Η Σιωπηλή Προσευχητική Υπέρβαση της «Κοινωνίας του Θεάματος» [2]

6 Οκτωβρίου 2013

Όμως, το αίτημα του σύγχρονου ανθρώπου «δεν είναι η ύπαρξη, αλλά η συνύπαρξη, όχι απλώς η ατομική επιβίωση, αλλά η κοινωνική συμβίωση»[8]. «Αν δεν υπάρξει η οντολογική προϋπόθεση μιας ¨πνευματικής ετερότητας¨ μέσα σ΄ έναν ολοκληρωμένο κόσμο, οι ιδεολογίες ήδη θα βρουν μέσα στο πλαίσιο τους διαλεκτικούς όρους της αλλοτρίωσης. Θα προσπαθούν από την αρνητικότητα να γεννήσουν μια θετικότητα. Αλλά θα το επιχειρούν ήδη μέσα στα όρια της ξεπεσμένης πτώσης. Και έτσι, το θέαμα, ως ύψιστη ¨αρνητική ετερότητα¨, θα εξακολουθεί να παραμένει»[9].

xorismos-gia-pasignosto-zevgari-tis-Showbiz-1-315x236

Η υπέρβαση της ¨πραγματικότητας¨ της κοινωνίας του θεάματος έγκειται στην προσευχή ως ουσιαστική προσέγγιση και κοινωνία με το Υπερβατικό, ως οντολογική μέθεξη στην πραγματικότητα, που δεν είναι άλλη από τη Σάρκωση. Η μέθεξη του ανθρώπου στην Κοινωνία του Σώματος του Χριστού ενέχει και την πραγματική λύτρωση[10], καθώς η αγιοπνευματική προσευχή «όχι μόνο δεν ακυρώνει την πνευματική υπόσταση του προσώπου, αλλά και μεταβάλλει την ίδια τη χωροχρονική διάσταση της ύλης σε ¨κοινωνία¨ των δύο θεμελιωδών στοιχείων: της θείας ενέργειας και της ανθρώπινης συνείδησης»[11]. Η προσευχή, ως θεωρία της θέας και δόξας του Θεού υπερβαίνει κάθε ψεύτικη έκφανση και έκδοση του ¨κοσμικού θεάματος¨. Είναι ουσιαστική και πραγματικά αληθινή αναγωγή προς το πρωτότυπο γιατί είναι Χριστολογική και κατά συνέπεια Τριαδολογική και καθιστά τον άνθρωπο εξαγιασμένη και ανεπανάληπτη προσωπικότητα.

Είναι γεγονός ότι η ¨Θεαματική Κοινωνία¨ αποδείχθηκε ανίκανη να κατανοήσει τις ύψιστες αλληγορίες και τις συμβολικές εκφράσεις των γεγονότων. Παρέμεινε εγκλωβισμένη στη μίμηση της εξωτερικότητας[12], στηριζόμενη στην εικονοκεντρική σκέψη και οδήγησε στη διάλυση της πνευματικής ταυτότητας του προσώπου[13]. Ο άνθρωπος αυτοδεσμευμένος στην κίβδηλη μίμηση του εαυτού του, απορρίπτει το ¨λογοκεντρικό¨ κριτήριο διαβίωσης και «δια της μαζικής διαφυγής» οδηγείται στην ομοιομορφοποίηση και ομαδοποίηση[14], χωρίς αναφορά σε αξίες και ιδανικά, σε πνευματικές αρχές και ανθρωπολογικούς ενδοιασμούς.

«Το θέαμα είναι έτσι, η έσχατη και πιο πλήρης ¨αποπλάνηση¨. ¨Επιφάνεια¨ και ¨φαινόμενο¨ είναι τα δύο κυρίαρχα σημεία του. Η ¨επιφάνεια¨ σημαίνει στο βάθος της, την ¨εξαϋλωμένη οντολογία¨, την πρωτοκαθεδρία του ¨φαίνεσθαι¨ έναντι του ¨είναι¨. Το ¨φαίνεσθαι¨ απολυτοποιείται ως ¨είναι¨ και αποπλανά το υποκείμενο, το οποίο όμως θέλει κατά βάθος ν΄ αποπλανηθεί. Πρόκειται για μια ¨οντολογική λευχαιμία¨, για ένα ¨ξέπλυμα¨ του ίδιου του όντος από το υπερβατικό νόημά του»[15]. Έτσι, η κοινωνία του θεάματος χωρίζει το πρόσωπο από την ψευδοταυτότητά του και ακολούθως από την κοινωνία, αλλοτριώνοντας την ιδιοπροσωπία του και επιφέροντας καίριο πλήγμα στη δυνατότητα της επανόδου της λογοκεντρικής διάκρισης, καθώς επενδύει και συνεχώς προκαλεί χάσμα μεταξύ υποκειμενικού και αντικειμενικού κόσμου.

