“Ιστορώντας την υπέρβαση.Από την παράδοση του Βυζαντίου στη νεώτερη τέχνη”

16 Αυγούστου 2013

Το Σάββατο 29 Ιουνίου, πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια της έκθεσης με τίτλο “Ιστορώντας την υπέρβαση – Από την παράδοση του Βυζαντίου στη νεώτερη τέχνη” που οργανώνει για φέτος το Ίδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή, στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, στην Άνδρο. Η έκθεση θα διαρκέσει έως τις 29 Σεπτεμβρίου.

Φώτης Κόντογλου, Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης, 1947-1948

Φώτης Κόντογλου, Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης, 1947-1948

Στόχος της έκθεσης είναι να αναδειχθεί η επιρροή της βυζαντινής παράδοσης στους νεοέλληνες ζωγράφους και χαράκτες. Τα εκατόν τριάντα και πλέον, έργα που παρουσιάζονται, αρκετά από τα οποία εκτίθενται για πρώτη φορά, προέρχονται από ναούς, μουσεία και ιδιωτικές συλλογές.

Η έκθεση, την οποία επιμελήθηκε ο Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Νικόλαος Ζίας, περιλαμβάνει έργα των εξής καλλιτεχνών: Κωνσταντίνου Παρθένη, Φώτη Κόντογλου, Νίκου Εγγονόπουλου, Γιάννη Τσαρούχη, Σπύρου Παπαλουκά, Σπύρου Βασιλείου, Νίκου Νικολάου, Πολύκλειτου Ρέγκου, Κωνσταντίνου Αρτέμη, Δημήτριου Πελεκάση, Αγήνωρα Αστεριάδη, Πολυχρόνη Λεμπέση, Δημήτρη Μπισκίνη, Στέφανου Αλμαλιώτη, Αναστάσιου Λουκίδη, Ράλλη Κοψίδη, Κωνσταντίνου Φανέλλη, Χριστόφορου Αναστασάκη, Παντολέωνα και Νικόλαου Γ. Ζωγράφου και των χαρακτών Δημήτριου Γαλάνη, Λυκούργου Κογεβίνα, Ευθύμιου Παπαδημητρίου, Αλεβίζου Αναστάσιου (Τάσσου), Γιώργου Σικελιώτη, Γιώργου Βελισσαρίδη και Βάσως Κατράκη.

Νίκος Εγγονόπουλος, Ο Προφητάναξ Δαβίδ, 1984

Νίκος Εγγονόπουλος, Ο Προφητάναξ Δαβίδ, 1984

“Η βυζαντινή τέχνη, σε όλες της τις εκφάνσεις, είναι δεδοµένο ότι επηρέασε τη νεώτερη και τη σύγχρονη εικονογραφική ιστοριογραφία µε πλείστα εικονιστικά και τεχνοτροπικά στοιχεία, µε τον τρόπο που και η εκκλησιαστική ποίηση και υµνολογία τροφοδότησε τη νεώτερη λογοτεχνική έκφραση και η ψαλτική βυζαντινή µουσική τα νεώτερα µουσικά ακούσµατα, ιδιαίτερα της Ανατολής. Το αµιγές και µονοσήµαντο είναι άλλωστε έννοιες που δεν συµβιβάζονται µε την εξέλιξη στην τέχνη. Η αισθητική, ή η όποια άλλη καλλιτεχνικά συγκίνηση, δεν προκαλείται από µονοδιάστατες εκδοχές, αλλά από τη µείξη στοιχείων τα οποία, µε συγκλίσεις ή αποκλίσεις, δηµιουργούν εφαλτήρια για νέα αισθητικά δεδοµένα, νέες σχολές σκέψης και νέα καλλιτεχνικά ρεύµατα.

