Η Θεολογία της Θ. Λειτουργίας κατά τον άγ. Νικόλαο Καβάσιλα

5 Νοεμβρίου 2013

Προχωρώντας στη δημοσίευση της μελέτης του αρχιμ. Νικολάου Ιωαννίδη, για τους Βυζαντινούς λειτουργιολόγους, συνεχίζουμε σήμερα στην παρουσίαση του πυρήνα της λειτουργικής θεολογίας του αγ. Νικολάου Καβάσιλα.

Ο Καβάσιλας, στηριζόμενος στην αγιογραφική και πατερική παράδοση, θεωρεί ότι δεν είναι δύσκολο να αναιρέσει αυτές τις δοξασίες. Αρχίζοντας από το χωρίο του Χρυσοστόμου αναφέρει ότι για την πραγματοποίηση της εντολής του Θεού «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε» είναι απαραίτητος ο γάμος, η ένωση ανδρός και γυναικός, καθώς επίσης και οι ευχές υπέρ της «παιδοποιίας», οι οποίες όμως με κανένα τρόπο «δεν ατιμάζουν τον δημιουργικόν λόγον» του Θεού. Κατά συνέπειαν ασφαλώς και ο λόγος του Κυρίου ενεργεί το μυστήριο, αλλά διά μέσου «της εντεύξεως και αιτήσεως» του ιερέως.

 kab

Άλλωστε η προσευχή δεν είναι δείγμα εμπιστοσύνης στον εαυτό μας, όπως εμέμφοντο οι Λατίνοι τους Ορθοδόξους, αλλ’ αντιθέτως δείγμα εμπιστοσύνης στον Θεό: «Τούτο γάρ εστι το ποιούν την ευχήν τοίς ευχομένοις το μη θαρρείν εαυτοίς περί των ζητουμένων, αλλά παρά τω θεώ μόνω πιστεύειν ευρήσειν αυτά. Και τούτο βοά ο ευχόμενος, δι’ ων εαυτόν αφείς, εις τον Θεόν καταφεύγει, ως της εαυτού κατέγνω δυνάμεως και διά τούτο τω Θεώ παν επιτρέπει»[77]. Τέτοια πίστη στην προσευχή είναι απαραίτητη ακόμη περισσότερο για «τα υπέρ φύσιν και πάντα νικώντα λόγον» μυστήρια, όπως το μυστήριο του καθαγιασμού των τιμίων δώρων, και κανείς δεν θα τολμούσε να ευχηθεί γι’ αυτά αν ο ίδιος ο Κύριος δεν το είχε ζητήσει, υποσχόμενος ότι θα κάνει αποδεκτή την αίτηση και θα χορηγήσει τη χάρη του.

Επομένως η ευχή του καθαγιασμού των τιμίων δώρων ούτε είναι «αμφίβολος», ούτε έχει «το πέρας άδηλον», αφού ο Κύριος έδειξε με κάθε τρόπο ότι είναι θέλησή του να χορηγεί πάντοτε τη χάρη του[78]. Η καθαγιαστική λοιπόν ευχή δεν αποτελεί ούτε περιφρόνηση στα λόγια του Σωτήρος, ούτε εξάρτηση του μυστηρίου από τις αμφιβόλου αποτελέσματος ανθρώπινες ευχές, όπως διακήρυτταν οι Λατίνοι[79].

Στη συνέχεια ο όσιος Νικόλαος αναφέρει ότι και οι Λατίνοι εύχονται για τα τίμια δώρα μετά τους ιδρυτικούς λόγους του Κυρίου, με τη διαφορά όμως ότι η ευχή δεν λέγεται ευθύς αμέσως μετά τους λόγους αυτούς και δεν ζητάται σαφώς ο αγιασμός των δώρων και η μεταβολή τους σε Κυριακό σώμα. Την ευχή αυτή παραθέτει αυτούσια προκειμένου να τη σχολιάσει και να αποδείξει ότι το περιεχόμενό της, καίτοι διαφέρει λεκτικά από το περιεχόμενο της αντίστοιχης ορθόδοξης ευχής, έχει την ίδια σημασία. Λέγει η λατινική ευχή: «Κέλευσον ανενεχθήναι τα δώρα ταύτα εν χειρί αγγέλου εις το υπερουράνιόν σου θυσιαστήριον»[80].

