Εκκλησιαστική Ακρίβεια & Οικονομία Α΄. Θεολογικές Αφετηρίες

2 Δεκεμβρίου 2012

Το πρόβλημα της εφαρμογής της οικονομίας δεν τέθηκε για πρώτη φορά κατά τους νεότερους χρόνους1. Ήδη από το Ευαγγέλιο είναι γνωστοί οι λόγοι του Χριστού προς τους γραμματείς και φαρισαίους που επέμεναν στην αυστηρή τήρηση της αργίας του Σαββάτου: «Το σάββατον δια τον άνθρωπον εγένετο, ουχ ο άνθρωπος δια το σάββατον»2. Εξάλλου ο Απόστολος Παύλος, ενώ στην προς Γαλάτας επιστολή καταφέρεται κατά της δικαίωσης μέσω της τήρησης του Νόμου3 και κατά της περιτομής4, σε άλλη περίπτωση περιτέμνει τον Τιμόθεο, τέκνο  Έλληνα και πιστής Ιουδαίας, «δια τους Ιουδαίους τους όντας εν τοις τόποις εκείνοις»5.

Αλλά και κατά την εποχή των Μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας συζητήθηκε το θέμα της ακρίβειας, δηλαδή της απαρέγκλιτης τήρησης των εντολών και των κανόνων της Εκκλησίας, αλλά και της πρόσκαιρης παρέκκλισης από την κανονική ακρίβεια για λόγους οικονομίας. Ο Γρηγόριος  Θεολόγος σε επιστολή του προς τον Μ. Βασίλειο παρατηρεί: «Βέλτιον ουν οικονομηθήναι την αλήθειαν, μικρόν ειξάντων ημών, ώσπερ νέφει τινί, τω καιρώ, η καταλυθήναι τω φανερώ του κηρύγματος»6. Στη συνέχεια ο Γρηγόριος ζητάει να πληροφορηθεί  από τον Μ. Βασίλειο ως ποιό σημείο μπορεί να εφαρμόζει την οικονομία, για να διασφαλίζει την αλήθεια, αλλά και να μην κατηγορείται από τους αντιπάλους του7. Φαίνεται ότι υπήρχαν πολλοί εκείνη την εποχή που μέμφονταν τον Γρηγόριο και τον Βασίλειο ότι πρόδιδαν την ορθόδοξη πίστη, επειδή απλώς συζητούσαν με τους αιρετικούς, η διότι είχαν ανεκτική στάση απέναντί τους.

 Παρά τις συζητήσεις όμως των Πατέρων και την ευρεία εφαρμογή της οικονομίας στη ζωή της Εκκλησίας δεν διατυπώθηκε κάποιος κανόνας, που να καθορίζει ακριβώς τον τρόπο εφαρμογής της. Η οικονομία κυρίως βιώνεται  και εφαρμόζεται κατά περίπτωση. Και εκφράζει την φιλανθρωπία, τη συγκατάβαση και τη ελευθερία του Πνεύματος που υπάρχει στην Εκκλησία. Γι  αυτό προφανώς και δεν καθορίστηκε επακριβώς και με λεπτομέρειες κάποιος συνοδικός όρος για την εφαρμογή της. Είναι γενικότερα αποδεκτή η θέση ότι, η οικονομία αφορά πρακτικοηθικά θέματα της χριστιανικής ζωής. Έχει όμως υποστηριχθεί και η άποψη ότι, η «Εκκλησία δεν ημποδίσθη εις την εφαρμογήν της οικονομίας προκειμένου ακόμη και περί της δογματικής διδασκαλίας, ίσως μάλιστα και αυτού του δόγματος»8. Πρέπει όμως εδώ να σημειωθεί ότι δεν πρόκειται για  δόγματα που θέσπισαν και επικύρωσαν Οικουμενικές Σύνοδοι, αλλά για τις δογματικές συζητήσεις που γίνονταν πριν τη οριστική διατύπωσή τους ως δογμάτων και την καταρχήν ανοχή της Εκκλησίας απέναντι στους αντιφρονούντες.

