Νίκος Α. Νησιώτης, ένας θεολόγος

1 Αυγούστου 2016

Προσωπογραφία  του Νίκου Α. Νησιώτη

Εισαγωγικά

   Ο Μάριος Π. Μπέγζος, εισαγωγικά στο βιβλίο του, αναφέρεται στην πρώτη γνωριμία του με τον Ν. Νησιώτη, ως φοιτητής του στο τμήμα Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1971.

   Εικονογραφώντας τις παραδόσεις, κάνει λόγο για μια στενόμακρη, σκοτεινή αίθουσα, με πυκνό ακροατήριο και τον Ν. Νησιώτη, ως άτομο ικανό να κοινωνεί με άτομα διαφόρων φασματικών πεδίων. Η φράση “ Διαλέγομαι άρα υπάρχω” είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική, σύμφωνα με τον συγγραφέα, του καθοριστικού ρόλου που διαδραμάτιζε ο διάλογος στις συζητήσεις του. Η πορεία του άλλωστε ως ομιλητής και συνομιλητής στον ΧΟΦΕ (Χριστιανικός Όμιλος Φοιτητών και Επιστημόνων – ο οποίος και συνιδρύθηκε από τον πατέρα του), τα τριάντα χρόνια στην οικουμενική κίνηση (από το οικουμενικό ινστιτούτο του Μποσέ έως και το επιτελείο του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών), τα είκοσι χρόνια στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και τα δέκα χρόνια στον ολυμπισμό, είναι κάτι που το αποδεικνύει.

Πρώτα βήματα και επαγγελματική σταδιοδρομία

   Αφού αποφοίτησε από τη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, συνέχισε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στη δυτική Ευρώπη και διείσδυσε στους τομείς της ψυχανάλυσης και του υπαρξισμού, τομέων διόλου εκτιμώμενων από τους χριστιανικούς χώρους της εποχής. Μετά την απόκτηση του μεταπτυχιακού φιλοσοφίας από το Καθολικό Πανεπιστήμιο της Λουβαίν το 1953, επέστεψε στην Αθήνα και επικεντρώθηκε στη συγγραφή της διδακτορικής του διατριβής “Υπαρξισμός και Χριστιανική Πίστις”, όπου και απέκτησε τον τίτλο του διδάκτορα Θεολογίας με άριστα τον Μάιο του 1956.

   Στη συνέχεια, οδηγήθηκε και πάλι στην Ελβετία με σκοπό να συνεχίσει την έρευνα και από το 1956 μέχρι και το 1974 εργάστηκε στο Οικουμενικό Ινστιτούτο ενώ παράλληλα  από το 1962 έως και το 1974 διατέλεσε καθηγητής Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης. Ακόμη, από το 1965 υπήρξε καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεολογίας Αθηνών και με την ίδρυση του τμήματος Ποιμαντικής (1982), εκλέχθηκε παμψηφεί πρώτος πρόεδρος του τμήματος, όπου και παρέμεινε έως και το θάνατό του το 1986. Στη διάρκεια της πολυετούς καριέρας του υπήρξε ακόμα επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Νεσατέλ (1965-1966), του Σικάγου, της Καλιφόρνια, ενώ από το 1984 ανέλαβε και πρόεδρος της Διεθνούς Ακαδημίας Θρησκευτικών Επιστημών, με έδρα τις Βρυξέλλες και ετήσιων συνόδων σε ευρωπαϊκό έδαφος.

Από το 1977 μέχρι και το 1982 ήταν πρόεδρος του θεολογικού τμήματος του Π.Σ.Ε. με επωνυμία “Πίστη και Τάξη”.

