Η μεγάλη πορεία του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου

28 Ιουνίου 2011

Η ιστορία του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου ξεκινά στην πραγματικότητα αρκετά πριν από την θεμελίωση του σημερινού κτιρίου όπου αυτό στεγάζεται. Υπήρξε δε μέριμνα του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους, που φρόντισε, λίγο μετά την δημιουργία του, να εξαγγείλει την ίδρυση του «Εθνικού Μουσείου».

Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο είναι το σημαντικότερο αρχαιολογικό μουσείο της Ελλάδας και ένα από τα σπουδαιότερα μουσεία του κόσμου στον τομέα της αρχαίας τέχνης. Η φυσιογνωμία του συνδέεται με την ιστορία του ελληνικού κράτους.

Από την Αίγινα στην Αθήνα

Κατά την διάρκεια της Επανάστασης του 1821 και της πρώτης δεκαετίας από την ίδρυση του ελληνικού κράτους (1830), κυρίαρχη ιδεολογία είναι ο Διαφωτισμός, ο οποίος προσδιόριζε την ελληνική ταυτότητα με βάση την άμεση διασύνδεσή του με τον αρχαίο Ελληνισμό και τα πολιτειακά του ιδεώδη (Κιτρομηλίδης 1991, σ. 65). Η εθνική συνείδηση των Ελλήνων στηρίχθηκε στον άμεσο δεσμό με την κλασική αρχαιότητα. Απόδειξη αυτού του δεσμού είναι οι αρχαιότητες, που ήδη από την εποχή της Αναγέννησης έχαιραν τεράστιας αίγλης στην Ευρώπη. Μέσα σε αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο ιδρύεται με ψήφισμα του Καποδίστρια της 21ης Οκτωβρίου 1829 το «Εθνικόν Μουσείον», που στεγάστηκε στο κτίριο του Ορφανοτροφείου στην Αίγινα. Η ίδρυση μουσείου κρίνεται απαραίτητη για την προστασία και διαφύλαξη των μνημείων της εθνικής κληρονομιάς από τις λεηλασίες, τις αρπαγές αλλά και τις αγοραπωλησίες, που οδηγούσαν πλήθος αρχαιοτήτων σε συλλογές και μουσεία του εξωτερικού (Βουδούρη 2003, 15).

Με την μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα το 1834 και με τον νόμο της 10/22 Μαΐου 1834 ιδρύεται το «Κεντρικόν Δημόσιον Μουσείον διά τας αρχαιότητας» στην νέα πρωτεύουσα (Βουδούρη 2003, 19-20). Συγκεκριμένα, με βασιλικό διάταγμα από 13/11/1834 ορίζεται ως κεντρικό αρχαιολογικό μουσείο το Θησείο και το 1837 μεταφέρεται εκεί από την Αίγινα το μεγαλύτερο μέρος των αρχαιοτήτων του Εθνικού Μουσείου (Βουδούρη 2003, 29). Αργότερα, λόγω στενότητας χώρου, χρησιμοποιήθηκαν και άλλοι χώροι, όπως η Στοά του Αδριανού και διάφορα δημόσια κτίρια (Καρούζου 1999, 6).

Η νέα στέγη

Όμως ο αριθμός των αρχαιοτήτων που αυξάνονταν ολοένα, τόσο από τις ανασκαφές, όσο και από τις οικοδομήσεις νέων κτιρίων στην πρωτεύουσα, οι οποίες αποκάλυπταν ευρήματα στα θεμέλιά τους, έκαναν επιτακτική την ανάγκη για την οικοδόμηση ενός μεγάλου κτιρίου. Ήδη την ίδια εποχή ο Leo von Klenze, αρχιτέκτονας της Γλυπτοθήκης και της Παλαιάς Πινακοθήκης του Μονάχου, ετοίμασε τα σχέδια ενός μουσείου, ονομαζόμενου «Παντεχνείον» και τοποθετημένου στον Κεραμεικό. Το κτίριο δέν έγινε ποτέ λόγω έλλειψης πόρων.