Οι έντονες χρωµατικές κλίµακες, οι γραµµικές εκτελέσεις και τα γεωµετρικά µοτίβα, η µετωπική διάταξη των µορφών, η απουσία τρίτης διάστασης, η σχηµατοποιηµένη γεωµετρίζουσα πτυχολογία, οι στερεοµετρικοί όγκοι και η κατανοµή τους στον χώρο είναι χαρακτηριστικά που ως προδροµικά ζωγραφικά στοιχεία ευθέως παραπέµπουν σε θεµελιακές αρχές νεώτερων και σύγχρονων εικαστικών ρευµάτων, όπως του Κυβισµού, του Φωβισµού, του Υπερρεαλισµού ή και του Εξπρεσιονισµού. Είναι στοιχεία τα οποία από τότε επινοήθηκαν, όχι για να δώσουν δυνατότητα φυγής προς τον Αφαιρετισµό, αλλά για να επιτευχθεί η καθαρά αισθητική πληρότητα της εικόνας και να ιστορηθεί το ζητούµενο που είναι η αγιοπνευµατική θεώρηση των εικόνων του κόσµου.

Ευνόητο είναι ότι ο σκοπός αυτού του αφιερώµατος δεν αφορά στο να επαναληφθούν στερεότυπες θέσεις που αφορούν στη βυζαντινή τέχνη, αλλά στην ανάδειξη των επιδράσεων και επιρροών που δέχθηκαν νεώτεροι Έλληνες ζωγράφοι από τα βυζαντινά και τα µεταβυζαντινά πρότυπα και στον τρόπο µε τον οποίο τα συνέδεσαν µε τις ανατρεπτικές αλλαγές που γνώρισε η τέχνη κατά τον περασµένο αιώνα.

Στόχος είναι να αναδειχθεί ο τρόπος µε τον οποίο καλλιτέχνες της νεώτερης γενιάς, που είχαν τη δυνατότητα να γνωρίσουν και να βιώσουν από κοντά αυτές τις ριζικές αλλαγές, διαµένοντας ή απλώς ταξιδεύοντας σε µεγάλα καλλιτεχνικά κέντρα, όπως το Παρίσι, το Μόναχο, τη Βιέννη, τη Νέα Υόρκη αλλά και στην Ελλάδα, στις κοιτίδες του βυζαντινού πολιτισµού, όπως το Άγιον Όρος, τα Μετέωρα ή τον Μυστρά, προσέλαβαν, αφοµοίωσαν, αξιοποίησαν και ενέταξαν στους εικαστικούς τους προβληµατισµούς στοιχεία της παράδοσης και του Μοντερνισµού, συµβάλλοντας έτσι και στην αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για τη βυζαντινή τέχνη.

Κωνσταντίνος Παρθένης, Ο Ευαγγελισμός, 1910-1911

Κωνσταντίνος Παρθένης, Ο Ευαγγελισμός, 1910-1911

Κατά την ταραγµένη περίοδο του Μεσοπολέµου, στα πλαίσια των περί ελληνικότητας συζητήσεων της περιλάλητης Γενιάς του ’30, πολλοί ήταν οι λόγιοι, οι ποιητές και οι συγγραφείς που τροφοδότησαν και τους εικαστικούς προβληµατισµούς µιας µερίδας αξιόλογων καλλιτεχνών της ίδιας Γενιάς και ενεθάρρυναν την αισθητική στροφή τους προς το Βυζάντιο” γράφει ο Διευθυντής του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης στην Άνδρο Κυριάκος Κουτσομάλλης.

“Για να γίνει κατανοητός ο ρόλος της ζωγραφικής στην Ορθόδοξη Εκκλησία αρκεί να θυµηθούµε ότι η κατεξοχήν εορτή της Ορθοδοξίας είναι η Κυριακή της Αναστηλώσεως των Εικόνων. Ας προστεθεί δε, ακόµη, ότι η ύπαρξη των εικόνων είναι η µόνη εξαίρεση στην τήρηση των εντολών του ∆εκαλόγου, την ισχύ του οποίου επιβεβαιώνει ο ίδιος ο Χριστός, κατά τον λόγο Του: Μη νομίσητε ότι ήλθον καταλύσαι τον νόμον ή τους προφήτας ουκ ήλθον καταλύσαι αλλά πληρώσαι (Ματθ., ε΄, 17). Η απαγόρευση της ζωγραφικής αναπαράστασης υπερβαίνεται, διότι τώρα µε την παρέµβαση του Ιησού Χριστού στην ιστορία µπορεί να απεικονισθεί ο Υιός του Θεού, καθώς µε τη δισδιάστατη απόδοση της µορφής Του επιτυγχάνεται η εικαστική απόδοση της ασυγχύτου ενώσεως των δύο φύσεών Του. ∆ιότι τον µεν Θεόν Πατέρα ουδείς εώρακε πώποτε (Ιω. α΄, 18), γι’ αυτό και δεν είναι δυνατόν να απεικονισθεί, ενώ τον Χριστό κατά τη µαρτυρία των Αποστόλων …εωράκασι τοις οφθαλμοίς αυτών… εθεάσαντο και αι χείρες αυτών εψηλάφησαν (Α´ Ιω. α´, 3), ώστε βεβαιώνεται η σάρκωση του Λόγου και η παρεµβολή του Χριστού στην ιστορία. Και µάλιστα µε τη δισδιάστατη έκφραση τηρείται και ο όρος της Ζ΄ Οικουµενικής Συνόδου εικών μεν ουν εστιν ομοίωμα χαρακτηρίζον το πρωτότυπον μετά του και τινα διαφοράν έχειν προς αυτό.

