Τρεις μέρες προ της κοιμήσεως

23 Μαΐου 2013

Ένας πρεσβύτερος, ονομαζόμενος Πάρδος, από την Πελοπόννησο, ήρθε κοντά μου στη Μονεμβασιά, παρακαλώντας με να του δώσω το άγιο σχήμα των Μοναχών. Έκλινα μ’ ευμένεια προς την παράκλησή του και, αφού τον κατήχησα πρώτα, προχώρησα κατόπιν στην κουρά του· και δίνοντάς του τη στολή του αγίου μοναχικού σχήματος, τον μετονόμασα Πέτρο. Κ’ ενώ αγωνιζόταν κοντά μας ο μακάριος αυτός μοναχός, ο κατά σάρκα πατέρας του πιεστικά πολύ τον κάλεσε να πάει εκεί, κ’ έτσι, έφυγε από κοντά μου· όταν πήγε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, στο κάστρο το λεγόμενο Ενίκλιο, έπεσε άρρωστος βαριά και αναπαύτηκε εν Κυρίω, περιμένοντας την ανταμοιβή των ασκητικών κόπων του, όπως δείχνουν τα θαύματα που γίνονται καθημερινά στον τάφο του, που μαρτυρούν την παρρησία που απόχτησε προς το Θεό.

Κάποια μέρα που κουβέντιαζα με τον αείμνηστο αυτό μοναχό, ήρθε ο λόγος και στην έξοδο της ψυχής από το σώμα, καθώς και στον τρόπο με τον οποίο την κατηγορούν και την παγιδεύουν τα πονηρά πνεύματα,και τότε μου είπε:

—Ένας φίλος μου αρρώστησε και, όταν πήγα να τον επισκεφθώ, μου λέει: «καθώς βλέπω την κατάστασή μου, πολυσέβαστε πάτερ μου, πρέπει να βρίσκομαι κοντά στην ώρα του θανάτου μου· αν μου επιτρέπεις, λοιπόν, θα ήθελα να εξομολογηθώ στην αγιωσύνη σου τα κρίματά μου». Κ’ εγώ του απάντησα: «εξομολογήσου τα, χωρίς να κοκκινίζεις από ντροπή, αδελφέ μου, γιατί όλοι μας αμαρτήσαμε γιατί είμαστε φθαρμένοι, και όλοι πέφτουμε στην αμαρτία διότι μας βάζει σε πειρασμό ο κοινός εχθρός μας, ο σατανάς· ωστόσο, την ευσπλαχνία του Θεού δεν μπορεί να τη νικήσει το πλήθος των αμαρτιών μας, αν τον πλησιάσουμε ζητώντας του με βαθειά και ειλικρινή μετάνοια να μας συγχωρήσει». Κι άρχισε τότ’ εκείνος με πολλή προθυμία να εξομολογείται τα κρίματά του.

