Οι εμπειρικοί και οι μεταφυσικοί φιλόσοφοι

2 Μαΐου 2013

S-Trubetskoi_AΤο παρόν κείμενο του πρίγκηπος Σεργίου Τρουμπετσκόϊ μεταφράζεται για πρώτη φορά στην ελληνική. Είχε περιληφθεί στην μνημειώδη έκδοση υπό την επιγραφή “Προβλήματα ιδεαλισμού”.

Μετάφραση Δημήτρης Μπαλτάς

Αποπειράθηκαν κατά καιρούς να αρνηθούν την φιλοσοφία με αυτήν την έννοια και να προσδιορίσουν τα όρια της ανθρώπινης διάνοιας·αποπειράθηκαν κατά καιρούς να διαχωρίσουν την ακριβή γνώση από την αντίληψη, την «επιστημονική» φιλοσοφία από την «ανεδαφική» μεταφυσική. Αλλά αυτές οι απόπειρες δεν οδηγούσαν πουθενά και αποδεικνύονταν εξ ίσου αβάσιμες και αμφισβητήσιμες, όπως και τα συστήματα εκείνα εναντίον των οποίων ήσαν στραμμένες. Κατ’ ουσίαν, ούτε μία διδασκαλία των Σκεπτικών ούτε μία απόδειξη περί του αδυνάτου της υπάρξεως της μεταφυσικής δεν ανέκοπτε την εξέλιξη της μεταφυσικής. [σ. 486] Από την άλλη πλευρά, οι απόπειρες να συγκροτηθεί η «θετικιστική» φιλοσοφία, εάν περιορισθεί κανείς στην σφαίρα μόνον της εμπειρικής γνώσεως, απεδείχθησαν ανεπαρκείς, και αυτό όχι μόνον λόγω της επιμονής της πλειοψηφίας των φιλοσόφων να μην αρνηθούν την ενόραση, αλλά και λόγω του ότι τα ίδια τα όρια της θετικής γνώσεως παραμένουν μέχρι σήμερα αμφισβητήσιμα.

Η σφαίρα της εμπειρίας και η σφαίρα της ακριβούς γνώσεως δεν συμπίπτουν καθόλου. Τα ηθικά φαινόμενα εισέρχονται, αναμφίβολα, στην σφαίρα της εμπειρίας μας, ενώ οι εμπειρικοί φιλόσοφοι, βάσει των γεγονότων της ηθικής εμπειρίας, οικοδομούν τον ίδιο αριθμό συστημάτων ηθικής φιλοσοφίας, όπως και οι μεταφυσικοί. Η αλήθεια είναι ότι επεξεργάζονται τα γεγονότα αυτά με αφετηρία την ψυχολογία· όμως, ακόμα και η ψυχολογία είναι μία επικίνδυνη επιστήμη που μελετά τα ψυχικά φαινόμενα.

Όμως, εξαιρουμένων κάποιων τοποθετήσεων που έχουν να κάνουν με την φυσιολογία παρά με την ψυχολογία, πόση συγκεκαλυμμένη μεταφυσική παρουσιάζεται σήμερα υπό το όνομα της ψυχολογίας! Βεβαίως, αυτό μπορεί να είναι αποτέλεσμα τυχαίων λαθών, ασυνέπειας, ανεπαρκούς αυστηρότητας στην χρήση των εμπειρικών μεθόδων.

