Οι Βυζαντινοί ιστοριογράφοι Προκόπιος & Άννα Κομνηνή [2ο Μέρος]

22 Δεκεμβρίου 2013

Με όλα τα παραπάνω, είναι εμφανές ότι και οι δύο οι ιστορικοί προσπαθούν να εναρμονίσουν τα γραφόμενά τους με τις αρχές της κλασικίζουσας ιστοριογραφίας του Βυζαντίου. Φυσικά το ότι και οι δύο έχουν εμπλακεί όχι μόνο χρονικά, αλλά κοινωνικά και συναισθηματικά με τα πρόσωπα και τις καταστάσεις που περιγράφουν κάνει πιο δύσκολη την επίτευξη της αντικειμενικότητας τους. Το τελευταία φυσικά δεν τους εμποδίζει να ακολουθήσουν τις γενικές γραμμές της κλασικίζουσας ιστοριογραφίας που είχε υιοθετηθεί στο Βυζάντιο.

byz1

Στην πράξη τώρα θα δούμε πως οι εξαγγελίες των συγγραφέων στον πρόλογο του έργου δεν είναι πάντα πραγματοποιήσιμες. Ειδικότερα, όταν ο Προκόπιος προσπαθεί να παρουσιάσει τον Ιουστινιανό αλλά και τη Θεοδώρα ως ανθρώπους που τους εξουσιάζει το δαιμόνιο, μειώνεται η αντικειμενικότητα και η ιστορικότητα του έργου του. Ένα σημαίνουσας σημασίας παράδειγμα αποτελούσε η σύλληψη του Ιουστινιανού, για την οποία ευθύνεται ένα δαιμόνιο που πλάγιασε με τη μητέρα του. Η αναφορά αυτή, στην προσπάθειά του Προκοπίου να εξετάσει τη «δαιμονική» φύση του αυτοκράτορα ξεφεύγει από τα όρια της πραγματικότητας και της ιστορίας και εμπίπτει στα πλαίσια του μυθικού στοιχείων, των παραδόσεων και των προλήψεων που στοίχειωναν τα όνειρα των αγράμματων ανθρώπων του λαού. Το ίδιο ισχύει και για την αναφορά που κάνει ότι σύμφωνα με όνειρο, η Θεοδώρα ήξερε ότι θα παντρευτεί το βασιλιά των δαιμονίων. Όλα αυτά μας θυμίζουν όχι ιστοριογράφους, όπως ήταν ο Θουκυδίδης αλλά τον «πατέρα της Ιστορίας» των Ηρόδοτο. Αυτός εξιστορεί τα γεγονότα ιστορικά αναμεμειγμένα με στοιχεία λαογραφίας, παράδοσης και μύθων. Μπορεί, επομένως, να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι ο Προκόπιος στο έργο του Ανέκδοτα ή Απόκρυφη ιστορία δεν παραμένει αντικειμενικός, ως όφειλε ως ιστορικός, και αφήνει την πένα του να κυριαρχηθεί από τα συναισθήματά του. Το μίσος είναι ευδιάκριτο στα γραφόμενά του και μέσα από την ηθική αμαύρωση του Ιουστινιανού και της συζύγου του της Θεοδώρας προσπαθεί να πάρει εκδίκηση για την απαξίωση που του έδειξαν ως ιστορικού. Επιπλέον παραμένει πιστός στους αρχαίους ιστοριογράφους, και δη του Θουκυδίδη, αφού χρησιμοποιεί αρκετές χρονικές αοριστίες κυρίως στα χρόνια της ζωής της Θεοδώρας πριν εκείνη γίνει αυτοκράτειρα. Φυσικά, παρά την κακεντρέχεια που διακρίνει το συγκεκριμένο έργο του Προκοπίου, δεν παύει να είναι μία σημαντική ιστορική πηγή των κοινωνικών, πολιτικών και διοικητικών τεκταινομένων της εποχής του[1]. Το βέβαιο είναι ότι άσχετα από τους λόγους που οδήγησαν τον Προκόπιο στη σύνθεση αυτής «ιστορικής» πραγματείας του το έργο αποτέλεσε κτήμα ιστορικό «ες αεί» στις επόμενες γενιές. Χαρακτηριστικά παραθέτουμε την άποψη του ιστορικού Παπαρρηγόπουλου: « Το καθ΄ημάς εξεθέσαμεν την περί των ανεκδότων γνώμη ημών, ουδέ θέλομεν παραδεχθεί ποτε την περί αυτών δοξασίαν του Γίβωνος του αξιούντος ότι τα ανέκδοτα ενδεχομένως να αληθεύωσιν καθ’ ολοκληρίαν, το μεν ως πιθανά το δε αυτό τούτο μάλιστα ότι είναι απίθανα. Ο Προκόπιος, επιφέρει ο Gibbon, εγίγνωσκεν βεβαίωςτα μεν εξ ιδίας αντιλήψεως, τα δε είναι τοιαύτα, ώστε δεν δυνάμεθα να υποθέσωμεν ότι επενόησεν αυτά. Όχι αναμφιβόλως η ιστορία, η σπουδαία ιστορία, δεν θέλει εξευτελήσει εαυτήν μέχρι του να πιστέψει κατά γράμμα τον αλλόκοτον εκείνον άνθρωπον όστις, αφού ήγειρε αναφανδόν ανδριάντας εις τους ήρωας και τας ηρωίδας αυτού ησχολείτο έπειτα εν τω κρύπτω να μεταμορφώνει τα καλά και μεγαλοπραπή εκείνα έργα εις επονείδιστους σάτυρους και σειληνούς»[2]