Με την ίδια τεχνοτροπία που επιτρέπει την οµοιότητα, αλλά και τη διαφορά και µάλιστα µε τη δισδιάστατη έκφραση, εικονίζονται και οι άγιοι, οι θεωµένοι κατά χάριν άνθρωποι, καθώς σύµφωνα µε τη διατύπωση των Πατέρων, Αυτός γαρ ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν (Μέγας Ἀθανάσιος).

Με αυτή τη θεώρηση γίνεται φανερό ότι η ζωγραφική της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν είναι µια απλή αφήγηση, αλλά εικαστική διατύπωση της ορθόδοξης θεολογίας, σύµφωνα µε την οποία ο Θεός γίνεται άνθρωπος και ο Άνθρωπος θεώνεται κατά χάριν.

Η ζωγραφική διατύπωση καθίσταται ευκολότερα µεθεκτή από τους πιστούς καθώς µε τον ασπασµό των εικόνων σαφώς δηλώνεται ότι η τιµή επί το πρωτότυπον μεταβαίνει, δηλαδή επικοινωνούν µέσω της εικόνας µε τους εικονιζόµενους αγίους”, γράφει ο Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και Επιμελητής της Έκθεσης, Νικόλαος Ζίας.

Την έκθεση συνοδεύει τεκμηριωμένος τόμος, που σχεδιάστηκε και εκδόθηκε από τη Μικρή Άρκτο, σε επιμέλεια του Χρήστου Φ. Μαργαρίτη. Περιλαμβάνει εισαγωγικό κείμενο του Διευθυντή του Μουσείου Κυριάκου Κουτσομάλλη και των εξής επιστημόνων: Νικολάου Ζία, Νικολάου Γραίκου, Σπύρου Μοσχονά, Γιώργου Μυλωνά, Ιωάννη Φριλίγκου, Ιωάννας Στουφή-Πουλημένου, Γεώργιου Τσιγάρα, Ανδρομάχης Κατσελάκη, Μαρίας Νάνου, Γιάννη Κολοκοτρώνη, Μελίτας Εμμανουήλ, Νεκτάριου Μαμάη, Ειρήνης Οράτη, γλωσσάρι, βιβλιογραφία και έγχρωμες αναπαραγωγές όλων των εκθεμάτων, αλλά και έργων αναφοράς.

Το Ίδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή, εγκαινίασε στις 28 Ιουλίου 1979, στη Χώρα της Άνδρου, το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Από το 1986 το Ίδρυμα οργανώνει κάθε καλοκαίρι περιοδικές εκθέσεις στη νέα του πτέρυγα, πολύ σημαντικών καλλιτεχνών του αιώνα. (Ας θυμηθούμε το αφιέρωμα στον Νίκο Χατζηκυριάκο Γκίκα το 2011, στον Paul Delvaux το 2009, στον Ι. Μόραλη το 2008, στον Παναγιώτη Τέτση το 2006, στον Picasso το 2004, στον George Braque το 2003, στον Joan Miro το 2002, στον Henry Moore το 2000, κ.ά.). Κάθε περιοδική έκθεση πλαισιώνεται από συζήτηση στρογγυλής τράπεζας, κατάλογο των έργων, ξεναγήσεις και εκπαιδευτικά προγράμματα. Στόχος του Μουσείου είναι να συμβάλει στην προώθηση της μοντέρνας και σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα και διεθνώς.

Κατερίνα Χουζούρη