Γεώργιος Γαλίτης – Επίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος Γουέαρ. Ο πρώτος και ο έσχατος

27 Αυγούστου 2022

Είναι φορές που ο χρόνος, με παιγνιώδη διάθεση, συνδυάζει πρόσωπα και γεγονότα, ακατανόητα για πολλούς, αδιάφορα για περισσότερους και σημαδιακά για ελάχιστους.

Φέτος το καλοκαίρι, η μοίρα μού επεφύλαξε να ανήκω σε αυτούς τους ελάχιστους που η απώλεια δύο σπουδαίων ανθρώπων και θεολόγων, οι οποίοι τιμήθηκαν και θα τιμηθούν δεόντως στο άμεσο μέλλον -και δικαίως- από εκείνους που τους γνώρισαν και εμπνεύστηκαν από αυτούς, να αποτελεί για μένα προσωπική εμπειρία τραγικής ειρωνείας.

Η θεολογική μου σπουδή ξεκίνησε ένα βράδυ Δευτέρας προς τα τέλη Σεπτεμβρίου του 1980 στο μικρό αμφιθέατρο της θεολογικής σχολής. Έξω χαλασμός, βροχή με ψιχάλες χοντρές, σκοτάδι απόκοσμο. Στο ημίφως του κτιρίου της Σχολής να περιφέρομαι κρατώντας το τρίπτυχο με το πρόγραμμα των μαθημάτων και να αναζητώ το χώρο που θα παρακολουθούσα το πρώτο μου μάθημα:

Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη
Διδάσκων καθηγητής: Γεώργιος Γαλίτης

Όχι παραπάνω από 20 πρωτοετείς συμφοιτητές μου, αμήχανοι και ανυποψίαστοι για το τι σημαίνει πανεπιστημιακό μάθημα, για το τι σημαίνει πανεπιστημιακός δάσκαλος. Η πόρτα αριστερά ανοίγει και τα μάτια γεμάτα περιέργεια περιμένουν την είσοδο του διδάσκοντος. Ο Γεώργιος Γαλίτης, με ήρεμο και σταθερό βήμα παίρνει θέση ενώπιον μας. Περιφέρει το βλέμμα του σαν να κοιτάει όλους έναν έναν και αρχίζει και μιλά με λόγο αργό, σοβαρό αλλά με χροιά φωνής  που δημιουργεί οικειότητα, με ύφος που -δεν ξέρω πώς- εκπέμπει φροντίδα. Καμμία επιτήδευση στον λόγο του, κανένα εφέ. Μιλά με βεβαιότητα, αναφέρεται σε πράγματα που χωρίς καμιά αμφιβολία τα γνωρίζει καλά και τον αφορούν προσωπικά. Ο καθηγητής αυτός δεν έχει λόγο· είναι ο λόγος του.

Ενώπιον μου βρέθηκε ένα πρόσωπο που διεκδίκησε και σχετικά εύκολα κέρδισε τον σεβασμό μου. Ένα πρόσωπο που με έπεισε πως σε αυτό το κτήριο, το τσιμεντένιο και κρύο, το  ημιφωτισμένο και απρόσωπο, συντελείται κάτι σοβαρό, που αξίζει τον κόπο να το ανακαλύψεις και –γιατί όχι;- να του δοθείς.

Μπορεί να μη θυμάμαι τι άκουσα χτες, θυμάμαι όμως κάτι από τα λόγια εκείνης της πρώτης παράδοσης· κι ας έχουν περάσει 42 χρόνια:

Το πρώτο ήταν για το τι μπορεί να κρύβει μια λέξη του Ευαγγελίου. «Και μόνο τη λέξη ΄΄λόγος΄΄ να παίρναμε», έλεγε ο καθηλωτικός εκείνος καθηγητής, «θέλουμε τρία χρόνια μέσα σε αυτό το αμφιθέατρο για να προσεγγίσουμε κάπως το βάθος και τη σημασία της».

