Η ετερότητα στην Παράδοση και σήμερα [1]

11 Απριλίου 2013

«Η ετερότητα στην Καινή Διαθήκη, στους Πατέρες της Εκκλησίας και στο σύγχρονο κόσμο»

(Εισήγηση στο ΙΖ΄ Συνέδριο του Μεταπτυχιακού Θεολογικού Συνδέσμου τον Ιούλιο 2011 στη  Λέρο)

     Η ετερότητα, η διαφορετικότητα τόσο σε επίπεδο προσώπων όσο και σε επίπεδο κοινωνικών και πολιτισμικών ομάδων, μολονότι τελευταία απασχολεί πάλι τις κοινωνίες, εντούτοις απασχόλησε το χριστιανισμό έντονα ήδη στα χρόνια της Κ.Δ. Ενσκύπτουμε, λοιπόν και ερευνούμε πρώτα στην Κ.Δ. για να αναζητήσουμε εκεί πώς αντιμετωπίζεται η διαφορετικότητα από το Χριστό και τους αποστόλους.

4. 30-31-1-thumb-large

     Ο Χριστός στο Κατά Ιωάννην ευαγγέλιο,[1] διαλεγόμενος με τη Σαμαρείτιδα στο πηγάδι του Ιακώβ, αντιμετωπίζει την ετερότητα σε δύο επίπεδα: σε επίπεδο προσώπων και συγκεκριμένα φύλου, άνδρας Εκείνος-γυναίκα τούτη και σε επίπεδο φυλετικό, Ιουδαίος-Σαμαρείτιδα. Τόσο η Σαμαρείτιδα όσο και οι μαθητές του  Χρ. δίνουν έμφαση στη διαφορετικότητα φύλου και φυλής και διαχωρίζουν το εγώ και το άλλο ή το εμείς και οι άλλοι. Ο διαχωρισμός είναι τόσο έντονος που παραξενεύονται ακόμη και με τη μεταξύ τους συνομιλία. Ο Χρ. όμως δεν εμποδίζεται από τίποτε διαχωριστικό και ο λόγος του αναφέρεται στο νερό που αναβλύζει αιώνια ζωή, στην αλήθεια και στην ουσία της ζωής. Το ερώτημα της Σαμαρείτιδας ήταν ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο σχετικά με τον τόπο λατρείας του Θεού: εμείς οι Σαμαρείτες ή οι άλλοι οι Ιουδαίοι; Ο Χρ. δεν αποδίδει δίκιο ή άδικο, δεν διαχωρίζει εμάς και άλλους, αλλά προσφέρει την ουσία και την αλήθεια διδάσκοντάς μας σε κάθε θέμα να ερευνούμε την αλήθεια και το χρήσιμο για τη ζωή. Βέβαια, αφού πρώτα επαινέσει τους Σαμαρείτες που λατρεύουν αυτό που δεν ξέρουν, αναφέρει ότι η σωτηρία έρχεται από τους Ιουδαίους μη αποσιωπώντας την ιστορική αλήθεια. Άρα λοιπόν το μήνυμα που δίνεται είναι: μη αλλοίωση της ιστορικής προσφοράς κάθε έθνους αλλά πέρα από το εμείς και οι έτεροι είναι η αλήθεια και η ζωή.

     Στην  προς Εβραίους επιστολή[2] αναφέρεται ότι ο Κύριος ανήκε στη φυλή Ιούδα από την οποία κανείς δεν υπηρέτησε στο θυσιαστήριο, ο Ίδιος όμως είναι ο Μέγας Αρχιερέας. Φαίνεται λοιπόν ότι η φυλή και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της δεν είναι απόλυτα προσδιοριστικά και για κάθε πρόσωπο. Είναι δυνατόν το πρόσωπο εντός μίας συγκεκριμένης φυλετικής ομάδας να είναι διαφορετικό και η φυλή του δεν αποτελεί εμπόδιο στη διαφορετικότητα και την αποδοχή της.

     Ο ίδιος ο Χριστός προσδιορίζεται ως έτερος δύο φορές στην Κ.Δ. Τη  μία φορά ο Λουκάς στις Πράξεις προσδιορίζει τον Ιησού ως έτερο βασιλιά[3] που είναι όμως ο πραγματικός βασιλιάς και μεταγενέστερα ο απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή[4] τονίζει ότι ο Χριστός είναι έτερος, διαφορετικός από τους άλλους ανθρώπους, αφού αναστήθηκε από τους νεκρούς. Η ετερότητα εδώ συνδεόμενη με το πρόσωπο του Ιησού δηλώνει την πνευματική βασιλεία και τη θεότητα του Χριστού αποδεικνυόμενη με την εκ νεκρών ανάσταση. Η ετερότητα στην περίπτωση του Χριστού είναι μοναδική, ποιοτική και ανατρεπτική. Αυτή η χειροπιαστή ετερότητα έφερε τομή στην ιστορία και πλήθος αγωνιστών-μαρτύρων υπερασπιστών της.