Πως όμως να εξηγήσει κανείς το γεγονός ότι μεταξύ των εμπειρικών φιλοσόφων που αποδέχονται την εμπειρία ως αποκλειστική πηγή γνώσεως, οι βασικές διαφωνίες αποτελούν όχι εξαίρεση αλλά σύνηθες φαινόμενο, όπως και μεταξύ των φιλοσόφων άλλης κατευθύνσεως; Η αιτία αυτού είναι ότι τα όρια που διαχωρίζουν την εμπειρία, από όσα βρίσκονται πέραν των ορίων της, είναι δύσκολο να καθορισθούν. Προσπαθώντας να καθορίσουμε τα όρια, τα παραβιάζουμε: δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε την ιδιοκτησία μας από την ξένη γη, εάν δεν γνωρίζουμε αυτήν την ξένη γη- ειδάλλως δεν έχουμε κάτι να διαχωρίσουμε. Η γνώση μας, λέγουν, περιορίζεται στην εμπειρία και σ’ αυτά που αντιλαμβανόμεθα, δηλαδή στα φαινόμενα. Αυτό δίδασκε ο Καντ. Όμως, ο ίδιος έθεσε το κρίσιμο ερώτημα: τι είναι εμπειρία και πως είναι δυνατή. Πως είναι δυνατό το αντικείμενο της εμπειρίας, το φαινόμενο, ή πως είναι δυνατός ο συνδυασμός των αλληλένδετων μεταξύ τους [σ. 487] φαινομένων που αποκαλούμε φύση;  Όμως, τα ερωτήματα αυτά μας οδηγούν ευθέως στην σφαίρα της μεταφυσικής.  Και όμως, δεν γίνεται να αποκλίνει κανείς από αυτά: αφού η εμπειρία δεν είναι κάτι το απόλυτο· αφού η ίδια η εμπειρία καθορίζεται από την δραστηριότητα της συνειδήσεώς μας και τις επιρροές του «μη-εγώ» στο «εγώ»  που συνειδητοποιεί και αισθάνεται. Η εμπειρία είναι η σχέση του γιγνώσκοντος με το εγνωσμένο και μάλιστα αμφότερα υπάρχουν πριν από την σχέση αυτή. Πως συμβαίνει αυτό; Τι μεσολαβεί ανάμεσα σ’ αυτά; Όποια κι αν είναι η απάντηση, είναι σαφές ότι η ίδια η εμπειρία προϋποθέτει τόσο τον αναφερθέντα συσχετισμό όσο και την ύπαρξη των σχετικών αρχών. Η εμπειρία προϋποθέτει κάτι ανεξάρτητο από την εμπειρία και που καθορίζει την εμπειρία.

Ας δούμε το ζήτημα από την άλλη λευρά: οι εμπειρικοί φιλόσοφοι ισχυρίζονται ότι δεν γνωρίζουμε παρά τα φαινόμενα. Τα φαινόμενα αυτά συνδέονται μεταξύ τους με σχέσεις συνοχής και συνυπάρξεως που υπόκεινται σε γενικούς νόμους και κανόνες. Όμως, από μόνα τους τα φαινόμενα δεν υπάρχουν, όπως δεν υπάρχουν τα χρώματα ή οι φωνές χωρίς την όραση ή την ακοή που είναι ικανές να τα αντιληφθούν.

Το φαινόμενο προϋποθέτει, πρώτον, κάτι που φανερώνεται, δεύτερον, μία ύπαρξη που συνειδητοποεί, αισθάνεται, στην οποία φανερώνεται αυτό το κάτι, και, τρίτον, την σχέση μεταξύ τους- σχέση μεταξύ του εγώ και του μη εγώ, μεταξύ του υποκειμένου και του αντικειμένου. Τα φαινόμενα ανάγονται σε σχέσεις. Όμως, αυτές οι σχέσεις προϋποθέτουν πάλι κάτι που τις καθορίζει, τεκμηριώνει, διότι δεν μπορούμε να προσεγγίσουμε τις σχέσεις χωρίς τις σχετικές μ’ αυτές προσλαμβάνουσες έννοιες.

Και αν ο κόσμος των φαινομένων είναι ατελείωτα ένα σύνθετο σύνολο πραγματικών σχέσεων, προϋποθέτει, πρώτον, το σύνολο όλων των αρχών που συσχετίζονται μεταξύ τους και, δεύτερον, κάποια γενικά αρχή που τις ενώνει, δηλαδή την βάση όλων των σχέσεων που τεκμηριώνει τον κόσμο των φαινομένων. Αυτό, όμως, δεν είναι και πάλι παρά ένα γενικό σχήμα μιας ολόκληρης μεταφυσικής κοσμοαντιλήψεως, όπως κι αν αντιλαμβανόμεθα εκείνα τα στοιχεία ή τις αρχές που καθορίζουν τον κόσμο των φαινομένων. [σ. 488] Και με αυτόν τον τρόπο, η ίδια η έννοια του φαινομένου μας οδηγεί πέρα από τα όριά του, ακριβώς όπως η έννοια της εμπειρίας μας οδηγεί πέρα από τα όριά της.