   Ο συγγραφέας, διακρίνει τρείς κύκλους δράσης στη ζωή του Νίκου Νησιώτη. Τον υπαρξισμό στη φιλοσοφία, έχοντας κριτική στάση απέναντι στους υπαρξιστές διανοούμενους και την εγχώρια μεταφυσική παράδοση, τον οικουμενισμό στη θεολογία, λειτουργώντας ως ορθόδοξος θεολόγος στον διεκκλησιαστικό διάλογο και τέλος, τον ολυμπισμό στον πολιτισμό, προσφέροντας την ελληνική πολιτιστική διάσταση στο διεθνιστικό κίνημα. Επηρεασμένος από φιλοσόφους όπως ο Γιάσπερς, ο Χάιντεγκερ και ο Κίρκεγκαρτ και  αξιοποιώντας την ανατολική εκδοχή του υπαρξισμού, προχώρησε φιλοσοφικά στον περσοναλισμό (προσωποκρατία) όπου στον τομέα “ύπαρξη” πρόσθεσε την έννοια “κοινωνία” και υπογράμμισε τη διάσταση “ιστορία”.

Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών

   Έργο και όραμα ζωής του Νησιώτη, ήταν η συγγραφή ενός τρίτομου έργου συστηματικής φιλοσοφίας της θρησκείας, σύμφωνα με την ανατολική παράδοση της ελληνικής φιλοσοφίας και της ορθόδοξης θεολογίας. Παρόλο που στην Ελλάδα αναγνωριζόταν περισσότερο ως φιλόσοφος, στο εξωτερικό θεωρούνταν περισσότερο ως ορθόδοξος θεολόγος του οικουμενισμού, ενώ ο Μ. Μπέγζος καταλήγει πως οι δύο αυτοί χαρακτηρισμοί συνυπήρχαν ως ένα.

   Εξαντλώντας την ιεραρχική κλίμακα του Π.Σ.Ε., κάτι που για πρώτη φορά συνέβαινε από ορθόδοξο θεολόγο και όχι κληρικό ή ιεράρχη στη ιστορία της οικουμενικής κίνησης, διατέλεσε ορθόδοξος παρατηρητής στη Β’ Βατικανική Σύνοδο εκ μέρους του Π.Σ.Ε. και τέλος, εκλέχθηκε αναπληρωτής γενικός γραμματέας του Π.Σ.Ε. κατά τα χρόνια 1968-1972.

   Η ολοκλήρωση του ερευνητικού προγράμματος για την “Ελπίδα” και ερευνητικού εγχειρήματος για τα τρία μυστήρια της Εκκλησίας, το βάπτισμα, την ευχαριστία και την ιεροσύνη, έδωσε το έναυσμα στην ορθόδοξη θεολογική παρουσία της οικουμενικής κίνησης, να υπενθυμίσει και να προτρέψει τους εκπροσώπους των προτεσταντικών ομολογιών για περισυλλογή της μυστηριακής δομής της Εκκλησίας και εκκλησιαστικής υπόστασης του χριστιανισμού. Στη συγκεκριμένη δράση, αποφασιστικό ρόλο διαδραμάτισε η παρουσία του Ν. Νησιώτη. Για τον ίδιο, όπως αναφέρει ο Μ. Μπέγζος, το θέμα του λατρευτικού και λειτουργικού στοιχείου της ορθόδοξης χριστιανοσύνης ήταν καίριο θέμα και αυτός ήταν άλλωστε και ο λόγος για τον οποίο συνέταξε το πρώτο του δοκίμιο μετά τη διδακτορική του διατριβή με θέμα: “Η θεολογία ως επιστήμη και ως δοξολογία”(1960).

   Μία ακόμη συνδρομή του Ν. Νησιώτη στον ορθόδοξο χώρο, ήταν η καινοτόμα ιδέα του για την καθιέρωση του “Ορθόδοξου Σεμιναρίου” σε συνεργασία με το Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου στο Παρίσι. Κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας, Πραγματοποιούνταν μία σειρά διαλέξεων ορθόδοξων θεολόγων σε ετερόδοξους (ρωμαιοκαθολικούς και προτεστάντες) με θέμα τη μύησή τους στην Ορθοδοξία, λειτουργώντας ανελλιπώς από το 1959.

