Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος, Ομιλία εις τους Αγίους Πάντας

19 Ιουνίου 2022

Άγιοι Πάντες.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος, Ομιλία εις του Αγίους Πάντας

που μαρτύρησαν σ’ όλο τον κόσμο

 

α’. Από τότε που πανηγυρίσαμε την ιερή εορτή της Πεντηκοστής, ακόμα δεν πέρασαν επτά μέρες και πάλι μας βρήκε μαρτύρων χορός, ή καλύτερα μαρτύρων στρατιά και παράταξη που δεν είναι καθόλου κατώτερη από τη στρατιά των αγγέλων που είδε ο πατριάρχης Ιακώβ, αλλά αντάξια και ίση μ’ αυτήν.

Γιατί μάρτυρες και άγγελοι στα ονόματα μόνο ξεχωρίζουν, αλλά στα έργα ενώνονται.

Στον ουρανό κατοικούν οι άγγελοι, αλλά και οι μάρτυρες. Αγέραστοι κι αθάνατοι είναι εκείνοι, αυτή τη χάρη θ’ αποχτήσουν και οι μάρτυρες. Μα πήραν ασώματη φύση εκείνοι; Και τι μ’ αυτό; Κι οι μάρτυρες αν κι έχουν σώμα, είναι όμως αθάνατο.

Ο θάνατος του Χριστού στολίζει με την αθανασία τα σώματά τους πιο πολύ κι από την αθανασία. Ο ουρανός δεν είναι τόσο λαμπρός, στολισμένος με των άστρων τη στρατιά, όσο είναι τα σώματα των μαρτύρων που τα στολίζει η λαμπρή σειρά τα τραύματα. Ώστε επειδή πέθαναν, γι’ αυτό είναι ακόμα πιο σπουδαίοι, κι έλαβαν τα βραβεία πριν από την αθανασία, στεφανωμένοι από το θάνατό του. «Τον έκαμες λίγο πιο μικρόν από τους αγγέλους, με δόξα και τιμή τον εστεφάνωσες», λέει ο Δαυίδ, για τη φύση όλων των ανθρώπων. Αλλά και το λίγο αυτό το συμπλήρωσε όταν ήρθε στον κόσμο ο Χριστός, σαν καταδίκασε το θάνατο με το θάνατό του.

Μα εγώ δεν το υποστηρίζω τώρα αυτό, αλλά ότι και το ελάττωμα τούτο του θανάτου έγινε προτέρημα, γιατί αν δεν ήταν θνητοί δε θα γίνονταν μάρτυρες. Ώστε αν δεν ήταν ο θάνατος, ούτε το στεφάνι δε θα ήταν. Αν δεν ήταν το τέλος της ζωής, δε θα ήταν το μαρτύριο. Αν δεν υπήρχε θάνατος, δε θα μπορούσε να λέη ο Παύλος, «Κάθε μέρα πεθαίνω, μα το καύχημα το δικό σας, που έχω στον Ιησού Χριστό». Αν δεν ήταν θάνατος και φθορά, δε θα μπορούσε να λέη ο ίδιος· «Χαίρομαι στα παθήματά μου για σας, και αναπληρώνω τα υστερήματα των θλίψεων του Χριστού στη σάρκα μου».

Ώστε ας μην πονούμε που γίναμε θνητοί, αλλά ας ευχαριστούμε που με το θάνατο μάς ανοίχτηκε του μαρτυρίου το στάδιο, που με τη φθορά λάβαμε αφορμή για βραβεία. Έτσι έχομε αιτία γι’ αγωνίσματα.

Βλέπεις τη σοφία του Θεού, πως το μεγαλύτερο κακό, την αιτία της συμφοράς μας, αυτό που μας έφερε ο διάβολος, το θάνατο λέω, αυτόν τον άλλαξε σε δόξα και τιμή δική μας, φέρνοντας γι’ αυτό τους αθλητές στου μαρτυρίου τα βραβεία; Τι λοιπόν; να ευχαριστήσωμε το διάβολο για το θάνατο; μη γένοιτο!

Γιατί δεν είναι το κατόρθωμα από τη δική του θέληση, αλλά το χάρισμα αυτό είναι από του Θεού τη σοφία. Ο διάβολος έφερε τον θάνατο για να καταστρέψη, να γυρίση τον άνθρωπο στη γη κι έτσι να του ξεριζώση κάθε ελπίδα σωτηρίας. Ο Χριστός όμως πήρε το ίδιο πράγμα και το άλλαξε, και μας ανέβασε πάλι στον ουρανό μ’ αυτό. Ας μη με κατακρίνη λοιπόν κανείς που ονόμασα χορό και στράτευμα όλους μαζί τους μάρτυρες, δίνοντας δύο αντίθετα ονόματα σ’ ένα πράγμα.

Χορός και στράτευμα είναι αντίθετα, αλλά εδώ έγιναν ένα και τα δύο, γιατί βάδισαν προς τα βασανιστήρια μ’ ευχαρίστηση σα να χόρευαν, και φανέρωσαν κάθε αντοχή και νίκησαν τους εχθρούς σα να πολεμούσαν. Αν δης ποιοι ήταν αυτοί που αγωνίστηκαν, θα πης μάχη και πόλεμο και στράτευμα αυτά που έγιναν. Αν όμως εξετάσης τη θέληση των αγωνιστών, θα παραδεχτής ότι αυτά που τελούσαν ήταν χοροί και διασκεδάσεις και πανηγύρια.