Το δεύτερο είχε να κάνει με την προσωπική ταυτότητα και από πού την αντλεί έκαστος: «Τυπώνουμε κάρτες» έλεγε, «βάζοντας κάτω από το όνομά μας εκείνο που αισθανόμαστε πως μας δίνει θέση μέσα στην κοινωνία. Θα αποφοιτήσετε και στις κάρτες σας δεν θα γράψετε απλώς ΄΄Θεολόγος΄΄ αλλά ΄΄καθηγητής Θεολόγος΄΄. Σε κάποιους άλλους η λέξη ΄΄Δάσκαλος΄΄ ίσως δεν θα τους είναι αρκετή και θα βάλουν ΄΄Εκπαιδευτικός΄΄. Εμείς, φέτος, θα γνωρίσουμε την επιστολή κάποιου που την ταυτότητά του την άντλησε από έναν Εσταυρωμένο και διεκδίκησε τη θέση του μέσα στην κοινωνία δηλώνοντας πιστός στη σχέση του με έναν ασήμαντο και περιφρονημένο από την κοινωνία του».

Εκεί, στο μικρό αμφιθέατρο, κρατώντας το βιβλίο του για την προς Τίτον επιστολή, άρχισα να υποψιάζομαι τι σημαίνει Απόστολος Παύλος.

Εκείνο το βράδυ ο Γεώργιος Γαλίτης μου άνοιξε πρώτος την πόρτα της θεολογικής μου σπουδής και με τον λόγο, το παρουσιαστικό, τη σοβαρότητα και την οικειότητα του έντυσε τη λέξη «Θεολογία» με στιβαρότητα, κύρος και τρυφερότητα. 42 χρόνια μετά, με τόσα που συνέβησαν, με τόσα που άκουσα, με τόσα που είδα, η επιστήμη της Θεολογίας κρατάει αναλλοίωτη τη θέση της μέσα μου και η παρουσία εκείνου του πρώτου διδάσκοντος μετράει ακόμη το λόγο, τη συμπεριφορά και τις πράξεις μου.

Το καλοκαίρι που σιγά σιγά μας αφήνει, σε έναν ναό της ταλαιπωρημένης από την πρόσφατη πυρκαγιά Ανθούσας, έμελλε να δώσω τον τελευταίο ασπασμό στον πρώτο μου πανεπιστημιακό δάσκαλο που ανέβασε σε ένα υψηλό βάθρο το αντικείμενο της σπουδής και της σταδιοδρομίας μου, απ΄ όπου κανείς και τίποτε δεν μπόρεσε να το κατεβάσει.

Αυτό το ίδιο καλοκαίρι, στα τελειώματα του, με κάλεσε να αποχαιρετήσω, έστω και από μακριά, και τον τελευταίο ακαδημαϊκό μου δάσκαλο. Εκείνον που με ευγένεια, με συνέπεια στο καθήκον που θέλησε να αναλάβει απέναντί μου, με ακρίβεια λεπτού στα ραντεβού μας και στις παραδόσεις του, υπήρξε πηγή έμπνευσης, πρότυπο σε ακαδημαϊκό και εκκλησιαστικό επίπεδο, μέντορας αληθινός σε όλο το βάθος και το μεγαλείο που κρύβει αυτός ο όρος.

Τον μακαριστό επίσκοπο Διοκλείας π. Κάλλιστο Γουέαρ τον πρωτογνώρισα το 1987, λίγο πριν τελειώσω τη θητεία μου, έξω από την Ρωσική Εκκλησία στη Φιλελλήνων, μετά από μεσολάβηση τού παντοιοτρόπως ευεργέτη μου μακαριστού Νίκου Νησιώτη. Δέχτηκε να με αναλάβει φοιτητή για το ακαδημαϊκό έτος 1988 – 89 στην Οξφόρδη, προκειμένου να προχωρήσω την διδακτορική μου διατριβή. Από την πρώτη κιόλας εβδομάδα που βρέθηκα στην πόλη αυτή, Σεπτέμβριο του ΄88, μου παρέδωσε ιδιοχείρως  δύο τυπωμένες σελίδες με τις εργασίες που είχα να του παραδώσω, παραθέτοντας μου βασική βιβλιογραφία και επιμέρους βιβλιογραφία για κάθε νηπτικό Πατέρα που περιλαμβανόταν στη διαδρομή που μου χάραξε.