                          Σε αντίθεση, στην Ορθόδοξη Θεολογία μέσω της αγιοπνευματικής προσευχής, ο άνθρωπος οδηγείται στην ενότητα , στη «συμφιλίωση»[16] με τους συνανθρώπους του και με την κτίση ολόκληρη, καθώς η ένταξή του στο Σώμα του Χριστού συνεπάγεται την «χαρισματική μετοχή του στον ίδιο τον Χριστό, εξαιτίας της ενανθρωπίσεώς Του»[17]. Η προσευχή ως προσέγγιση του Θείου δύναται να οδηγήσει τον άνθρωπο στη ¨Θεωρία¨ του Θεού. Βέβαια, το φως που θεωρείται από τον θεωρητικό κατά την θεωρία, θεωρείται κατά τρόπο ενυπόστατο, καθώς «η θεωρία και το πάθος της λαμπρότητας του Θεού είναι η θεωρία της άκτιστης ενέργειάς Του, μια και η ουσία Του είναι απρόσιτη και αμέθεκτη»[18].

Παρ΄όλα αυτά, ας γίνει κατανοητό ότι η θεωρία δεν είναι μόνο αφαίρεση και αποφατική κατάσταση, αλλά και επιπλέον ένωση με την Παναγία Τριάδα και επομένως και εκθέωση. Άλλωστε, ως τονίσαμε, η προσευχητική διάσταση περιθωριοποιεί τα επιφαινόμενα και αναζητά το βάθος του ανθρωπίνου προσώπου, στοχεύει στην ουσία των όντων χωρίς να παραγράφει τη μεταφυσική αναγωγή τους. Δεν διεκδικεί τα πρωτεία στη μίμηση, ούτε προτάσσει τον εικονοκεντρικό – εγωκεντρικό νομιναλισμό. Αντίθετα, αναπαύεται στην ησυχία και στη σιωπηλή αγιότητα.

                          Να λοιπόν γιατί η προσευχή αποτελει σιωπηλή υπέρβαση της ¨Θεαματικής Κοινωνίας¨. Γιατί μακριά από επίπλαστες και ανούσιες φαινομενικότητες της πραγματικότητας, μπορεί και αφουγκράζεται την ουσία των όντων, την ουσιαστική δηλαδή πραγμάτωση της μαρτυριακής και βιωματικής παρουσίας του ανθρώπου στον κόσμο. Έχει με άλλα λόγια τη δυνατότητα να ¨μεταμορφώνει¨ την ανθρώπινη ύπαρξη με μυσταγωγικό – ουράνιο τρόπο και να την οδηγεί στην χαρισματική ταύτιση συνείδησης και υποκειμένου, προς αγιασμό του προσευχόμενου και απώτερο φωτισμό της συμπαντικής κτίσης. Γι΄ αυτό η προσευχή βιώνεται σιωπηλά και αθόρυβα, ακριβώς γιατί εστιάζει και κοινωνεί το φως της Αποκαλυπτικής δόξας του Λυτρωτού Κυρίου Ιησού Χριστού. Γι΄αυτό και τελικά αποτελεί υπέρβαση της θεαματικής κοινωνίας, διότι έχει την αγιοπνευματική χάρη και δωρεά να «κατεβάζει τον Ουρανό στη γη».

Παραπομπές:

8. Μπέγζου Μάριου, Φαινομενολογία της Θρησκείας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1995, σελ. 239.

9. Γαϊτάνη Β., Η Ετερότητα της Επικοινωνίας, Η δυνατότητα μιας Ορθόδοξης Επικοινωνίας σε αλλοτριωμένους καιρούς, Αθήνα 2004, σελ. 8.

10. Πρβλ., Του Ιδίου, Το κείμενο του Zean Baudrillard «The procession of Simulacra» και η ερμηνεία των διαστάσεων της Υπερπραγματικότητας, Αθήνα 2008, σελ. 76.

11.Του Ιδίου, Η θεώρηση της «Παγκοσμιοποίησης»(Globalisierung) στον επικοινωνιολόγο Ulrich Beck και η υπέρβαση της «Επικοινωνιακής Θεολογίας», Αθῆναι 2002, σελ. 653.

12.Πρβλ., Του Ιδίου, Homo mediator and homo theologicus, σελ. 348.

13.Αυτόθι, σελ. 343.

14.Αυτόθι, σελ. 345.

15. Γαϊτάνη Β., Το κείμενο του Zean Baudrillard «The procession of Simulacra» και η ερμηνεία των διαστάσεων της Υπερπραγματικότητας, σελ. 67.

16.Γιαννουλάτου Αναστασίου(Αρχιεπ. Τιράνων και πάσης Αλβανίας), Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία, Ακρίτας, Αθήνα 2005, σελ. 51.

17. Γαϊτάνη Β., Από την Επικοινωνία στην Κοινωνία, Σύγχρονες θεωρίες Επικοινωνίας και Ορθόδοξος Επικοινωνιακή Θεολογία, Γρηγόρη, Αθήνα 2008, σελ. 275.

18.Καρανικόλα Παντελεήμονος (Πρ. Μητροπολίτου Κορινθίας), Μυστική Θεωρία, στο περιοδικό ¨Χριστιανικόν Συμπόσιον¨, τόμος Δ΄, Εστία, Αθήνα 1970, σελ. 25.