Στοιχεία σύγχρονης ανατομίας του κακού καί θεολογικός διάλογος

8 Ιουνίου 2014

Σύμπασα ἡ ἀνθρωπότητα ταλανίζεται – ἑκοῦσα ἤ ἄκουσα – ἀπό τό ἐρώτημα τῆς θεοδικίας, τό ὁποῖο δέν παύει στή βάση του νά εἶναι τό ἐρώτημα τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ. Ἀνεξάρτητα ἀπό τίς ἑρμηνεῖες προέλευσης ἤ ὀντολογίας τοῦ κακοῦ, αὐτό ὑφίσταται στήν ἀνθρωπότητα ἐνεργητικά ἤ παθητικά, ἀλλά καί ἀποδίδεται στόν ἴδιο τόν Θεό ὡς θεοδικία. Μία τέτοια θεώρηση ὅμως τοῦ κακοῦ δέν μπορεῖ παρά νά ἀποδίδει στόν Θεό κακότητα ἀκατάληπτη καί ἀνερμήνευτη. Ὁ ἀνθρώπινος πόνος καί κυρίως ὁ θάνατος δέν εἶναι παρά ἡ ἀπόδειξη ἐνάντια στήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ ἤ ἀποτελοῦν βολές κατά τήν φιλαγαθίας και παντοδυναμίας του. Αὐτό τό πάντα σύγχρονο θέμα πραγματεύεται τό παρόν πόνημα τοῦ ἀν. καθηγητή Ἰωάννη Κουρεμπελέ, Θεοδικία ἐν οὐτοπίᾳ· Στοιχεῖα σύγχρονης ἀνατομίας τοῦ κακοῦ καί θεολογικός διάλογος μέ τίς ἀπόψεις τοῦ J. B. Metz, Κυριακίδης, Θεσσαλονίκη 2014.

koyrempelesB

Ὁ πόνος τοῦ ἀνθρώπου βγαίνει ἀπό μέσα του σάν προσευχή… σάν παράπονο…

«Καί νά γενεῖς σύ ἵλεως, σέ ὅ,τι σοῦ ζητήσω

Πρίν ἀπ’ τόν πόνο τόν βαρύ λυγίσω κι ἀπιστήσω» (σελ. 32)

Τό πῶς ὁ ἄνθρωπος ἀντιμετωπίζει αὐτόν τόν πόνο ἔχει νά κάνει μέ τή στάση πού ὁ ἴδιος κρατάει ἀπέναντι στό θεοδικιακό ἐρώτημα. Στό πλαίσιο αὐτής τῆς προβληματικῆς ἰσχυρό πλῆγμα δέχτηκε γιά τόν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἄουσβιτς – ἀνάμεσα στούς ὁποίους καί ὁ δυτικός θεολόγος Metz, με τον οποίο συνομιλεῖ ὁ συγγραφέας – ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί ὅποια προσπάθεια λογικῆς ἑρμηνείας αὐτοῦ τοῦ τραγικοῦ καί συνάμα μελανοῦ γεγονότος τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας στομώνει.

Ἡ ἐνυπόστατη στόν Λόγο ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά δώσει ἀπάντηση σ’ αυτό τό ἐρώτημα καί μπορεῖ νά ἀπαλλάξει τόν ἄνθρωπο ἀπό αὐτό τό βασανιστικό ἔρωτημα. Αὐτή ἡ λυτρωτική ἐμπειρία μπορεῖ νά βιωθεῖ μόνο πάνω στό οἰκουμενικό σῶμα τοῦ σαρκωμένου Λόγου ἐνυπόστατα καί ἀποφατικά, ὄχι μέ ἀπόλυτα λογικά σχήματα καί ἑρμηνευτικές προσπάθειες πού περιορίζονται στά ἀσφυκτικά πλαίσια τῆς κτιστότητας. Μέ τέτοια ἀπόλυτη προοπτική ὁ ἀνθρωπίνως παράλογος πόνος τῆς ζωῆς μπορεῖ νά ὁδηγήσει εἴτε στήν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ ἤ στόν περί αὐτόν σκεπτικισμό – ἀφοῦ αὐτός φαίνεται ἀνίσχυρος ὥς ἀνύπαρκτος – εἴτε προσπάθεια ἀτελέσφορη ὑποστήριξής του. Πρόκειται γιά «ἐξ ἰδίων» προσέγγιση καί ἑρμηνεία τοῦ Θεοῦ, πού δέν μπορεῖ παρά νά αὐτοακυρώνεται περιδινούμενη γύρω ἀπό τόν ἑαυτό της καί ἀποκόπτοντας τή θέα πρός τόν Θεό ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό.