Κατ’ αρχάς διερωτάται ο όσιος Νικόλαος τι σημαίνει «ανενεχθήναι τα δώρα»; Πρόκειται για «τοπικήν μετάθεσιν» από τη γη στον ουρανό ή για μεταβολή αξίας από «των ταπεινοτέρων επί τα υψηλότερα»; Η πρώτη υπόθεση δεν έχει κάποια έννοια, αφού ο Κύριος μας διαβεβαίωσε «ότι «ιδού εγώ μεθ΄ ύμών ειμί πάσας τα ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Ματ. 28,20). Επιπλέον δεν είναι δυνατόν το σώμα του Κυρίου να μην είναι συγχρόνως παρόν και σε μας και στα υπερουράνια και στα δεξιά του Πατρός, ούτε θα μπορούσε να ανυψωθεί με χέρι αγγέλου, αφού ο Κύριος είναι «υπεράνω πάσης αρχής και εξουσίας και δυνάμεως και κυριότητος και παντός ονόματος ονομαζομένου ου μόνον εν τώ αιώνι τούτω, αλλά και εν τώ μέλλοντι» ( Εφ. 1,21).

Τέλος αν εύχονται για κάποια μεταβολή αξίας, γνωρίζοντας ότι πρόκειται για το σώμα του Χριστού, τότε η πράξη τους αποτελεί «ασεβείας υπερβολήν». Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι η λατινική ευχή αφορά στην ανύψωση των τιμίων δώρων, που δεν έχουν δεχθεί ακόμη τον αγιασμό και βρίσκονται στη γη, αναφέρει δε το «θυσιαστήριο» για να θυσιασθούν σ’ αυτό και χρειάζονται «αγγέλου χειρός», γιατί, σύμφωνα με τα αρεοπαγιτικά συγγράμματα, η δεύτερη ιεραρχία των ανθρώπων βοηθείται από την πρώτη ιεραρχία των αγγέλων[81]. Συνεπώς, καταλήγει ο ιερός Πατήρ, η λατινική ευχή, ορθοδόξως ερμηνευόμενη, δεν σημαίνει κάτι άλλο παρά μόνο τη μεταβολή των τιμίων δώρων στο «Κυριακό σώμα και αίμα»[82].

Είναι πολύ ενδιαφέρουσες οι θεολογικές παρατηρήσεις που κάνει ο βυζαντινός συγγραφέας μας με αφορμή το θυσιαστήριο, στο οποίο αναφέρθηκε μιλώντας για τη λατινική ευχή. Κατ’ αρχάς-αφού διευκρινίσει οτι δεν πρέπει να θεωρούμε το θυσιαστήριο στο οποίο πρέπει να θυσιάζουμε ως τόπο αφιερωμένο στον Θεό «υπέρ τον ουρανόν», διότι τότε δεν θα διαφέρουμε από εκείνους που έλεγαν οτι ο Θεός πρέπει να προσκυνείται στα Ιεροσόλυμα ή στο όρος της Σαμάρειας ( Ιω. 4,20)- το συνδέει με το πρόσωπο του Ιησού Χριστού, του μοναδικού κατά τον απόστολο Παύλο μεσίτη μεταξύ Θεού και ανθρώπων (Α’ Τιμ. 2,5). Έτσι όλα όσα επιτελούν τη μεσιτεία και μας μεταδίδουν τον αγιασμό, ταυτίζονται με το πρόσωπο του Χριστού.

Ποια είναι αυτά; Ο ιερέας, το θύμα και το θυσιαστήριο. Ο Χριστός λοιπόν είναι ο ιερέας και το θύμα, σύμφωνα με τους λόγους του «και υπέρ αυτών εγώ αγιάζω εμαυτόν» (Ιω. 17,19)· είναι και το θυσιαστήριο, εφ’ όσον «το θυσιαστήριον αγιάζει το δώρον» (Ματ. 23,19)[83]. Σ’ αυτό το θυσιαστήριο εύχεται ο ιερέας να ανυψωθούν τα δώρα, δηλαδή να αγιασθούν και να μεταβληθούν στο υπερουράνιο σώμα του Κυρίου, χωρίς να μεταβούν από τη γη στον ουρανό, αφού είναι μαζί μας και μετά την ευχή όπως και πριν. Ο αγιασμός δε που προσφέρει το θυσιαστήριο είναι ο ίδιος με αυτόν που ο ιερέας- Κύριος αγίασε τον εαυτόν του «τω προσενεχθήναι τω Θεώ και τυθήναι». Έτσι μετά την ευχή του καθαγιασμού των τιμίων δώρων η μνημόνευση του «υπερουρανίου θυσιαστηρίου» δεν έχει την έννοια της ευχής υπέρ της εκεί ανυψώσεως των δώρων, αφού αυτό έχει ήδη συντελεσθεί, αλλά σημαίνει ευχή στον Θεό να στείλει σε μας ως ανταπόδοση «την χάριν και την δωρεάν του αγίου Πνεύματος». Και η ευχή «υπέρ των αγιασθέντων δώρων» δεν γίνεται για να αγιασθούν τα ήδη αγιασθέντα δώρα, αλλ’ «ίνα ο αγιάσας αυτά Θεός και ημάς δι’ αυτών αγιάση»[84].

