Επί του Όρους ομιλία, Ο λαός θαύμαζε όταν άκουγε αυτά τα δυσβάστακτα και κοπιαστικά και αντίθετα προς τα καθιερωμένα!

13 Φεβρουαρίου 2023

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Ομιλία ΙΕ’ 

 

Συνέχεια από εδώ: http://www.pemptousia.gr/?p=364461

 

«Μακάριοι οι ειρηνοποιοί».
Με τον μακαρισμόν αυτόν σκοπόν έχει όχι μόνον να εξαφανίση τας μεταξύ των έριδας και τα μίση, αλλά επιδιώκει και κάτι περισσότερον, να αναλάβωμεν αγώνα να συμφιλιωθούν και άλλοι, που φιλονεικούν μεταξύ των. Και καθορίζει πάλιν πνευματικήν αμοιβήν.

Ποία είναι αυτή; «Ότι αυτοί υιοί Θεού κληθήσονται». Και πράγματι αυτή ήτο η αποστολή του Υιού του Θεού, να συμφιλιώση τους φιλονεικούντας και να συνδιαλλάξη τους αλληλομισουμένους.

Έπειτα επρόσθεσε, διά να μη νομίσωμεν ότι η ειρήνη είναι οπωσδήποτε κάτι το καλόν· «Μακάριοι οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης», δηλαδή ένεκα της αρετής των, της φροντίδος των διά τους άλλους, της ευσεβείας των. Διότι συνηθίζει πάντοτε να ονομάζει δικαιοσύνην την ηθικήν τελειότητα γενικώς.

«Μακάριοί έστε, όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσι και είπωσι παν πονηρόν ρήμα καθ᾽ υμών ψευδόμενοι, ένεκεν εμού, Χαίρετε και αγαλλιάσθε».
Μακάριοι θα είσθε, λέγει, και αν σας αποκαλέσουν π.χ. αγύρτας και απατεώνας και διαφθορείς και ο,τιδήποτε άλλο. Υπάρχει τίποτε παραδοξότερον από αυτάς τας εντολάς, που καθιερώνουν ότι πρέπει να επιδιώκωμεν εκείνα που οι άλλοι πιστεύουν ότι πρέπει να αποφεύγωμεν; Την πενίαν εννοώ και την βαθείαν θλίψιν και τας διώξεις και τας κακολογίας. Παρά ταύτα τα εδίδαξε και έπεισεν όχι δύο ούτε δέκα ούτε είκοσι, ούτε εκατόν ούτε χιλίους ανθρώπους, αλλά όλην την οικουμένην.

Τα πλήθη του λαού ησθάνοντο θαυμασμόν όταν ήκουαν αυτά τα δυσβάστακτα και κοπιαστικά και αντίθετα προς τα καθιερωμένα. Τόση ήτο η δύναμις του Διδασκάλου.

 

5. Αλλά διά να μη νομίσωμεν ότι μόνη η κακολογία είναι αρκετή διά να γίνωμεν μακάριοι, επρόσθεσε δύο προϋποθέσεις. Όταν μας κακολογούν δι᾽ αυτόν [τον Χριστό] και όταν αι κακολογίαι είναι ψευδείς. Διότι, αν δεν υπάρχουν αυταί αι προϋποθέσεις, όχι μόνον μακάριος δεν θα είσαι, αλλά θα είσαι και δυστυχής και αξιοκατάκριτος. Έπειτα πρόσεξε πάλιν την αμοιβήν· «Ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοις ουρανοίς».

Μη θλίβεσαι αν δεν ακούης μετά από κάθε μακαρισμόν ότι αμοιβή θα είναι η βασιλεία των ουρανών. Διότι, αν και καθορίζει κατά διαφόρους τρόπους τας αμοιβάς, ορίζει ότι όλοι αυτοί θα εισέλθουν εις την βασιλείαν των ουρανών.

Διότι, όταν λέγη· «Όσοι πενθούν θα παρηγορηθούν, όσοι ελεούν θα ελεηθούν, όσοι έχουν καθαράν την ψυχήν των από την αμαρτίαν θα ιδούν τον Θεόν, όσοι είναι ειρηνοποιοί θα ονομασθούν υιοί του Θεού», δεν κάμνει τίποτε άλλο, παρά υπονοεί με όλα αυτά την βασιλείαν των ουρανών. Διότι, όσοι θα απολαύσουν αυτά τα αγαθά, θα επιτύχουν οπωσδήποτε την βασιλείαν των ουρανών.