Πέρασε σχεδόν ένας μήνας εντατικής εργασίας με χειρόγραφα -γραμμένα στα ελληνικά για να έχει την ευκαιρία, όπως μου είπε, να ασκεί τα ελληνικά του – που συχνά τα τοποθετούσα στο γραμματοκιβώτιο του μετά τα μεσάνυχτα παίρνοντας ένα δανεικό παλιό ποδήλατο για να κάνω τη διαδρομή από το Ηouse of Saint Gregory & Saint Macrina στην Canterbury Road όπου έμενα, έως την Staverton Road όπου ήταν το σπίτι του. Όσο όμως αργά κι αν γινόταν η παράδοση, την επόμενη μέρα, στην προγραμματισμένη συνάντηση μας, είτε στο σπίτι του είτε στο γραφείο του στο Pembroke College, η εργασία μου ήταν πάντα λεπτομερώς διορθωμένη, με σχόλια πολύτιμα και παρατηρήσεις που αποτελούσαν τη βάση για την επόμενη.

Πολύ γρήγορα κατάλαβα ότι είχα ενώπιον μου όχι απλώς έναν πανεπιστημιακό δάσκαλο αλλά έναν θεολόγο με βαθιά πνευματική ποιότητα και στέρεο  εκκλησιαστικό οραματισμό. Από την Ελλάδα είχα φύγει διχασμένος ανάμεσα σε μια ακαδημαϊκή θεολογία της διανοίας και σε μια βιωματική ευσέβεια στηριγμένη περισσότερο στην παραδοσιακότητα και στην σχετικότητα του συναισθήματος. Έπρεπε να ταξιδέψω στην άλλη άκρη της Ευρώπης για να συνειδητοποιήσω πως η επιστημονική μέθοδος δεν φράσσει αλλά διευρύνει την οδό προς την μυστική εμπειρία, χωρίς, ούτε να την λογικοποιεί, ούτε να την εξαντλεί.

Ο πατήρ Κάλλιστος δεν ήταν μόνον γνώστης αλλά λάτρης της ορθόδοξης μυστικής θεολογίας, γεγονός που τον έκανε απρόσμενα τολμηρό. Το να διαβάζει και να αναλύει κανείς την «Κλίμακα» του Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτη σε ένα ετερόκλητο και απαιτητικό κοινό, όπως εκείνο της πόλης της Οξφόρδης, φαινόταν τουλάχιστον γραφικό. Και όμως, κάθε δεύτερο Σάββατο, στο σπίτι όπου μαζεύονταν οι ακροατές του, έπρεπε να πας τουλάχιστον, μισή ώρα νωρίτερα για να μην μείνεις έξω, ακούγοντας τον λόγο Του από ένα μικρόφωνο. Ακόμα και έτσι όμως, ο αργός αλλά γοητευτικός λόγος του καθήλωνε το ακροατήριό του. Διότι, εκτός των άλλων, ο πατήρ Κάλλιστος δεν ήταν απλώς καλός ομιλητής αλλά και έξοχος αφηγητής. Είτε ο γραπτός είτε ο προφορικός του λόγος ήταν πάντα  διανθισμένος με ιστορίες, οι οποίες πολλές φορές αποτελούσαν την εισαγωγή του. Το δε χιούμορ του, συνοδευόμενο πάντα από εκείνο το διακριτικό και λίγο πλάγιο χαμόγελό του, με έκανε να αγαπήσω -χωρίς ελπίδα μετάνοιας- το αγγλικό φλέγμα. Καμιά μετάφραση έργου του στα ελληνικά, παρά την κατά κανόνα πολύ καλή μετάφραση και επιμέλεια, δεν μπόρεσε να διασώσει, κατά την κρίση μου, αυτό το αδιόρατο χιούμορ που χαρακτήριζε το λόγο και την πένα του. Την αταλάντευτη και στέρεη Ορθόδοξη θεολογία που πρώτος ο Γεώργιος Γαλίτης μου συνέστησε, την έβλεπα τώρα, στο πρόσωπο του εσχάτου πανεπιστημιακού μου δασκάλου να διαλέγεται ήπια με τον άλλον, τον μη Έλληνα, τον μη Ορθόδοξο, τον μη καν πιστό και να γίνεται ελκυστική, και μάλιστα στο πεδίο της πιο απρόσιτης, της πιο ανορθολογικής σφαίρας της, στην Ορθόδοξη μυστική εμπειρία. Και πού παρακαλώ; Στην κατ΄ εξοχήν ακαδημαϊκή πόλη, το τέμενος της επιστημονικής μεθόδου, την Οξφόρδη. Δεν είναι τυχαίο πως το βιβλίο του μακαριστού Επισκόπου Διοκλείας «Η Ορθόδοξη Εκκλησία» αποτελεί το κατ΄ εξοχήν έργο γνωριμίας της Ορθοδοξίας προς τον Δυτικό κόσμο.