  Ακόμη εκφράζεται η συμπληρωματική θέση, μολονότι δεν υπάρχει όρος εφαρμογής της οικονομίας, όμως αυτή δεν μπορεί να εφαρμόζεται σε βάρος της αλήθειας της πίστεως. Δεν μπορεί η εκκλησιαστική οικονομία να αλλοιώνει η να παραμορφώνει το νόημά της9. Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφέρει ότι, «η οικονομία έχει μέτρα και όρια, και δεν είναι παντοτινή, και αόριστος»10.

Διευκρινίζει ακόμη ότι τα επιτίμια που προβλέπουν οι κανόνες δεν ισχύουν αορίστως, αλλά έχουν προσωπικό χαρακτήρα. «Οι κανόνες προστάζουσι την σύνοδον των ζώντων Επισκόπων, να καθαίρουν τους ιερείς, η να αφορίζουν, η να αναθεματίζουν τους λαϊκούς, όπου παραβαίνουν τους κανόνας». Αν δε συμβεί αυτό, «οι ιερείς αυτοί, και οι λαϊκοί, ούτε καθηρημένοι είναι ενεργεία, ούτε αφωρισμένοι η αναθεματισμένοι»11, έστω κι αν παρέβησαν τους κανόνες. Γι’ αυτό και δεν θεωρεί τον εαυτό του αρμόδιο να επιτιμήσει, η να ελέγξει πρόσωπα με βάση τους κανόνες. Η διδαχή του αποσκοπεί να πληροφορήσει τον κλήρο και το λαό για την αλήθεια της Εκκλησίας. Ο όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης δεν έρχεται σε αντίθεση τόσο με πρόσωπα, όσο με αμαρτωλές και αντικανονικές καταστάσεις και συνήθειες. Η οικονομία, ως πρόσκαιρη παρέκκλιση από την ακρίβεια των κανόνων δεν  πρέπει να θεωρείται  μόνο ως επιεικέστερη, αλλά και ως αυστηρότερη εφαρμογή τους. Κάθε οικονόμος ψυχών  έχει άδεια να αυξάνει και να ολιγοστεύει τα επιτίμια σύμφωνα με τις διαθέσεις, τα πρόσωπα και την κατάσταση των εξομολογουμένων. Να οικονομεί με διάκριση την πνευματική ωφέλεια των Χριστιανών12.

(Συνεχίζεται)

  1. Βλ. σχετικά π. Β. Ι. Καλλιακμάνη, Μεθοδολογικά πρότερα της ποιμαντικής, Λεντίω Ζωννύμενοι, εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 22005, σ. 75 κ.ε.
  2. Μαρκ. 2,27.
  3. Γαλ. 2,16 κ.εξ.
  4. Γαλ. 6,12.
  5. Πράξ. 16,1-3.
  6. Επιστολή 58, Βασιλείω, PG 37,116C.
  7. «Συ δε δίδαξον ημάς, ω θεία και ιερά κεφαλή, μέχρι τίνος προϊτέον ημίν της του Πνεύματος θεολογίας, και τίσι χρηστέον φωναίς, και μέχρι τίνος οικονομητέον, ίν’ έχωμεν ταύτα προς τους αντιλέγοντας». PG 37, 117A.
  8. Αμίλκα Αλιβιζάτου, Η οικονομία κατά το κανονικόν δίκαιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αθήναι 1949, σ. 94.
  9. Γεωργίου Ι. Μαντζαρίδη, Εισαγωγή στην ηθική. Η ηθική στη κρίση του παρόντος και την πρόκληση του μέλλοντος, Θεσσαλονίκη 31995, σ. 154.
  10. Αγαπίου Ιερομονάχου και Νικοδήμου Αγιορείτου, Πηδάλιον,  εκδ. «ΑΣΤΗΡ», Αθήναι 1970, σ. 56.
  11. Πηδάλιον, σ. 4-5.
  12. Αγ. Νικοδήμου, Εξομολογητάριον, σ. 115-116.