Μη νομίζης λοιπόν ότι η αμοιβή αυτή περιορίζεται μόνον εις τους ταπεινόφρονας, αλλά ανήκει και εις εκείνους που πεινούν την δικαιοσύνην και εις τους πράους και εις όλους τους άλλους γενικώς. Διά τούτο εχρησιμοποίησε δι’ όλους την λέξιν μακάριοι, διά να μην αναμένης καμίαν υλικήν αμοιβήν. Διότι δεν είναι δυνατόν να θεωρήται μακάριος εκείνος που αμείβεται με όσα τελειώνουν εις την παρούσαν ζωήν και εξαφανίζονται γρηγορώτερα από την σκιάν.

Και αφού είπεν· «Ότι ο μισθός υμών πολύς», επρόσθεσε και άλλην προτροπήν· «Ούτω γαρ εδίωξαν τους προφήτας τους προ υμών».

Επειδή δηλαδή η αμοιβή εκείνη, η βασιλεία των ουρανών, αναφέρεται εις το μέλλον και αποτελεί προσδοκίαν, τους παρακινεί και με αυτόν τον τρόπον, με την υπόμνησιν των προφητών, που εταλαιπωρήθησαν πριν από αυτούς· Μη νομίσετε λοιπόν, λέγει, ότι παθαίνετε αυτά, διότι λέγετε και καθιερώνει αντιθέτους απόψεις, ή ότι πρόκειται να σας καταδιώξουν, επειδή διδάσκετε ανηθίκους αρχάς· διότι αι επιβουλαί και οι κίνδυνοι δεν οφείλονται εις την κακίαν της διδασκαλίας σας, αλλά εις την κακίαν των ακροατών σας.

Επομένως δεν διασύρουν εσάς που ταλαιπωρείσθε, αλλά τους εαυτούς των που σας ταλαιπτωρούν. Αυτά τα επιβεβαιώνει όλο το παρελθόν. Διότι και τους προφήτας τους ελιθοβόλησαν και τους κατεδίωξαν και τους επροξένησαν αμέτρητα άλλα βάσανα, όχι βεβαίως επειδή τους εκατηγορούσαν ως αμαρτωλούς και ασεβείς. Να μη σας ανησυχή λοιπόν αυτό. Διότι και τώρα όλαι αι ενέργειαί των οφείλονται εις την ιδίαν νοοτροπίαν των.

Είδες πως παρουσίασε την νοοτροπίαν των αφού τους ετοποθέτησε εις την θέσιν εκείνων που έζησαν κατά την εποχήν του Μωυσή και του Ηλία; Έτσι και ο Παύλος γράφει εις την Α’ επιστολήν του προς τους Θεσσαλονικείς. «Υμείς γαρ μιμηταί εγενήθητε των Εκκλησιών του Θεού, των ουσών εν τη Ιουδαία. Και γαρ και υμείς τα αυτά επάθετε υπό των ιδίων συμφυλετών, καθάπερ κακείνοι υπό των Ιουδαίων, των και τον Κύριον αποκτεινάντων Ιησούν και τους ιδίους προφήτας και ημάς εκδιωξάντων και Θεώ μη αρεσκόντων και πάσιν ανθρώποις εναντίων». Το ίδιον νόημα έχουν εις το σημείον αυτό και τα λόγια του Χριστού. Εις τους άλλους μακαρισμούς έλεγε· «Μακάριοι οι πτωχοί και οι ελεήμονες», εις τον τελευταίον τούτον όμως δεν ομιλεί αορίστως, αλλά απευθύνεται προς αυτούς και τους λέγει· «Μακάριοί έστε όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσι και είτωσι παν πονηρόν ρήμα καθ᾽ υμών». Έτσι κάμνει φανερόν ότι αυτό αποτελεί ιδιαιτέραν εξαίρεσιν δι’ αυτούς και ότι αυτή είναι η μοίρα κυρίως των διδασκάλων.

Συγχρόνως όμως υποδηλώνει εδώ και το αξίωμά του και την ισοτιμίαν του προς τον Πατέρα. Διότι λέγει ότι, όπως εκείνοι εδιώχθησαν διά τον Πατέρα, έτσι θα διωχθήτε και σεις δι’ εμέ. Και όταν λέγη· «Τους προφήτας τους προ υμών», κάμνει γνωστόν ότι έχουν γίνει και αυτοί προφήται. Έπειτα διά να δείξη ότι αι διώξεις τους ωφελούν πολύ και τους δοξάζουν, δεν είπεν· ότι εκείνοι μεν θα σας κακολογήσουν και θα σας καταδιώξουν, αλλά εγώ θα τους εμποδίσω.