Με όλα τα παραπάνω ο ιερός Καβάσιλας αποδεικνύει, με ευγένεια και ειρηνική διαθεση[85], ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει διαφορά ως προς το επίμαχο θέμα. Κατ’ αυτόν οι εσφαλμένες απόψεις σχετικά με την ευχή του καθαγιασμού των τιμίων δώρων δεν αποτελούν γενική διδασκαλία της λατινικης Εκκλησίας, αλλά επικίνδυνες καινοτομίες «ενίων ολίγων και νεωτέρων»[86], που όμως βλάπτουν «πάντα τον Χριστιανισμόν», εφόσον επινοούν «αλλότρια των πατρικών παραδόσεων και της εν αυταίς ασφαλείας»[87].

Πέραν των θεολογικών παρεκβάσεων που, όπως ήδη αναφέραμε, συναντάμε στην Ερμηνεία της θείας Λειτουργίας, διαπιστώνουμε, από τη μελέτη του συνόλου των έργων του ιερού Νικολάου, ότι πολλές θεολογικές εκφράσεις ή και απόψεις του είναι επηρεασμένες ή συγκλίνουν προς την ησυχαστική διδασκαλία. Το θέμα της σχέσεώς του με το ησυχαστικό κίνημα και τη σχετική διδασκαλία έχει υπάρξει αντικείμενο εξέτασης από αρκετούς μελετητές[88]. Επειδή όμως το πρόβλημα παραμένει ανοικτό και προκαλεί πάντοτε το ενδιαφέρον, θα θέλαμε να προσεγγίσουμε κάποια σημεία τις θεολογίας του, που θα μπορούσαν να δείξουν την συμφωνία του με τους ησυχαστές.

[Συνεχίζεται]

77.  Αυτόθι, 2-5, S.C. 4BIS, σσ. 180-182 (PG 150, 429Α-429CD).

78. Αυτόθι, ΚΘ’, 6, S.C. 4BIS, σσ. 182-184 (PG 150, 429D-232Α).

79. Αυτόθι, ΚΘ’ 10, S.C. 4BIS, σσ. 184-186 (PG 150, 432Β).

80. Αυτόθι, Λ’ 1-2, S.C. 4BIS, σσ. 190-192 (PG 150, 433CD).

81. Περί εκκλησιαστικής ιεραρχίας 5, 2, PG 3, 501-504

82. Ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας, Λ’ 3-8, S.C. 4BIS, σσ. 192-194 (PG 150, 433D-436ΑΒ).

83. Γιά το θυσιαστήριο απικαλείται και τη μαρτυρία των αρεοπαγιτικών συγγραμμάτων: «ει γάρ έστι το θειότατον ημών θυσιαστήριον Ιησούς, η θεαρχική των θείων νόων αφιέρωσις, εν ω κατά το λόγιον αφιερούμενοι και ολοκαυτούμενοι μυστικώς την προσαγωγήν έχομεν, υπερκοσμίοις οφθαλμοίς εποπτεύσωμεν αυτό το θειότατον θυσιαστήριον» (Περί εκκλησιαστικής ιεραρχίας, 4, 12, PG 3, 484). Βλ. Ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας, Λ’, 11, S.C. 4BIS, σσ. 194-196 (PG 150, 436C).

84. Ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας, Λ’, 8-16, S.C. 4BIS, σσ. 194-198 (PG 150, 436Β-437ΑΒ). Βλ. MYRHA L0T-BORODINE, Un maitre de la spiritualite byzantine au XlVe siecle Nicolas Cabasilas, Paris 1958, σσ. 44-48.

85. Την ειρηνική διάθεση του ιερού Πατρός δεν αναγνωρίζουν κάποιοι Δυτικοί ερευνητές και μιλούν για «σχόλια πολεμικού χαρακτήρα», «εριστική διάθεση», «υπερβολές πολεμικού χαρακτήρα» κ.λπ. Βλ. R. BORNERT, Les commentaires byzantins, σσ. 233-234. Τα κείμενα όμως του Καβάσιλα αποτελούν τους αψευδείς μάρτυρες της ευπρέπειας και της ειρηνοποιού διάθεσής του.

86. Ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας, Λ’ 17, S.C. 4BIS, σ. 198 (PG 150, 437Β).

87. Αυτόθι, ΚΘ’, 19, S.C. 4BIS, σ. 188 (PG 150, 433Α). Πρβλ. Ι. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, «Νικόλαος Καβάσιλας ο μυσταγωγός», σσ. 151.

88. Βλ. Β. ΨΕΥΤΟΓΚΑ, «Ο Νικόλαος Καβάσιλας ήταν ησυχαστής ή αντιησυχαστής;», Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου εις τιμήν και μνήμην του σοφωτάτου και λογιωτάτου και τοίς όλοις αγιωτάτου οσίου πατρός ημών Νικολάου Καβάσιλα, σσ. 205-221, όπου και η σχετική βιβλιογραφία. Πρβλ. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Θέματα πατερικής Θεολογίας, Θεσσαλονίκη 1995, σσ. 161-187.