Η κυβέρνηση εγγράφει τα έτη 1854 και 1855 ένα μικρό ποσό στον κρατικό προϋπολογισμό για την ίδρυση κτιρίου, ενώ καθοριστική είναι η χορηγία του Έλληνα ευεργέτη ομογενούς από την Αγία Πετρούπολη, του Δημητρίου Βερναρδάκη, ο οποίος προσέφερε τότε, το 1858, το ποσό των 200.000 δρχ. για την ανέγερση του Μουσείου (Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο 2005, σ. 6).

Αρχικά, το 1865, εγκρίνεται η ανέγερση Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου βάσει του σχεδίου του μέλους της Ακαδημίας του Μονάχου, Ludwig Lange, στην συνέχεια όμως εκφράζονται αντιρρήσεις και ως προς το σχέδιο και ως προς την επιλογή της θέσης του Μουσείου στον λόφο του Αγίου Αθανασίου στον Κεραμεικό.

Τελικά το οικοδόμημα χτίστηκε στο μεγάλο οικόπεδο που δώρισε η Ελένη Τοσίτσα και που σήμερα περιβάλλεται από τις οδούς Πατησίων, Βασιλέως Ηρακλείου, Μπουμπουλίνας και Τοσίτσα, βάσει των σχεδίων του αάοώό, όπως είχαν τροποποιηθεί από τον Π. Κάλκο. Τον Οκτώβριο του 1866 έγινε η θεμελίωση, ενώ η αποπεράτωση του κτιρίου ολοκληρώθηκε το 1889, με αρχιτέκτονα τον Ερνέστο Τσίλλερ και με την οικονομική ενίσχυση του υιού Βερναρδάκη, Νικόλαου, που χορήγησε 100.000 φράγκα γι’ αυτόν τον σκοπό το 1871 (Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο 2005, 6).

Βασιλικά διατάγματα καθορίζουν τον σκοπό και την λειτουργία του Μουσείου, που εκθέτει αντικείμενα στην δυτική πτέρυγα από το 1874, δηλαδή πριν ακόμη ολοκληρωθεί η κατασκευή του. Στό καινούργιο κτίριο της οδού Πατησίων μεταφέρονται αρχαιότητες που μέχρι τότε φυλάσσονταν σε άλλα κτίρια, όπως στο Θησείο και την Στοά του Αδριανού, στον Πύργο των Ανέμων, στο Βαρβάκειο, στο Πολυτεχνείο. Με βασιλικό διάταγμα του 1888 το «Κεντρικόν Δημόσιον Μουσείον διά τας αρχαιότητας» μετονομάζεται σε «Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο». Ο προσδιορισμός «Εθνικό» συνδέεται όχι μόνο με την γεωγραφική προέλευση και την σπουδαιότητα των συλλογών του, αλλά και με την αποστολή του ως θεματοφύλακα της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς, που, όπως ήδη αναφέραμε, αποτελεί θεμελιώδη λίθο της εθνικής συνείδησης των Νεοελλήνων (Βουδούρη 2003, σ. 365).

Τα εκθέματα και η διάταξή τους

Η αίθουσα της συλλογής αγγείων πριν από τον πόλεμο.

Όσον αφορά την μουσειογραφική πλευρά του Εθνικού Αρχαιολογικού σε αυτά τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του, αξίζει να σημειωθεί ότι έγινε προσπάθεια να συνοδεύονται τα αντικείμενα και από κάποιο πληροφοριακό υλικό. Οι προθήκες είχαν τίτλους και πολλά εκθέματα συνοδεύονταν από λεζάντες, ενώ στον τοίχο κάθε αίθουσας ήταν γραμμένη η ονομασία της και τα ονόματα των δωρητών. Τα αντικείμενα εξετίθεντο με χρονολογική και τυπολογική διάταξη, ακολουθώντας την κλασικιστική παράδοση, που κυριαρχούσε στην έκθεση αρχαιοτήτων στην Ευρώπη (Γκαζή 1999, σ. 49). Και αυτό είναι λογικό, καθώς οι αρχαιολόγοι που έστησαν τότε την έκθεση σπούδασαν σε ευρωπαϊκές χώρες, όπου οι απόψεις του Winckelmann, που συνέδεαν στενά την κλασική αρχαιολογία με την ιστορία της τέχνης, ήταν κυρίαρχες (Μούλιου 1999, 57).

