Ο Δαβίδ μάς αφήνει έξοχη διδασκαλία της υπομονής, και μας διδάσκει ότι στις δύσκολες περιστάσεις πρέπει να προσφεύγουμε μόνο στον Θεό!

16 Ιανουαρίου 2024

Ο Προφήτης Δαβίδ.

 

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Του Αγίου Πατέρα μας
Κυρίλλου Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας
Υπόμνημα στους Ψαλμούς

Συνέχεια από εδώ: http://www.pemptousia.gr/?p=390004

 

Ψάλμος 3ος

Στίχ. 2. «Κύριε, γιατί πολλαπλασιάσθηκαν;».

Λέγει λοιπόν· «Γιατί πολλαπλασιάσθηκαν;», χρησιμοποιώντας το «τι» αντί του “υπερβολικά”. Γιατί μένει κατάπληκτος βλέποντας ότι είναι αναρίθμητοι αυτοί που παρασκευάζουν μηχανορραφίες γι’ αυτόν. Και φοβάται βέβαια ως άνθρωπος, ωστόσο δεν υποχωρεί μπροστά στους φόβους, αλλ’ έχοντας στηριγμένη την καρδιά του στον Θεό, ελπίζει ότι θα νικήσει εκείνους που τον επιβουλεύονται.

Στενοχωρούσαν βέβαια τον Δαβίδ καθώς αυξάνονταν οι διακόσιοι άνδρες από την Ιερουσαλήμ που προστέθηκαν στον Αβεσσαλώμ, όταν προστέθηκαν σ’ αυτόν και ο Αχιτόφελ και ο Θεκών και όχλος ισχυρός και λαός πολύς μαζί με αυτόν. Γιατί όλοι αυτοί προξενούσαν στενοχώρια στον Δαβίδ, μεταξύ των όποιων ήταν και ο Σεμεεί, ο όποιος προπορευόμενος καταριόταν τον Δαβίδ.

Στίχ. 4. «Συ όμως, Κύριε, είσαι βοηθός μου».

Αφού ο Δαβίδ προανέφερε την πίεση και αμηχανία που αισθανόταν από την επανάσταση των εχθρών του, τώρα διαστέλλει τη μελωδία με το διάψαλμα, και ανακτώντας θάρρος με
εκείνο που με τρόπο απόρρητο ήχησε μέσα του, αφήνει να βγει αυτή η σωτήρια φωνή· «Συ όμως, Κύριε, είσαι βοηθός μου».

Εκείνοι βέβαια, λέγει, κινούν όπλα και περιμένουν να με νικήσουν επειδή απογυμνώθηκα από τη χάρη σου, εγώ όμως γνωρίζω τον Σωτήρα και Λυτρωτή μου. Δεν στηρίζω την ελπίδα μου στο τόξο, και η ρομφαία μου δεν θα με σώσει, άλλα τείχος αδιάρρηκτο για μένα και πλήθος σωματοφυλάκων που δεν καταβάλλεται εύκολα είναι η δική σου ευμένεια, Δέσποτα, και η βοήθειά σου.

Και δεν θα χρειασθώ κανένα, γιατί η αγαθότητα σου μου απονέμει και δόξα, και υψώνει το κεφάλι μου, δηλαδή με καθιστά ένδοξο και πέρα από τους εχθρούς μου.

Η κεφαλή ονομάζει την εξουσία του, την όποια, αφού ταπεινώθηκε για λίγο, την έλαβε πάλι υψωμένη.

Θα μπορούσε όμως και ο Σωτήρας ως άνθρωπος να πει στον Πατέρα του· Συ είσαι βοηθός μου, και δεν εγκαταλείπεις την ψυχή μου στον άδη, και δόξα μου είσαι, λέγοντας· «Και σε δόξασα, και θα σε δοξάσω πάλι», και δόξασες την κεφαλή μου, δηλαδή τη θεότητα, κάνοντας την φανερή με τα θαύματα.

Γιατί τα θαύματα πάνω στον σταυρό ήταν σαφής απόδειξη της θεότητας του Μονογενούς. Ανυψώνει όμως και τη δική μας κεφαλή ο Θεός, δηλαδή τον νου και το ηγεμονικό, όταν βλέπουμε ψηλά, παραβλέποντας κάθε τι το σωματικό.

Στίχ. 5. «Με δυνατή φωνή φώναξα προς τον Κύριο» κ.τ.λ.

Ο προφήτης διηγούμενος τα πάθη του και ότι αντιμετώπισε με γενναιότητα όσα του συνέβαιναν, με το παράδειγμά του μας αφήνει έξοχη διδασκαλία της υπομονής, και μας διδάσκει ότι στις δύσκολες περιστάσεις δεν πρέπει να προσφεύγουμε σε άλλον, αλλά στον Θεό, και ότι ο καρπός αυτής της προσφυγής είναι το ότι εισακουόμαστε.

