Ο όσιος Μαρκιανός και η διαφωνία του με τον ασκητή Άβιβο

29 Μαρτίου 2023

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Συνέχεια από εδώ: http://www.pemptousia.gr/?p=330957

 

Άλλα θέλω να προσθέσω σ’ αυτά και άλλη διήγηση, που είναι γνώρισμα της θείας του συνέσεως. Κάποιος Άβιτος, έστησε πρώτος στην άλλη έρημο την ασκητική καλύβα· αυτή η έρημος είναι βορειότερα από τούτη και βρίσκεται λίγο ανατολικότερα κατά τον βορειονατολικό άνεμο καθώς πλησιάζει τον ανατολικό άνεμο.

Αυτός ήταν μεγαλύτερος από τον Μαρκιανό και στα χρόνια και στην άσκηση· ήταν φιλόσοφος* και είχε συνηθίσει στη σκληρή ζωή. Όταν έμαθε για την αρετή του ανδρός που φημιζόταν από παντού, επειδή θεώρησε ότι ήταν μεγαλύτερο κέρδος η θέα αυτού από την μακρινή ησυχία, έτρεξε με προθυμία να δει αυτό που ποθούσε.

Όταν ο μεγάλος Μαρκιανός πληροφορήθηκε την άφιξή του, άνοιξε τη θύρα και τον δέχθηκε μέσα. Παρήγγειλε στον θαυμάσιο Ευσέβιο να βράσει όσπρια και χόρτα, εάν βέβαια είχε.

Και όταν χόρτασαν με την αναμεταξύ τους συνομιλία και έμαθε ο ένας την αρετή του άλλου, ετέλεσαν οι δύο μαζί την ακολουθία της ενάτης. Τότε ήρθε και ο Ευσέβιος στρώνοντας τραπέζι και προσφέροντας ψωμιά.

Ο μεγάλος Μαρκιανός είπε στον θεσπέσιο Άβιτο·
«Έλα, προσφιλέστατε από όλους, να φάμε μαζί από αυτό το κοινό τραπέζι».

Και εκείνος είπε·
«Δεν ξέρω να έχω φάει ποτέ ως τώρα πριν από το βράδυ· πολλές φορές μένω δύο και τρεις μέρες συνέχεια χωρίς τροφή».

Και ο μεγάλος Μαρκιανός είπε·
«Λοιπόν για χάρη μου σήμερα ας αλλάξει η συνήθεια. Διότι εγώ, έχοντας ασθενικό σώμα, δεν μπορώ να περιμένω το βράδυ».

Επειδή όμως ούτε με αυτά τα λόγια δεν έπειθε τον θαυμαστό Άβιτο, λέγεται ότι αναστέναξε και είπε·
«Αλλ’ εγώ τουλάχιστο λυπάμαι πολύ και πικραίνομαι, που υπέμεινες τόσο μεγάλο κόπο, για να δεις έναν φιλόπονο και φιλόσοφο, διαψεύσθηκαν όμως οι ελπίδες σου· αντί φιλόσοφο είδες ένα κάπηλο και άσωτο».

Επειδή στενοχωρήθηκε μ’ αυτά ο θεοσεβέστατος Άβιτος και είπε ότι θα ήταν περισσότερο ευχάριστο να φάει κρέας παρά ν’ ακούει αυτά, ο μεγάλος Μαρκιανός είπε·
«Και εμείς, φίλε μου, ζούμε την ίδια ζωή με σένα και σπαζόμαστε την ίδια ασκητική ζωή και προτιμούμε τους κόπους από την ανάπαυση και διαλέγομε τη νηστεία από το φαγητό και τρώμε μόνο όταν νυχτώσει. Αλλά γνωρίζομε ότι η αγάπη είναι πολυτιμότερη από τη νηστεία· διότι η νηστεία είναι έργο της θείας νομοθεσίας και η αγάπη έργο της δικής μας
ελευθερίας. Αρμόζει λοιπόν να θεωρούμε τους θεϊκούς νόμους πολύ ανώτερους από τους δικούς μας».

Αφού τέτοια πράγματα συζήτησαν μεταξύ τους και έφαγαν λίγη τροφή, πέρασαν μαζί τρεις ήμερες· έπειτα χωρίσθηκαν, αλλά πάλι έβλεπαν ο ένας τον άλλον μέσω του Πνεύματος.

Ποιος λοιπόν δεν θα θαύμαζε τη σοφία του άνδρα, από την όποια κυβερνώμενος γνώριζε τον καιρό της νηστείας και τον καιρό της φιλαδελφίας, και ακόμη γνώριζε τη διαφορά των
μορίων της αρετής, και σε ποιο αρμόζει να παραχωρεί ποιο, και σε ποιο να δίνει την κατάλληλη στιγμή τα νικητήρια;

* Φιλόσοφος είναι εδώ με την έννοια του ασκητή που ασχολείται μόνο με τα πνευματικά και τα θεία.

 

Απόσπασμα από το βιβλίο, Θεοδωρήτου Κύρου, «Φιλόθεος ιστορία Α’», των εκδόσεων Τήνος, από τη σειρά βιβλίων Άνθη της ερήμου, αρ. 7. Μετάφραση Αθηνά Καραμπέτσου.