Διότι θέλει να τους ελέγχη από τα έργα των και να μένουν ακλόνητοι εις την πίστιν των όχι επειδή δεν κακολογούνται, αλλά διότι αντιμετωπίζουν τας κακολογίας με γενναιότητα· Διότι αυτό είναι πολύ ανώτερον από εκείνο, όπως είναι πολύ σπουδαιότερον να σε κτυπούν και να μη παθαίνης τίποτε από το να μη σε κτυπά κανείς.

Εδώ λοιπόν λέγει ότι «Ο μισθός υμών πολύς εν τοις ουρανοίς». Ο Λουκάς όμως λέγει ότι αυτό το είπε με έμφασιν και με περισσότερον ενθαρρυντικόν τόνον. Διότι δεν περιορίζεται μόνον εις τον μακαρισμόν εκείνων που κακολογούνται διά το όνομα του Θεού, αλλά ελεεινολογεί επί πλέον εκείνους που τους επαινούν όλοι οι άνθρωποι. Λέγει· «Ουαι υμίν, όταν καλώς υμάς είπωσι πάντες οι άνθρωποι». Και επαινούσαν βέβαια τους αποστόλους, αλλά όχι όλοι. Διά τούτο δεν είπεν· Όταν σας επαινέσουν οι άνθρωποι, αλλά· «Πάντες οι άνθρωποι». Διότι δεν είναι δυνατόν να επαινούνται από όλους τους ανθρώπους οι ενάρετοι.

Λέγει επίσης· «Όταν εκβάλωσι το όνομα υμών ως πονηρόν, χαίρετε και σκιρτήσετε».
Και καθορίζει μεγάλην ανταμοιβήν όχι μόνον διά τους κινδύνους τους οποίους αντεμετώπιζαν, αλλά και διά τας κακολογίας. Διά τούτο δεν είπεν· Όταν σας καταδιώξουν και σας σκοτώσουν, αλλά· «Όταν ονειδίσωσι και είπωσι παν πονηρόν».

Διότι εις τους κινδύνους είναι πολλά εκείνα που ανακουφίζουν τον πόνον, όπως π.χ. ότι σε ενθαρρύνουν όλοι, το ότι πολλοί σε χειροκροτούν, σε στεφανώνουν, σε ανακηρύσσουν ήρωα. Όταν σε κακολογούν όμως εξαφανίζεται ακόμη και η ενθάρρυνσις. Διότι δεν θεωρείται κατόρθωμα να σε κακολογούν, και πληγώνει η κακολογία τον αγωνιζόμενον περισσότερον από τους κινδύνους. Δι’ αυτό έφθασαν πολλοί ακόμη και εις την αυτοκτονίαν, διότι δεν υπέφεραν την κακήν φήμην των. Μήπως σου κάμνη εντύπωσιν αυτό; Αλλά αυτό ωδήγησεν εις την αυτοκτονίαν τον προδότην εκείνον, τον αναίσχυντον και αχρείον, και εντελώς ασυνείδητον.

Και ο Ιώβ, το διαμάντι, ο υπομονητικώτερος και από την πέτραν, αντιμετώπισε με ευκολίαν τα πάντα, όταν έχασε την περιουσίαν του και υπέφερεν από τα ανυπόφορα εκείνα δεινά και έχασε ξαφνικά όλα τα παιδιά του και έβλεπε να γεννώνται σκουλήκια από το σώμα του και την γυναίκα του να τον επικρίνη.

Όταν είδεν όμως να τον περιφρονούν και να τον προσβάλλουν οι φίλοι του και να έχουν κακήν γνώμην δι’ αυτόν και να του λέγουν ότι υποφέρει ένεκα των αμαρτιών του και ότι τιμωρείται διά τα κακά έργα του, τότε ανησύχησε, τότε εταράχθη ο γενναίος και σπουδαίος εκείνος άνθρωπος.

Συνεχίζεται

 

Απόσπασμα από το τον τόμο Ι. Χρυσοστόμου έργα 9, των Πατερικών Εκδόσεων «Γρηγόριος ο Παλαμάς», σειρά Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας. Εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση, σχόλια από τους φιλολόγους, Ιγνάτιο Σακαλή και Νικόλαο Τσίκη.