Τώρα βέβαια στρέφει το πρόσωπό του σε μας και μας λέγει με ποιόν τρόπο, αφού προσευχήθηκε, εισακούσθηκε, και λέγει· «Φώναξα με δυνατή φωνή στον Κύριο, και με άκουσε από το άγιο όρος του».

Στίχ. 6. «Εγώ κοιμήθηκα και έπεσα σε ύπνο βαθύ».

Ύπνο εδώ εννοεί τον ύπνο του νου, με τον όποιο έπεσε και στην αμαρτία. Ομολογεί το παράπτωμα, και το γεγονός του ύπνου που συνέβη στον νου το χαρακτηρίζει έγκλημα.

Γιατί, εάν ο νους είναι άγρυπνος, έργο και φροντίδα του είναι να αποφεύγει αυτό που είναι κακό και να βιάζεται να απομακρυνθεί από αυτό που από τη φύση του αδικεί. Όταν όμως ροχαλίζει και πάσχει από οκνηρία, αυτό είναι δείγμα ότι νικιέται από τα πάθη και μάλιστα τα σαρκικά.

Λοιπόν συγχρόνως και την αμαρτία του μημονεύει, και αναπέμπει ευχαριστήρια ωδή στον Θεό, λέγοντας· εγώ βέβαια κοιμήθηκα από νωθρότητα και παραδόθηκα στην αμαρτία, ερχόμενος σε συνουσία με την Βηρσαβεέ, και σκοτώνοντας τον Ουρία.

Και δεν θα κατόρθωνα την ανόρθωσή μου με τη μετάνοια, εάν δεν με βοηθούσε ο Κύριός μου.

Αυτό ασφαλώς σημαίνει, ότι ομολογεί βέβαια έμπρακτα την αδυναμία της ανθρώπινης διάνοιας, αλλά στεφανώνει με τους επαίνους τον Θεό που και πάντοτε σώζει και βοήθα, και συντρίβει την παγίδα του διαβόλου, ελευθερώνοντας εκείνους που πιάστηκαν σ’ αυτήν.

Αλλά, λέγει, και όταν ο Αβεσσαλώμ με εχθρευόταν, εγώ έδειχνα αδιαφορία και κατά κάποιο τρόπο κοιμώμουν, τώρα όμως αφυπνίσθηκα και γνωρίζω, ότι ο Κύριος, όταν αδικούμαι, θα με βοηθήσει.

Θα αποτινάξω και τον ύπνο της λιποψυχίας, τον όποιο μου προξένησε η νύχτα της συμφοράς, και θα σηκωθώ γεμάτος από ευθυμία, σαν να βλέπω ήμερα λευκή, την φαιδρότερη κατάσταση των πραγμάτων. Γιατί η ελπίδα της βοήθειας του Θεού δεν με αφήνει να κοιμάμαι και να αποθαρρύνομαι.

Στίχ. 7. «Δεν θα φοβηθώ από αμέτρητα πλήθη λαού».

Επειδή, λέγει, με βοήθησε ο Κύριος, έχω ανακτήσει τη δύναμή μου και απέκτησα τόση νεανική αυτοπεποίθηση, ώστε να μη φοβάμαι με κανένα τρόπο, ακόμα και αν με περιστοιχίζουν αμέτρητα πλήθη λαού μαζί με τον Αβεσσαλώμ.

Είναι δηλαδή καλή η πίστη των αγίων, γιατί δεν φοβούνται καθόλου, αν και τους επιτίθεται αναρίθμητο πλήθος εχθρών, όταν είναι υπερασπιστής τους ο Θεός. Γιατί αρκεί να είναι μόνος όντας παρών, να διαλύσει τις πολλές μυριάδες.

Ούτε ο Κύριος φοβήθηκε τους Ιουδαίους και τους εθνικούς που τον περικύκλωναν τον καιρό του πάθους. Γι’ αυτό και απέφυγε να έχει μυριάδες αγγέλων.

 

Από τον τόμο «Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Άπαντα τα έργα, τόμος 14» του εκδοτικού οίκου Ελευθερίου Μερετάκη «Το Βυζάντιον», Πατερικαί Εκδόσεις Γρηγόριος Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 2003. Κείμενο, μετάφραση, σχόλια Παναγιώτης Παπαευαγγέλου, δρ. Θεολογίας. Επόπτης, επιμελητής εκδόσεως Ελευθέριος Γ. Μερετάκης, πτ. Θεολογίας.