   Ο συγγραφέας, θέλοντας να τονίσει τη σημαντικότητα της συνδρομής του Ν. Νησιώτη στην οικουμενική κίνηση και τον οικουμενικό διάλογο, του δίνει τον τίτλο του “Ιεραποστόλου της Ορθοδοξίας στην Οικουμένη” και αναφέρει πως μέσω του Κειμένου της Λίμα, η οικουμενική κίνηση προσανατολίζεται στην θεολογία των μυστηρίων κάθε Μ. Εβδομάδα από το 1959.

   Προχωρώντας στο συγγραφικό έργο του Ν. Νησιώτη, Ο συγγραφέας καταγράφει πως δυστυχώς δεν υπάρχει κατάλογος των έργων του και ο λόγος είναι πως ο ίδιος δεν αγαπούσε ιδιαίτερα την αρχειοθέτηση της δουλειάς του. Παρόλα αυτά το έργο του είναι πλούσιο και καθορισμένο από τις περιστάσεις.

   Τα άρθρα του (οικουμενικού περιεχομένου) είναι εκατοντάδες, γραμμένα σε τέσσερις γλώσσες και μεταφρασμένα σε ακόμη περισσότερες. Ωστόσο, λόγω του αιφνίδιου θανάτου του, ο Ν. Νησιώτης, δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει ένα συστηματικό σύγγραμμα οικουμενικής θεολογίας. Σχετικό συγγραφικό του έργο, φυλάσσεται  στο αρχείο του Μποσέ, στο επιτελείο του Π.Σ.Ε., στη Γενεύη, όπως επίσης και σε προσωπικό του αρχείο στην Αθήνα.

   Σχετικά με την ορθόδοξη παρουσία και τον οικουμενισμό, ο Νησιώτης θεωρούσε πως η εστία της είναι η πνευματολογία. Ξεκινώντας από την τριαδολογία, την οποία θεωρούσε μετέωρη στο δυτικό χριστιανισμό, επιχειρούσε να χαράξει τομές στην εκκλησιολογία. Στο ρωμαιοκαθολικισμό, ως «πατρομονισμό» όρισε τον υπερτονισμό του Υιού-Χριστού έναντι του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος, με επακόλουθο τον ατομικισμό, τον υποκειμενισμό και τον υπαρξισμό. Διέξοδος για τον Νησιώτη σύμφωνα με τον Μπέγζο, υπήρξε η ορθόδοξη παράδοση η οποία τονίζει τη σπουδαιότητα καί του Αγίου Πνεύματος και αντιτίθεται σε κάθε θεολογικό μονισμό, διασώζοντας την ισορροπία της τριαδολογίας.

   Ο Νησιώτης, με τον όρο «πνευματολογική χριστολογία» υποστήριζε την προτεραιότητα της χριστολογίας, αλλά με τον απαράβατο όρο ότι θα καθοριζόταν από την πνευματολογία. Η χριστολογία έχει σημαντικό ρόλο, όμως παραμένει ανολοκλήρωτος χωρίς την πνευματολογία. Με τη συμβολή του Πνεύματος, που είναι ελευθερία και κοινωνία, ολοκληρώνεται το έργο του Πατρός και του Υιού και αυτός είναι ο λόγος που η Εκκλησία στην Ορθοδοξία έχει πνευματολογική χροιά. Ο Μάριος Μπέγζος σημειώνει πως, σύμφωνα με τον Νησιώτη, ο οικουμενισμός ήταν το μέσο και όχι ο σκοπός της ενότητας της Εκκλησίας.

Η συμβολή του Νησιώτη στο Π.Σ.Ε. στο Νέο Δελχί

   Η παρουσία του Νίκου Νησιώτη στη Γ’ Γενική Συνέλευση του Π.Σ.Ε. στο Νέο Δελχί, έπαιξε καθοριστικό ρόλο και συγκεκριμένα, στην ομιλία του με τίτλο “Η μαρτυρία και η διακονία της ανατολικής Ορθοδοξίας στη μία και αδιαίρετη Εκκλησία”, επικεντρώθηκε στην κατανόηση της “οντολογικής” έκφανσης της Ορθοδοξίας. Επίσης, στην ομιλία του “Εκκλησία και κοινωνία στην ελληνική ορθόδοξη θεολογία” στο Π.Σ.Ε. στη Γενεύη, αποπειράθηκε να προσεγγίσει την κοινωνική δυναμική της ορθόδοξης παράδοσης.