     Η ετερότητα στην περίπτωση του Χριστού εισέρχεται στην ανθρωπότητα και συναντάται με τα έτερα έθνη. Τόσο στους τελευταίους λόγους του αναστημένου Χριστού στους μαθητές Του «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη»[5] όσο και στο γεγονός της Πεντηκοστής[6] καθώς και στην απόφαση της Αποστολικής Συνόδου[7] διαπιστώνουμε το πνεύμα και την πρακτική που έφεραν ο Χριστός και οι απόστολοι στις σχέσεις ανάμεσα στα έθνη. Αγκάλιασε απροϋπόθετα όλα τα έθνη, όλες τις φυλές και όλους τους πολιτισμούς και το μήνυμα που προκύπτει είναι ότι ο χριστιανισμός οφείλει να αγκαλιάσει την ετερότητα και μάλιστα αξιολογείται το έργο του χριστιανισμού από το κατά πόσο ενσωματώνει την ετερότητα στο σώμα του Χριστού και μεταδίδει στα διάφορα έθνη το χριστιανικό πνεύμα.

     Σε αυτό το σημείο της μετάδοσης του πνεύματος του Χριστού τίθεται το ερώτημα ποιος το κάνει. Μήπως ο κάθε χριστιανός είναι ανώτερος και μπορεί να μεταδώσει Χριστό; Όχι βέβαια. Ο απ. Παύλος προτρέπει τον Τιμόθεο[8] να μεταδώσει αυτά που άκουσε σε ανθρώπους πιστούς που θα είναι ικανοί να διδάξουν και άλλους. Άρα το κριτήριο είναι η πίστη και η ικανότητα. Πριν προσεγγίσει κανείς κάποιον έτερο στη θρησκεία για παράδειγμα οφείλει να διαθέτει πίστη και αυτοκριτική. «Ο διδάσκων έτερον σεαυτόν ου διδάσκεις; Ο κηρύσσων μη κλέπτειν, κλέπτεις;»[9] Αυτά διαβάζουμε στην προς Ρωμαίους επιστολή και νομίζω αυτοελεγχόμεθα. Η αυτοκριτική λοιπόν είναι προϋπόθεση της όποιας σχέσης μας με τους ετέρους και ταυτόχρονα βοηθάει στη βελτίωσή μας, στη θεραπεία μας πριν συνομιλήσουμε με ετέρους.

     Η συνύπαρξη με την ετερότητα αλλά και η θεμελίωση αδελφικών σχέσεων είναι εντολή στην Κ.Δ : «μη τα εαυτών έκαστος σκοπείτε, αλλά και τα ετέρων έκαστος»[10]. Ας μη φροντίζει ο καθένας μόνο τα δικά του και ό,τι τον απασχολεί αλλά να φροντίζει καθένας και τα χρήσιμα για τους άλλους. Η ανεργία ή η μοναξιά του άλλου πρέπει να με απασχολήσει και να βρω λύση.

     Ο έτερος είναι το πρόσωπο που πρέπει να νοιαστώ σύμφωνα με την Κ.Δ και μάλιστα είναι απαραίτητο και λειτουργικό στην κοινωνία. Υπάρχουν διάφορα είδη χαρισμάτων, διακονιών και δραστηριοτήτων.[11] Άλλος επιδίδεται στο ένα κι άλλος σε κάτι διαφορετικό. Είμαστε ωστόσο ένα σώμα είτε Ιουδαίοι, είτε μη Ιουδαίοι, είτε δούλοι είτε ελεύθεροι. Οι ετερότητες λοιπόν υφίστανται, είναι διακριτές είτε φυλετικές είτε κοινωνικές, δεν ομογενοποιούμαστε και ισοπεδωνόμαστε, αλλά η ετερότητα του καθενός είναι χρήσιμη, λειτουργική κι όχι αξιολογική. Κανείς δε μπορεί να πει για τον άλλο «δε σε χρειάζομαι ή δεν έχω την ανάγκη σου». Αυτό εκφράζεται στην Κ.Δ : ενσωμάτωση των ετεροτήτων και αξιοποίηση όλων με σεβασμό σε αυτό που είναι και σε ό,τι προσφέρει. Κι όταν πονάει ένα μέλος συμπάσχουν όλα τα μέλη και όταν τιμάται ένα μέλος χαίρονται μαζί του όλα τα μέλη.

     Η μόνη περίπτωση που η ετερότητα φορτίζεται αρνητικά στην Κ.Δ. είναι η περίπτωση της ετεροδιδασκαλίας δηλαδή της αιρετικής διδασκαλίας, της διαστρέβλωσης της αλήθειας του Χριστού. Ο απ. Παύλος παρακαλεί τον Τιμόθεο να παραγγείλει σε μερικούς να μη διαδίδουν αιρετικές διδασκαλίες, «μη ετεροδιδασκαλείν»[12]. Όσο λειτουργική και ωφέλιμη είναι η ετερότητα προσώπων και κοινωνιών τόσο βλαπτική και δυσλειτουργική είναι η ετερότητα στη διδασκαλία, η διαστρέβλωση της αλήθειας.

