίδιας ημέρας διαπιστώθηκε η απόδραση, οι ικανοί φύλακες τράβηξαν κατευθείαν στο σπίτι του Λολώτα. Έκαναν έρευνα και βρήκαν σε άθλια κατάσταση, κρυμμένο μέσα σε ένα σιδερένιο βαρέλι, το αρπαγμένο αδερφάκι. Το άλλο είχε μείνει στο κελί και ήταν περίλυπο έως θανάτου. Χάρηκαν τα δυο αδερφάκια που ξανάσμιξαν. Ήταν φως φανάρι ότι αυτά δεν συμμετείχαν στην απόδραση. Ήταν εντελώς ακούσια και άδολη η περιπέτειά τους. Δεν επιβάρυναν έτσι τη θέση τους με νέα κατηγορία για απόδραση κρατουμένου. Παρέμενε μόνο η κατηγορία για αγροζημίες. Κάποτε θα ερχόταν η ημέρα της δίκης και της ποινής. Ο Νόμος ήταν αυστηρός για τα αδικήματα αυτά. Προβλεπόταν και η θανατική ποινή, που ήταν μάλιστα τελεσίδικη και άμεσα εκτελεστή. Τα αδερφάκια ούτε αυτή τη φοβόντουσαν. Από τη σύλληψή τους και μετά περνούσαν ζωή χαρισάμενη. Ποιος ξέρει εάν δεν τα είχαν συλλάβει, ποια θα ήταν η τύχη τους στον «Αγιαντριά» και στα πέριξ.

Όλα τα ζωντανά έχουν κάποιους φόβους ξεχωριστούς, δικούς τους, κάποιους εχθρούς, πραγματικούς ή φανταστικούς. Τα αδερφάκια για λόγους δυσεξήγητους, γονιδιακούς, ενστικτώδεις, φοβόντουσαν ιδιαίτερα τα γαυγίσματα των σκύλων και τους σκύλους, τα δολερά και παραπλανητικά αλεπουδίσια μιξογέλια ή μιξοκλάματα, τα πλαταγίσματα των φτερών των αρπαχτικών πετούμενων.      Έτρεμαν στον κρότο των ντουφεκιών, στον κίνδυνο από τις παγίδες των ανθρώπων. Έτρεμε το «κοιλάκι» τους από όλα αυτά. Προτιμούσαν, εάν ήταν να πεθάνουν, να προτείνουν εκούσια το λαιμό τους για θυσία, όπως ο γυιος του Αβραάμ, η Ιφιγένεια του Αγαμέμνονα, οι μάρτυρες του Χριστού….

 Κάποιο μεσημέρι άνοιξε η πόρτα του κελιού. Ήταν η ώρα της εκτέλεσης της εσχάτης των ποινών. Το αδερφάκι που ήταν κοντά στην είσοδο έτριβε την ώρα εκείνη ένα κλώνο …φτέρης, που έμπαινε από μια φυραμάδα στο κελί. Εσύρθη έξω από το κελί αδιαμαρτύρητα. Θυσιάστηκε πρώτο. Το άλλο αδερφάκι κατάλαβε. Έπεσε κάτου και σε δυο ώρες πέθανε στο κελί. Δεν άντεξε τη μοναξιά. Ήταν εκείνο που είχε απαγάγει ο Λολώτας.

Τα κυνηγόσκυλα του χωριού μαζεύτηκαν τότε γύρω από το δεσμωτήριο και άρχισαν ένα συνεχές, έντονο, μανιακό γαύγισμα-κλαφουνητό. Κάτι τους μύρισε. Κάτι τα ερέθισε. Δεν έλεγαν να σταματήσουν! Ήταν ο τορός, ο τορός των δύο λαγών!