arthro48b

Μετά το τέλος της εξομολογήσεως, ήρθαν να τον ιδούν αρκετοί συγγενείς και φίλοι του· κ’ ενώ καθόμασταν οι φίλοι του κ’ εγώ και τον ακούγαμε που μας μιλούσε, ξαφνικά στρέφει προς το άλλο μέρος του κρεββατιού του και λέει: «ο Θεός να σου χαρίζει έτη πολλά, αυθέντα μου!». Όπως ήταν φυσικό θαμπωθήκαμε και μας κυρίεψε φόβος, αλλά σκεφτήκαμε πως βλέπει κάποιο όραμα, ενώ εκείνος έβλεπε προς το ίδιο σημείο πάντα, λέγοντας: «ναι, πράγματι, αυθέντα μου, το έπραξα κι αυτό, μα το εξομολογήθηκα στον ιερέα». Και ύστερ’ από λίγο, τον ακούσαμε να λέει: «και αυτά τα έκαμα, αυθέντα μου, αλλά κι αυτά τα εξομολογήθηκα στον ιερέα». Ύστερα: «όχι, αυθέντα μου, λένε ψέματα· αυτά δεν τα έκαμα. Με συκοφαντούν με αυτές τις κατηγορίες». Είπε πολλά τέτοια, δηλαδή άλλοτε πως «ναι, τα έκαμα, αλλά τα εξομολογήθηκα», κι άλλοτε «όχι, λένε ψέματα και με κατηγορούν αδίκως». Κ’ ύστερ’ από αυτά είπε: «όσο για το χαρτί που αναφέρουν, αυθέντα μου, ο Κύριος γνωρίζει πως δεν ήθελα να το πάρω, αλλά με παρέσυραν άλλοι ανόητοι σαν εμένα, λέγοντάς μου, “πήγαινε να το κλέψεις απ’ τη μητέρα σου και να το δώσεις στον υπηρέτη, κ’ εκείνος θα σου δώσει χρήματα, ενώ θα έχεις και από το Θεό ευλογία”. Και αυτά όλα είναι, αυθέντα μου, η αλήθεια». Ύστερ’ από λίγο τον ακούγαμε να λέει: «λένε ψέματα, αυθέντα μου, και με κατηγορούνε άδικα· όμως, εσύ εξέτασε, κι αν είναι αλήθεια όσα ισχυρίζονται, τότε παράδωσέ με σε θάνατο». Κάποια στιγμή, έλεγε: «Λες, αυθέντα μου, να πας και να ξανάρθεις ύστερ’ από τρεις ημέρες; Αν έχεις φόβο Θεού, εάν είναι θέλημά σου να με πάρεις, πάρε με από τώρα, γιατί δεν αντέχω να βασανίζομαι από αγωνία επί τρεις ημέρες». Και ξανά είπε: «να πας, αφέντη μου, κ’ εγώ θα σε περιμένω ύστερ’ από τρεις ημέρες και ο Θεός να δίνει πολλά τα έτη σου».

Όλη αυτή την ώρα, που ο άρρωστος επαναλάμβανε τις φράσεις για το φριχτό και αόρατο αυτό κατηγορητήριο, εμείς όλοι ακούγαμε με πολύ φόβο και τρόμο κυριευμένοι συγχρόνως κι από μεγάλη έκπληξη για τα γινόμενα. Κι όταν ο άρρωστος γύρισε προς εμάς το κεφάλι του, τον ρώτησα:

—Αδελφέ μου, τί ήταν όλ’ αυτά που έλεγες και με ποιόν συνομιλούσες;

Κ’ εκείνος απαντά, σχεδόν ελέγχοντάς με:

—Μήπως νομίζεις πως τά ’χω χαμένα και ο νους μου έχει σαλέψει; Ή μπας και είστε τυφλοί και δεν βλέπατε τον βασιλικό αντιπρόσωπο και τους λαμπροντυμένους άνδρες πού ήταν μαζί του, και τους μαύρους αιθίοπες που στεκότανε δίπλα στην πόρτα;

—Ποιόν εκπρόσωπο του βασιλιά; τον ρωτώ.

—Εκείνο τον ευνούχο, μου απαντά, που ως τώρα μου μιλούσε και που το πρόσωπό του έλαμπε πιο πολύ από τον ήλιο και τα ενδύματά του άστραφταν ωσάν το φως. Δεν πρόλαβε νά ’ρθει, λοιπόν, αυτός, με τους αυστηρούς και λαμπροφορεμένους άνδρες της συνοδείας του, και ξεπρόβαλαν κάποιοι κατάμαυροι αιθίοπες, βρώμικοι, με τα μάτια τους να πετάνε φωτιές, στάθηκαν εκεί στην πόρτα και άρχισαν να με κατηγορούν και να μου λένε όσες αμαρτίες έκαμα και όσες δεν έκαμα. Κι όταν ο αντιπρόσωπος του βασιλιά με ρώτησε, «μήπως είναι αλήθεια όσα λεν οι αιθίοπες;» για όσα ήξερα και τα έκαμα, του έλεγα, «ναι αφέντη μου, αυτά τα έκαμα, αλλά τα εξομολογήθηκα στον ιερέα»· και για όσα ήξερα πως δεν τα έκαμα του έλεγα, ότι «λένε ψέματα, δεν τα έκαμα και με συκοφαντούν κατηγορώντας με άδικα».