   Ο Στυλιανός Τσομπανίδης, στο σύγγραμμά του “Εκκλησία και Εκκλησίες”, καταγράφει για την ίδια συνέλευση, πως οι Ορθόδοξοι εκπρόσωποι κατηγορήθηκαν πως υποστήριζαν μια “οικουμενικότητα της επιστροφής” και για αυτό την ταύτιζαν με τη ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Επιδίωξη του Ν. Νησιώτη, ήταν η ανατροπή την εικόνας αυτής της μονότονης τακτικής και επίτευξη της ενότητας. Ο Σ. Τσομπανίδης αναφέρει, πως ο Νησιώτης αναθεωρεί τη μορφή του διαλόγου, την τακτική και τον τρόπο του θεολογείν. Σύμφωνα με εκείνον, ο Νησιώτης αντιπροσώπευε ένα νέο τύπο θεολόγου, που τον ενδιέφερε η ανάπτυξη μιας δυναμικής εκκλησιολογίας η οποία θα θέτει την αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξης Εκκλησίας σε σχέση με τους άλλους.

   Ο συγγραφέας, εκθέτει την επιθυμία του Νησιώτη να επιχειρήσει να ανατρέψει τις αντιλήψεις που υπήρχαν για το μοντέλο ενότητας της Ορθόδοξης επιχειρηματολογίας και εξηγεί, πως οι Ορθόδοξοι δεν αναμένουν από τους άλλους χριστιανούς να επιστρέψουν στην ορθόδοξη ομολογία με τη στενή σημασία, αλλά να βρουν “τη  δική τους ορθοδοξία” στον δικό τους τόπο.

   Τέλος, ο Σ. Τσομπανίδης παραθέτει την έννοια της «συνειδητής αλλοτρίωσης» του Νησιώτη, της κίνησης δηλαδή “από τον εαυτό μας στον άλλο”, με σκοπό να γίνει αποδεκτός ως εταίρος. Ο Θεός, συνεχίζει, αποκαλύφθηκε με την Ενσάρκωσή Του μέσω μίας διαδικασίας αποξένωσης. Η αποξένωσή Του είναι η ύψιστη κένωση της απόλυτης και ιδεώδους ταυτότητας στη συνύπαρξη με το ανθρώπινο Είναι στη μορφή ενός δούλου. Η έννοια αυτή, όπως αναφέρει ο συγγραφέας, μπορεί συγχρόνως να λειτουργήσει και περιχωρητικά, διαγράφοντας δηλαδή μία συνεχή πορεία προς τους άλλους δημιουργώντας χώρο γύρω για κοινωνία με αυτούς.

   Καταλήγοντας, έπειτα από μικρές γρήγορες στάσεις σε αναφορές για ορισμένες από τις δράσεις και το έργο του Ν. Νησιώτη, αποφαίνεται με ευκολία ο διαλογικός του χαρακτήρας, όπως και η θέλησή του για κοινωνία με τον θεολογικό, φιλοσοφικό και οικουμενικό κόσμο.  Τέλος, ο Μ. Μπέγζος αναφερόμενος στα προσωπικά χαρακτηριστικά του Ν. Νησιώτη αποτυπώνει πως ήταν ένας άνθρωπος σεμνός, με τόλμη, χωρίς αλαζονεία και ανάγκη να εντυπωσιάσει.

Πηγές/Βιβλιογραφία:

Μάριος Π. Μπέγζος, Ο ΛΟΓΟΣ ΩΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ. Μια προσωπογράφηση του Νίκου Νησιώτη, εκδόσεις Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1991.

Στυλιανός Χ. Τσομπανίδης, Εκκλησία και Εκκλησίες, εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2013.