Όσο για τους εκκλησιαστικούς του οραματισμούς, δεν άργησα να συνειδητοποιήσω πως ο μακαριστός επίσκοπος Διοκλείας είχε σαφή συνείδηση μιας αποστολής: με τον λόγο, τον τρόπο ζωής και τον αρχιερατικό του ρόλο, επεδίωξε μέχρι τέλους της ζωής του να σφυρηλατήσει μία ενωμένη ορθόδοξη κοινότητα στην Οξφόρδη, αποδεχόμενος βεβαίως πλήρως τις επιμέρους πνευματικές παραδόσεις (κυρίως Ελληνική και Σλαβονική), αναδεικνύοντας όμως παράλληλα, σε κάθε ευκαιρία, την ενότητα που πηγάζει από το κοινό Ποτήριο και την κοινή εκκλησιαστική συνείδηση.

Όταν ο ενθουσιασμός μου από την γνωριμία με τους μεγάλους Νηπτικούς Πατέρες που εκείνος μου σύστησε (τον Ευάγριο τον Ποντικό, τον  Μακάριο τον Αιγύπτιο, τον Συμεών τον Νέο Θεολόγο, τον Γρηγόριο τον Σιναΐτη και βεβαίως τον Γρηγόριο τον Παλαμά, -του οποίου τον πνευματικό πατέρα, τον Θεόληπτο Φιλαδελφείας, είχα ως θέμα στην διατριβή μου-, αλλά και αρκετούς ακόμη) εκφραζόταν στα paper που του έδινα, χρησιμοποιώντας χαρακτηρισμούς θαυμασμού («ο εξαίσιος πατήρ», «το άξιον τέκνον της ορθόδοξης μυστικής παραδόσεως» κλπ), διακριτικά τους διέγραφε και, όταν συζητούσαμε, μου εξηγούσε πως η επιστημονική μέθοδος πρέπει να μένει ανεπηρέαστη από συναισθήματα. Αλλά ο ίδιος, όταν δέχτηκε να μου παραχωρήσει μία συνέντευξη για τον τότε νεοσύστατο ραδιοφωνικό σταθμό της Πειραϊκής Εκκλησίας και έβαλα μπροστά του ένα μαγνητοφωνάκι -που σήμερα μοιάζει μουσειακό- και, μεταξύ άλλων, τον ρώτησα «ποιος είναι τελικά Ορθόδοξος;», μου απάντησε με δωρική λιτότητα και λέξεις φορτισμένες από εμφανές συναίσθημα: «Εκείνος που πιστεύει στην ανάσταση του Χριστού και αγαπά και μιμείται τους Αγίους».