Εγώ τον ξαναρώτησα τότε:

—Και το χαρτί που ανέφερες, τί ήταν; Δεν μου είπες τίποτε γι’ αυτό.

—Νόμιζα, μου αποκρίθηκε, πως δεν ήταν τίποτε γι’ αυτό και δεν τα εξομολογήθηκα.

—Και τί ακριβώς ήταν; τον ρώτησα.

Κ’ εκείνος απάντησε:

—Η μάνα μου είχε ένα δούλο και υπέγραψε σ’ ένα χαρτί την ελευθερία του· κρατούσε, ωστόσο, αυτό το χαρτί, λέγοντας: «μετά το θάνατό μου να δοθεί τούτο το χαρτί στον δούλο και να είναι πια ελεύθερος να πάει όπου θέλει και του αρέσει». Εκείνος, όμως, ήταν πολύ πονηρός• πήγε κ’ έπιασε κάποιους ανόητους γνωστούς μου, οι οποίοι με συμβούλεψαν να κλέψω το χαρτί από τη μάνα μου και να το δώσω στο δούλο· υποσχέθηκαν μάλιστα να μου δώσουν και χρήματα. Εγώ, δυστυχώς έπεσα θύμα της απάτης τους, έκλεψα το χαρτί και το έδωκα στο δούλο, χωρίς καν να λάβω καθόλου τα χρή¬ματα που μου υποσχέθηκαν. Ο δούλος, βέβαια, μόλις πήρε το χαρτί εκείνο, δεν ήθελε να προσφέρει καμμιά υπηρεσία στη μάνα μου· εκείνη τότε κάτι υποψιάστηκε, άρχισε να ψάχνει για το χαρτί εκείνο, και μη βρίσκοντάς το αγανάκτησε κι άρχισε να καταριέται τον κλέφτη. Μα εγώ, παρ’ όλο που την άκουγα να καταριέται συχνά τον κλέφτη, δεν είπα τίποτε. Και αυτό το γεγονός ήταν που ανέφεραν οι μαύροι δαίμονες· έλεγαν, βέβαια, και άλλα πολλά, τα οποία εγώ δεν είχα κάμει. Κι όταν με ρωτούσε ο αντιπρόσωπος του βασιλιά για όλ’ αυτά, του αποκρίθηκα, «λένε ψέματα, αφέντη μου, και με συκοφαντούν κατηγορώντας με· ωστόσο, εσύ εξέτασέ τα, κι αν βρεθούν αληθινά, τότε να με σκοτώσεις». Τότε ο βασιλικός απεσταλμένος έδιωξε τους αιθίοπες και μου είπε, «πήγαινε κ’ ετοιμάσου για την κουρά, να ντυθείς το άγιο σχήμα των μοναχών, και ύστερ’ από τρεις ημέρες θα ’ρθώ να σε παραλάβω». Κ’ εγώ τότε του είπα, «αν θέλεις να το κάνεις αυτό, αφέντη μου, πάρε με από τώρα, γιατί δεν μπορώ να βασανίζομαι και ν’ αγωνιώ αυτές τις τρεις ημέρες». Κ’ εκείνος μου λέει, «όχι, όχι· πήγαινε να κάνεις ό,τι σου λέω και ύστερ’ από τρεις ημέρες θα ’ρθώ να σε πάρω». Κ’ εγώ του είπα, «ο Θεός να κάνει πολλά τα έτη σου, αφέντη μου». Και αμέσως εξαφανίστηκαν αυτός και οι συνοδοί του.

Εμείς, ακούγοντας όλα τούτα που μας διηγήθηκε, νιώσαμε πραγματικά μεγάλη έκπληξη και φρίκη, βλέποντας τί φοβερό τέλος μας περιμένει· ενώ εκείνος, αφού ταχτοποίησε κατά τον καλύτερο τρόπο την περιουσία του και ντύθηκε το άγιο μοναχικό σχήμα, αναπαύτηκε εν Κυρίω ύστερ’ από τρεις ημέρες.

( Π. Β. Πάσχου, Αγγελοτόκος έρημος, εκδ. Αρμός, σ. 68-73).