Όσον αφορά τώρα την Αλεξιάδα της Άννας Κομνηνής, θεωρείται αρκετά αντικειμενική πηγή. Τηρεί, στο σημείο αυτό ένα από τα χαρακτηριστικά της κλασικίζουσας ιστοριογραφίας. Αν και στο έργο είναι διάχυτος ο θαυμασμός και η αγάπη της για τον πατέρας της αυτοκράτορα Αλέξιο – κάτι που το δηλώνει και στην εισαγωγή του έργου της- εντούτοις η περιγραφή των στρατιωτικών γεγονότων γίνονται με αντικειμενικότητα. Φαίνεται ότι έχει γίνει έρευνα στα γεγονότα αυτά. Έτσι δεν παρουσιάζονται μεροληπτικά υπέρ των Βυζαντινών τα στρατιωτικά και πολιτικά γεγονότα της εποχής της[3]. Ίσως η αντικειμενικότητα του έργου της σε μεγάλο βαθμό να οφείλεται ότι μπορεί να υπήρξε μάρτυρας έμμεσος ή άμεσος των γεγονότων που εξιστορεί αλλά ότι αποσύρθηκε στο μοναστήρι εγκαταλείποντας την κοσμική ζωή του παλατιού, να της έδωσε την ευκαιρία να αποστασιοποιηθεί από ορισμένα γεγονότα και να τα παρουσιάσει με όσον το δυνατόν πιο αντικειμενικά γινόταν.

Η παρεμβολή μέσα στο έργο της του Χρυσόβουλου του πατέρα της θυμίζει τους αρχαίους ιστοριογράφους Ηρόδοτο, Θουκυδίδη, Πολύβιο που ενσωματώνουν στην ιστορία τους σημαντικά έγγραφα. Η απομόνωση της Άννας Κομνηνής σε μοναστήρι μοιάζει με την εξορία του Θουκυδίδη στη Θράκη, και στους δύο δίνεται η ευκαιρία να εξετάσουν εκ του μακρόθεν τα γεγονότα, που έζησαν ή ερεύνησαν και ίσως αυτό να αποτέλεσε και παράγοντα για την αξιοπιστία των έργων του και την αντικειμενικότητα που τα διέπει.

Ιστορικοί μεταγενέστεροι θεωρούν ότι το έργο της Άννας Κομνηνής τηρεί πολλά από τα χαρακτηριστικά της αρχαίας ιστοριογραφίας, όπως είναι η γλώσσα αλλά η μορφή του που φέρουν εντόνως την επήρεια του αττικισμού. Φυσικά, η αττική γλώσσα μαζί με τις γεωγραφικές και τοπογραφικές πληροφορίες κάνουν το έργο να θεωρείται άξιος συνεχιστής της παράδοσης των αρχαίων ιστοριογράφων.

Εν κατακλείδι παρατηρούμε ότι κυρίως η Αλεξιάδα ανταποκρίνεται περισσότερο στις εξαγγελίες που γίνονται στον πρόλογό της αλλά και το έργο του Προκοπίου μπορεί να μην διακρίνεται από αντικειμενικότητα για τα πρόσωπα του Ιουστινιανού και της συζύγου του Θεοδώρας αλλά αναφέρει και αυτό γεωγραφικές και τοπογραφικές πληροφορίες και όλα αυτά γράφονται σε γλώσσα κατά μίμηση της αρχαίας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

– Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία, ΕΑΠ, Γ΄, Πάτρα 2001, σ. 97-107.

-Hunger, H., Βυζαντινή Λογοτεχνία,. Η κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών, τ. Β΄, Αθήνα 2005.

– Καρποζήλου, Α., Βυζαντινοί ιστορικοί και χρονογράφοι, Α΄, Αθήνα 1997.

– Παπαρρηγοπούλου, Κ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Γ΄, Αθήνα 2005, σ. 154-205.

– Τωμαδάκη, Ν., «Οι Βυζαντινοί Ιστορικοί εν σχέσει προς την αρχαίαν ιστοριογραφικήν παράδοσην και η σημασία αυτών», ΕΕΦΣΠΑ 5 (1954-1955) 82-96.


[1] Αυτόθι, σ. 103.

[2] Κ. Παπαρρηγοπούλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Γ΄, Αθήνα 2005, σ.  154-205.

[3] Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία, ΕΑΠ, Γ΄, Πάτρα 2001, σ. 106.