Ο πατήρ Κάλλιστος Γουέαρ είναι ο κατεξοχήν εκπρόσωπος της ορθόδοξης θεολογίας στο Δυτικό κόσμο τα τελευταία 50 χρόνια, κυρίως, κατά την γνώμη μου, εξαιτίας, τόσο της ευχέρειάς του να έχει άμεση πρόσβαση στις πατερικές πηγές  λόγω της γλωσσομάθειας του, όσο και της δυνατότητάς του να αφουγκράζεται τους παλμούς του Δυτικού κόσμου. Ο Κάλλιστος Γουέαρ είναι ο μη ελληνικής καταγωγής ορθόδοξος θεολόγος, ο οποίος καθιστά την ορθόδοξη πνευματικότητα κύριο συστατικό της ταυτότητάς του και την ορθόδοξη θεολογία γνωστή και ελκυστική κοσμοθεωρία και βιοθεωρία διεθνώς, ακριβώς διότι είναι σε θέση να διεισδύσει στις ελληνικές της καταβολές και να αναδείξει την οικουμενικότητά τους. Αυτό το γεγονός τον έκανε να έχει πλήρη συνείδηση τού όρου «σύγχρονη Ελλάδα», πληρέστερη και από τους γηγενείς. «Αντιλαμβάνομαι»,  είχε πει σε μια συνέντευξή του, «τη σύγχρονη Ελλάδα ως έναν συνδυασμό κλασικής Ελλάδας με τη Ρωμηοσύνη».  Ιδού τι υπήρξε τελικώς ο μακαριστός Μητροπολίτης Διοκλείας Κάλλιστος Γουέαρ: Ένας Ρωμηός δάσκαλος με αγγλική προφορά.

Φεύγει για μένα το φετινό καλοκαίρι με την απώλεια δύο πανεπιστημιακών δασκάλων, του πρώτου και του έσχατου. Το συγκινητικό είναι πως συνυπήρξαν μαζί μου καθ΄  όλη τη διάρκεια της σπουδής μου, καθώς η «Φιλοκαλία» βρισκόταν πάντα στην προτεινόμενη βιβλιογραφία εκ μέρους του εσχάτου, του π. Καλλίστου, και είχε μεταγλωττιστεί από τον πρώτο, τον Γεώργιο Γαλίτη.

Αρχή ορφάνιας λοιπόν. Χωρίς τα πρόσωπα-όρια της αρχής και των εσχάτων της σταδιοδρομίας μου να βρίσκονται πλέον εν ζωή. Πλήρης χειραφέτηση και απογαλακτισμός από την ασφάλεια των προηγουμένων. Διεύρυνση του χρόνου, ωρίμανση, αναλογισμός ευθύνης. Όριο, πλέον, αρχής το «από πάντα» και όριο εσχάτων το «για πάντα». Και το ενδιάμεσο; Σιωπή! Σιωπή εύγλωττη και λαλίστατη, όπως τώρα απολαμβάνουν και οι δύο ευεργέτες μου. Κι εκείνοι (εν πληρότητι) κι εγώ (εν ατελεία) σε κατάσταση κατανόησης και αποκάλυψης των κεκρυμμένων αρμών όλων των τυχαίων  και φαινομενικά ασύνδετων περιστάσεων της διαδρομής.  Πλήρης δικαίωση του στίχου του Σαββόπουλου:

«Φτάσαμε στ΄ ανείπωτα

Μην πετάξεις τίποτα».

Και όλο το τραγούδι, σα να το ΄χω γράψει εγώ:

Μα όπως μεγαλώνουμε
κι όμορφα παλιώνουμε
θα `θελα η καρδιά μου να κριθεί
από τους δασκάλους μας
μικρούς μας και μεγάλους μας,
όσους προπαντός έχουν για πάντα κοιμηθεί.

Κι όταν καλή ώρα φεύγουν φίλοι και κοινό
και μονάχος μένω στο κενό
νιώθω να μου φέγγουν απ’ τις όχθες τις πλαϊνές
κάτι φαναράκια· των δασκάλων μου οι σκιές.

Αιωνία τους η μνήμη στην αγκαλιά του Θεού και, όσο ζω, παντοτινή η ευγνωμοσύνη στην καρδιά μου.