Η στενότητα του χώρου επέβαλλε επέκταση του κτιρίου στα ανατολικά. Στίς αρχές του αιώνα προστέθηκε μία πτέρυγα σε σχέδια Αναστασίου Μεταξά και στην περίοδο 1932-1939 ανεγέρθηκε ένα διώροφο κτίριο σε σχέδια Γ. Νομικού. Η μεταφορά αντικειμένων σε αυτό το νέο τμήμα του μουσείου δέν πρόλαβε να πραγματοποιηθεί γιατί ξέσπασε ο πόλεμος τον Οκτώβριο του 1940.

Τα δύσκολα χρόνια

Ο κούρος του Σουνίου κατά την απόκρυψή του κάτω από το δάπεδο της αίθουσας του Εθνικού Μουσείου, όπου ήταν εκτειθεμένος. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, 1941.

Προκειμένου να προστατευθούν τα αρχαία από τους εισβολείς και τους βομβαρδισμούς άρχισαν μεγάλες εργασίες απόκρυψης, που κράτησαν έξι μήνες. Στα θησαυροφυλάκια της Τράπεζας της Ελλάδος, μέσα σε κιβώτια, φυλάχθηκαν πολύτιμα αντικείμενα μικρού μεγέθους, όπως κοσμήματα και νομίσματα.

Σέ κρησφύγετα εκτός Αθηνών μεταφέρθηκαν αρκετά γλυπτά, ενώ περισσότερα γλυπτά και αγγεία προστατεύθηκαν στα υπόγεια του Μουσείου.

Κάτω από τους εκθεσιακούς χώρους ανοίχθηκαν μεγάλοι λάκκοι, στους οποίους τοποθετήθηκαν τα μεγάλα μαρμάρινα αγάλματα, καταστρέφοντας τα μαρμάρινα δάπεδα του κτιρίου. Σάκοι άμμου τοποθετήθηκαν κατά μήκος όλων των παραθύρων του υπογείου, για προστασία από τους βομβαρδισμούς, ενώ μεγάλες ποσότητες άμμου σκέπασαν τα αρχαία που είχαν τοποθετηθεί στα υπόγεια της νέας πτέρυγας.

Μετά τον πόλεμο και κατά την διάρκεια του Εμφυλίου το κτίριο λειτούργησε και ως χώρος κρατουμένων.

Βιβλιογραφία
Βουδούρη, Δ., (2003): «Κράτος και Μουσεία. Το θεσμικό πλαίσιο των αρχαιολογικών μουσείων», Αθήνα, Σάκκουλας.
Γκαζή, Α., (1999): «Η έκθεση των αρχαιοτήτων στην Ελλάδα (1829-1909). Ιδεολογικές αφετηρίες-Πρακτικές προσεγγίσεις», Αρχαιολογία και Τέχνες, 73, σελ. 45-53
Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (2005), Υπουργείο Πολιτισμού– Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων.
Καπούζου, Σ., (1999), «Εθνικό Μουσείο. Γενικός οδηγός», Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών.
Κιτρομηλίδης, Π., (1991): «Ιδεολογικά ρεύματα και πολιτικά αιτήματα κατά τον ελληνικό 19ο αιώνα» στο Γ. Β. Δερτιλής–Κ. Κωστής (επιμ.), Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας, Αθήνα, Σάκκουλας.
Μούλιου, Μ.,(1999): «Από την ιστορία της αρχαιολογικής επιστήμης στην ανάγνωση μουσειακών εκθέσεων του παρελθόντος», Αρχαιολογία και Τέχνες, 73, σελ. 53-59.
Διαδίκτυο
http://www.culture.gr/2/21/214/21405m/g21405m1.html

Οι φωτογραφίες προέρχονται από το βιβλίο του Βασ. Πετράκου «Τα αρχαία της Ελλάδος κατά τον πόλεμο 1940-1944» και το περιοδικό «Μουσείο», τ. 1.