     Στο θέμα της ετεροδιδασκαλίας ο Μέγας Βασίλειος στα Ηθικά του είναι σαφής: «ου δει ετεροδιδασκαλείν»[13]. Στηρίζει το λόγο του στο παραπάνω απόσπασμα της προς Τιμ. Α΄ επιστολής, στην επιστολή προς Γαλάτας[14] όπου αναφέρεται ότι και άγγελος ακόμη αν ευαγγελίζεται διαφορετικά από το παραδεδομένο ευαγγέλιο να είναι αναθεματισμένος και στο ευαγγέλιο του Ιωάννη[15]. Ο Επιφάνιος Σαλαμίνος της Κύπρου αποκαλεί τους ετεροδόξους «μιμητές ειδώλων της αλήθειας»[16]. Το δημιούργημά τους μοιάζει με το έργο του ζωγράφου που ζωγραφίζει ένα πλοίο με τον κυβερνήτη του: έχει τα χρώματα και τις λεπτομέρειες, ξύνοντας όμως το χρώμα ούτε πλοίο ούτε κυβερνήτης υπάρχει, ούτε ταξίδι προσθέτουμε εμείς. Ο Ευάγριος Ποντικός σχολιάζοντας τον Ψαλμό 111 χαρακτηρίζει «πονηρά ακοή» τη διδασκαλία των ετεροδόξων προσθέτοντας και ένα ακόμη στοιχείο: τη διδασκαλία των ετεροδόξων δε θα φοβηθεί «ο επιστήμων και επιστημόνως φοβούμενος τον Κύριο[17]». Άρα, λοιπόν ακόμη και η ετεροδοξία που είναι αρνητική για όσους την ασπάζονται δεν κλονίζει αυτόν που γνωρίζει την πίστη του. Να η πρόκληση: καλή γνώση της πίστης μας. Άλλωστε αυτή είναι  η αιτία που κάποιοι παρασύρονται από αιρέσεις: έλλειψη θεμελίων στην πίστη.

     Η ετερότητα σε επίπεδο προσώπων και κοινωνικών ομάδων αγκαλιάστηκε ,διατηρήθηκε και  λειτούργησε ευεργετικά από το Μέγα Βασίλειο στο συγκρότημά του «Βασιλειάδα». Πλούσιοι και φτωχοί συνεργάστηκαν προσφέροντας οι μεν τα χρήματα οι δε την προσφορά εθελοντικής εργασίας έτσι που και οι πτωχοί γίνονταν στη Βασιλειάδα τόσο χρήσιμοι όσο οι πλούσιοι, σημειώνει ο αείμνηστος καθηγητής Στυλιανός Παπαδόπουλος[18]. Οι επιστολές του Μ. Βασιλείου μαρτυρούν το ενδιαφέρον του για τον άνθρωπο κάθε κοινωνικού στρώματος, καθώς προσπαθούσε να λύσει προβλήματα εργαζομένων στα ορυχεία του Ταύρου, αδικημένων, ορφανών, ιερέων κ.ά.[19] Στο λιμό του 367-368 οργάνωσε συσσίτια χωρίς να ξεχωρίζει χριστιανούς και ειδωλολάτρες[20]. Η ετεροδοξία του αρειανόφρονα αυτοκράτορα Ουάλη δεν εμπόδισε το Μέγα Βασίλειο να προσευχηθεί για τη σωτηρία του μικρού Γαλάτη, γιου του Ουάλη, που ήταν άρρωστος[21]. Η ετεροδοξία δε χωρά στην πίστη, ο ετερόδοξος όμως είναι μέσα στην προσευχή και την πρακτική ζωή του πιστού.

[Συνεχίζεται]


[1]Κατά  Ιωάνν. 4,5-4,42

[2] Προς Εβραίους 7,13-14

[3] Πράξεις 17,7

[4] Προς Ρωμαίους 7,4

[5] Κατά Ματθαίον 28,19

[6] Πράξεις 2,5-41

[7] Ένθ. ανωτ. 15,8-35

[8] Προς Τιμόθεον Β΄2,2

[9] Προς Ρωμαίους 2,21

[10] Προς Φιλιππησίους 2,4

[11] Προς Κορινθίους Α΄12,4-31

[12][12] Προς Τιμόθεον Α΄1,3-4

[13] Μ.Βασ. , Ηθικά, ΒΕΠΕΣ 53,104

[14] Προς Γαλάτας 1,8-9

[15] Κατά Ιωάννην 10,1-2 και 7-8

[16] Επιφανίου Σαλαμίνος Κύπρου, Πανάριον βιβλ. Β΄, ΒΕΠΕΣ 75, 352

[17] Ευαγρίου Ποντικού, Σχόλια εις τους Ψαλμούς, ΒΕΠΕΣ 80,243

[18] Παπαδοπούλου Στυλιανού, Πατρολογία Β΄, σ. 387

[19]Ένθ. ανωτ., σ. 391

[20] Αργυρόπουλου Ανδρ. Καραχάλια Στ. Παπαθανασίου Αθ. Φίλια Γ., Εκκλησία η νέα κοινωνία σε πορεία, σ. 116

[21] Παπαδοπούλου Στυλιανού, Πατρολογία Β΄, σ. 391