Θέλεις να μάθης ότι αυτά είναι πιο φοβερά από τον πόλεμο; ό,τι έγινε με τους μάρτυρες εννοώ.

Τι είναι άραγε στον πόλεμο το φοβερό; Υπάρχουν και στις δυο μεριές στρατόπεδα περιφραγμένα, που ακτινοβολούν από τα όπλα και κάνουν να λάμπη η γη, από παντού ρίχνονται σύννεφα τα βέλη, τόσα που κρύβουν το φως, ρυάκια το αίμα χύνονται στη γη, οι στρατιώτες πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλο κι είναι πολλά τα πτώματα παντού, σαν τα θερισμένα στάχυα.

Έλα τώρα να σε φέρω από τη μάχη εκείνη, σε τούτη. Κι εδώ δυο παρατάξεις, ή μια των μαρτύρων, ή άλλη των τυράννων, οι τύραννοι είναι καλά οπλισμένοι, μα οι μάρτυρες μάχονται με γυμνό το σώμα, και νικούν οι γυμνοί, όχι οι οπλισμένοι. Ποιος να μην απορήση που αυτός που χτυπιέται νικά αυτόν που χτυπά, ο δεμένος τον ελεύθερο, αυτός που κατακαίγεται αυτόν που τον καίει, αυτός που πεθαίνει αυτόν που τον σκοτώνει;

Είδες ότι αυτά είναι πιο φριχτά από κείνα; Εκείνα αν και φοβερά, όμως γίνονται με τρόπο φυσικό, ενώ αυτά ξεπερνούν κάθε φυσικό και κάθε ανάγκη πραγμάτων, για να μάθης ότι τα κατορθώματα είναι από τη χάρη του Θεού. Αν και τι αδικώτερο από αυτή τη μάχη; τι πιο παράνομο από τα αγωνίσματα εκείνα; Γιατί στους πολέμους και οι δυο που μάχονται προστατεύονται, εδώ όμως δε γίνεται αυτό, αλλά ο ένας είναι γυμνός, ο άλλος οπλισμένος.

Στους αγώνες πάλι, μπορούν κι οι δυο να κτυπούν με τα χέρια τους, εδώ όμως ο ένας είναι δεμένος κι ο άλλος καταφέρνει χτυπήματα ελεύθερα.

Και σα νάχουν κάποια τυραννική εξουσία αυτοί που δίκαζαν εξασφάλιζαν τους εαυτούς των από κάθε ταλαιπωρία κι άφηναν για τους μάρτυρες κάθε κακοπάθεια. Μ’ αυτούς τους όρους κάνουν τον αγώνα τους με τους αγίους κι ούτε έτσι δεν τους νικούν, αλλά μετά την άνιση αυτή μάχη φεύγουν νικημένοι.

Και γίνεται όπως όταν ένας φέρη σε πόλεμο κάποιον πολεμιστή και του σπάση την αιχμή του δόρατος, τον γδύση από το θώρακά του και τον προστάξη να πολεμήση έτσι με γυμνό το σώμα, κι όμως αυτός, παρ’ όλα τα χτυπήματα και τις πληγές και μ’ όλα τα αμέτρητα τραύματα που δέχεται, υψώνει τρόπαια. Γιατί και τους μάρτυρες τους έφερναν γυμνούς, τους έδεναν πίσω τα χέρια, τους χτυπούσαν από παντού και τους ξέσκιζαν, μα κι έτσι νικούσαν.

Και με τα τραύματα που δέχονταν, ύψωσαν το τρόπαιο κατά του διαβόλου. Κι όπως το διαμάντι όσο κι αν χτυπιέται δε σπάει, ούτε μαλακώνει, ενώ το σίδερο που το χτυπά διαλύεται, έτσι ακριβώς και οι ψυχές των άγιων. Σε τόσα βασανιστήρια που τις ανάγκαζαν, αυτές δεν πάθαιναν κανένα κακό, ενώ κατάστρεφαν τη δύναμη των βασανιστών τους και τους απόδιωχναν με πολλές κι αφόρητες πληγές, αισχρά και ντροπιασμένα νικημένους σ’ αυτούς τους αγώνες.

Τους έδεναν στα ξύλα, τους τρυπούσαν τα πλευρά, άνοιγαν αυλάκια στο σώμα τους, σκαλίζοντάς το σα χωράφι, αλλά δεν τους αποτέλειωναν. Και μπορούσε να δη κανείς λαγώνες ξεσκισμένες, πλευρά ανοιγμένα, στήθη κατακομμένα, κι ούτε μ’ αυτά δε χόρταιναν τη μανία τους τα αιμοβόρα θηρία εκείνα, αλλά τους κατέβαζαν από τα ξύλα και τους άπλωναν σε σκάλες σιδερένιες πάνω στα κάρβουνα.

Μπορούσες να δης πάλι πικρότερα θεάματα από αυτά, διπλές σταγόνες να τρέχουν από το σώμα τους, άλλες από το αίμα που χύνεται, άλλες από τις σάρκες που λυώνουν. Κι οι άγιοι, πάνω στη φωτιά, σα να βρίσκωνταν πάνω σε ρόδα, έβλεπαν μ’ ευχαρίστηση αυτά που γίνονταν.

Συνεχίζεται

 

Η ομιλία περιέχεται στον τόμο, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, «Εγκωμιαστικά β’, τόμος ε’», των εκδόσεων ο Λόγος. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Κωνσταντίνος Λουκάκης.