theodikia

Μπορεῖ κανείς σ’ αὐτή τήν κατεύθυνση νά διακρίνει τρία μοντέλα ὑποστήριξης τοῦ Θεοῦ ἐνώπιον τοῦ κακοῦ καί τοῦ πόνου. Τό πρῶτο βλέπει τόν κόσμο ὡς μία λίαν καλή δημιουργία τοῦ δίκαιου καί καλοῦ Θεοῦ. Τό δεύτερο ἑρμηνεύει τήν κατάχρηση τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας ὡς αἰτία τοῦ κακοῦ. Τό τρίτο μοντέλο εἶναι αὐτό τοῦ οἰκειοθελῶς πάσχοντος Θεοῦ ἀπέναντι στό δυαλιστικά ἰδωμένο κακό. Ἀντιθέτως ὁ Metz δείχνει να ξεφεύγει ἀπό αὐτόν τόν φαῦλο κύκλο – ὄντας καί ὁ ἴδιος θεολόγος μετά τό Ἄουσβιτς – θέλοντας ὄχι νά δικαιώσει τόν Θεό, ἀλλά νά βρεῖ τρόπο νά μιλήσει γιά τόν Θεό μπροστά σέ ἕναν κόσμο πού πάσχει. Πρόκειται δηλαδή γιά μία ἀναζήτηση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ καί ὄχι γιά μία θεολογία χωρίς Θεό.

Ἰδιαίτερα στήν πολιτική θεολογία του (τοῦ Metz) μπορεῖ κανείς νά δεῖ τήν ἀγωνία του γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου, τήν ὁποία στηρίζει στόν Χριστό. Βλέπει δηλαδή τήν προσέγγιση τοῦ κτιστοῦ μέ τό ἄκτιστο παραδοξολογικά, ὅπως χαρακτηριστικά καί καίρια ἀναφέρει ὁ συγγραφέας, ἐν Χριστῷ. Ἔτσι σκοπός τῆς πολιτικῆς θεολογίας του εἶναι ἡ ἀπο-ατομίκευση τοῦ ἀνθρώπου μέ στόχο τήν προσωπική ἐπαφή τοῦ ἑνός πρός τόν ἄλλο. Σημαντικό ἐν προκειμένῳ εἶναι ὅτι δίνει σ’ αὐτή τή θεολογία του κοινωνική διάσταση, ἐνῶ κατανοεῖ τήν ἁμαρτία ὡς ἐνοχή.

Τέτοια θεώρηση τῆς ἁμαρτίας ἔχει τίς ρίζες της στή δυτική σκέψη στή θεολογία τοῦ Αὐγουστίνου, ἀπό τήν ὁποία δέν μπορεῖ νά ἀπαλλαγεῖ οὔτε καί ὁ Metz, μή μπορώντας νά ἀντιληφθεῖ τήν ὀντολογική σημασία της, ὡς στροφῆς τοῦ ἀνθρώπου στό μή ὄν. Ἔτσι ὁ τρόπος ἔκφρασης τοῦ Αὐγουστίνου περί ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου θεωρεῖται ὡς ἀπολογία ὑπέρ τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ ἀπεμπλοκή τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν κόσμο καί ἡ αὐτονόμηση τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας ὁδηγεῖ ὅμως γιά τόν Metz στήν ἐκκοσμικευμένη σκέψη της σύγχρονης εποχής. Ἄλλωστε ἡ σωτηρία γιά τόν Αὐγουστίνο εἶναι ἕνα γεγονός δικαιικό καί ὄχι μία ὀντολογική οἰκείωση τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο, γεγονός πού πραγματώνεται μέ τήν πρόσληψη τοῦ ὅλου ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό. Γιά τόν Metz μεγαλύτερη σημασία ἔχει ἡ ἀπαλλαγή τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἔμπονη πραγματικότητα καί ὄχι ἀπό τήν ἁμαρτία.

Ἡ σύγχυση στή σκέψη τοῦ Metz εἶναι ἐμφανής καί λεκτικά, καθώς ἐναλλάσσει τή λέξη «Schold» (φταίξιμο) καί «Sünde» (ἁμαρτία). Ἔτσι, ἐνῶ κρίνει μέ αὐστηρότητα τή δικαιική κληρονομιά τοῦ Αὐγουστίνου – ἐξαιτίας τῆς ὁποίας στήν Εὐρώπη ἡ ἁμαρτία (Schuld) βρίσκεται στόν ἀντίποδα τῆς ἐλευθερίας (Freiheit), δέν μπορεῖ ὁ ἴδιος νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό αὐτήν. Ἀπάντηση καί συνάμα ἐλευθέρωση ἀπό αὐτό τόν ἀσφυκτικό καί ἀναπόδραστο κλειό ἀποτελεί ἡ προοπτική τῶν ἀνατολικῶν πατέρων, σύμφωνα μέ τούς ὁποίους ἡ πτώση δέν εἶναι ἐνοχή, ἀλλά νόσος πού χρήζει ἰατρείας, αὐτής τῆς ἰατρείας που προσέφερε ὁ Χριστός στόν ἄνθρωπο. Ὁ Metz, ὅμως, ἀρνούμενος τή θεολογία τοῦ Αὐγουστίνου, ἀρνείται καί τήν πρόκριση τῆς ἐλευθερίας ὡς θεολογικοῦ παράγοντα, ἀναζητώντας ἀποκλειστικά τή μετανοιακή θεολογία.

Ὁ Metz, ἄλλωστε, ἀρνεῖται τό μοντέλο τῆς συμπάσχουσας θεϊκῆς ἀγάπης ὡς «ἄνωθεν», στερώντας ἔτσι ἀπό τή θεολογία καί τήν ὀντοκοσμολογία του τήν προοπτική τῆς ἀπελευθέρωσης καί σωτηρίας πού μόνο ἡ παραδοξολογική ἕνωση τοῦ θείου μέ τό ἀνθρώπινο στό πρόσωπο τοῦ Λόγου μπορεῖ νά δώσει. Ταυτόχρονα ἀρνούμενος – καί δικαίως – τόν θεοπασχητισμό τῶν δυτικῶν θεολόγων, ἀρνεῖται ταυτόχρονα καί τό χριστολογικό σωτηριῶδες πάθος, ἀκυρώνοντας ἔτσι τήν ἴδια τή σωτηριώδη κίνηση τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο.

Αὐτό τό μοντέλο τοῦ πάσχοντος Θεοῦ, πού τόσο πεισματικά ἀρνεῖται ὁ Metz, ἔρχεται νά καταδείξει ὁ ἐβραῖος φιλόσοφος καί θεολόγος Hans Jonas – μέ τοῦ ὁποίου τή θεολογία συνδιαλέγεται ὁ καθ. Ἰωάννης Κουρεμπελές – λέγοντας ὅτι ὁ Θεός ποτέ δέν ἐγκαταλείπει τό δημιούργημά του καί ἐπεμβαίνει ἔγχρονα στήν ἱστορία καί δίνοντας ἕναν δίαυλο ἐπικοινωνίας καί ἕναν χῶρο οἰκουμενικοῦ διαλόγου. «Ἀπό τήν πλευρά μου, σημειώνει ὁ συγγραφέας, θά σημείωνα ἐδῶ ὅτι ἡ εὐχαριστιακή μετοχή στήν παθοῦσα καί ἀναστηθεῖσα σάρκα τοῦ Λόγου θά ἦταν μία σοβαρή πρόταση σέ τέτοιες ἀπόψεις πού ἀγωνιοῦν γιά τόν πάσχοντα Θεό, ἀλλά καί ἡ προαιώνια βουλή τοῦ Θεοῦ νά πάθει γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου δέν θά ἦταν λιγότερο σημαντική γιά διάλογο μέ τόν τρόπο σκέψης τοῦ Jonas».

Ὁ Metz, ὅμως, ἀρνούμενος ὄχι μόνο τή θεοπασχητική θεολογία, ἀλλά καί τήν ἴδια τήν ὁμοιοπαθητική Χριστολογία ἀδυνατεῖ νά ἑρμηνεύσει θεολογικά τό πρόβλημα τῆς θεοδικίας. Ὁδηγεῖται ἔτσι σέ ἕναν θεοδικιακό δοκητισμό, ἐφόσον ἐπιμένει νά διαιρεῖ τόν Θεό Λόγο ἀπό τό Ἰησοῦ τόν Ναζαρηνό, ἀφήνοντας μετέωρο καί ἀνερμήνευτο οὐσιαστικά τό θεοδικιακό ἐρώτημα. Ἔτσι τή μόνη δίοδο ἐπικοινωνίας πού βλέπει ἀνάμεσα στόν ἄνθρωπο καί τόν Θεό – ἐφόσον ἔκοψε κάθε ἄλλη ἐπικοινωνία κτιστοῦ ἀκτίστου, ἀρνούμενος τή σωτηριολογική σημασία τοῦ πάσχοντος Λόγου – εἶναι ὁ προσευχητικός λόγος. Μία τέτοια ὅμως ἀτομοκεντρική προοπτική μειώνει τή σημασία τῆς κοινωνίας τῶν βιωμάτων στό ἔμπονο σῶμα τοῦ Θεοῦ.

Ὡς ἐκ τούτου, ἀφήνοντας τόν ἄνθρωπο στόν ἐδῶ βίο του μόνο καί οὐσιαστικά – ὀντολογικά – ἀβοήθητο, τοῦ δίνει ὡς μόνη ἐναλλακτική τόν δρόμο τῆς κραυγῆς, τόν δρόμο πού ὁδηγεῖ στήν αὐξανόμενη ἀντίληψη τοῦ ξένου πάθους, στή συμπόνοια τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν ἄνθρωπο. Αὐτή ἡ κραυγή ὅμως μπορεῖ νά γίνει κραυγή ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ αὐτός δέν βλέπεται παθητός μέσα στήν ἱστορία, ἄρα σωτηριολογικά ἐνεργός.

Αὐτή ἡ ἐξορία τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν κόσμο δέν εἶναι σύγχρονο φαινόμενο: «αἱ ἀλώπεκες φωλεούς ἔχουσιν καί τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δέ υἱός τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τήν κεφαλήν κλίνῃ» (Μτθ. 8,20). Ὁ ἄ-χωρος (οὐ-τοπικός) καί ἄ-χρονος ἔγινε ἔν-χωρος καί ἔν-χρονος γιά νά σώσει τό πλάσμα του. Ἀρνούμενο ὅμως αὐτό τήν ἐνυποστασία τοῦ στόν παραδοξότροπα ἄ-χωρο καί συνάμα ἔν-χωρο Λόγο ὄχι μόνο ἐξορίζει τόν Λόγο στή σφαίρα τοῦ οὐ-τοπικοῦ (μεταφυσικοῦ), ἀλλά γίνεται καί τό ἴδιο οὐ-τοπικό, ἀφοῦ στερεῖται τήν ἐν-ύπαρξη στήν ὄντως ὕπαρξη.

Αὐτή ἡ οὐ-τοπολογική τάση, πού ἐπικράτησε στή δεκαετία τοῦ ’60 στή θεολογία ὁδήγησε σέ μία ἄρνηση τῆς ἔν-χωρης καί περιχωρητικῆς εἰσόδου τοῦ Λόγου στήν ἀνθρώπινη ἱστορία μέ τή σάρκωση. Ἔτσι ἡ μελλοντολογικοποίηση τῆς ἐσχατολογίας γιγαντώθηκε μέ ἀποτέλεσμα τό θεοδικιακό ἐρώτημα νά μήν βρίσκει ἐνσώματη ἀπάντηση καί σωτηριώδη λύση.

Ἀρνεῖται ἔτσι ὁ ἄνθρωπος στόν Λόγο το «σωματικό χῶρο νά χωρέσει κάθε λεπτομέρεια τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, νά χωρέσει κάπου θεϊκά ὁ πόνος της αὐτή τή μεγάλη λεπτομέρεια». Ἀλλά καί κάθε οὐτοπική προσπάθεια, ὅπως τεχνική (τεχνολογική), κοινωνική, πολιτική εἶναι καταδικασμένη νά ἀποτύχει, ἀφοῦ εἰδωλοποιεῖ τό κτιστό, κλείνοντας τά μάτια στήν ἐν-τοπική κλήση τοῦ ἀκτίστου, πού καλεῖ σέ συνάντηση μαζί του στήν ὄντως οὐ-τοπία πού ὅμως εἶναι ἐδῶ καί τώρα παροῦσα!!! Αὐτή ἡ παραδοξότροπα οἰκουμενική οὐτοπία τοῦ Λόγου εἶναι ἡ βάση πού διατρέχει τό νέο βιβλίο τοῦ Ἰωάννη Κουρεμπελέ, θέλοντας νά καταδείξει τόν χῶρο πάνω στόν ὁποῖο μπορεῖ νά γίνει λυσιτελής διάλογος καί ὀντολογικά σωτηριολογική θεολογία.