Ο Βαγγέλης Παπαθανασίου ως πιανιστικός «νυκτωδός»

6 Μαρτίου 2019

Στην αναφορά του ονόματος του Βαγγέλη Παπαθανασίου, του διεθνώς γνωστού ως απλά Vangelis, είναι βέβαια τα synthesizers στη χρήση και την καθιέρωση των οποίων υπήρξε πρωτοπόρος και όχι το πιάνο το όργανο που έρχεται στο μυαλό. Λίγοι όμως γνωρίζουν ότι ο Ευάγγελος Οδυσσέας Παπαθανασίου – όπως είναι το πλήρες ονοματεπώνυμο του – ξεκίνησε την διαδρομή του στην μουσική στο πιάνο που υπήρχε στο σπίτι του στον Βόλο και μάλιστα σε ηλικία τεσσάρων ετών! Θα μπορούσαμε σαφέστατα να πούμε ότι υπήρξε παιδί θαύμα της μουσικής καθώς δεν έπαιζε απλά αλλά δημιουργούσε δικές του συνθέσεις στο πιάνο τις οποίες δύο μόλις χρόνια αργότερα παρουσίαζε σε αυτοσχέδιες «συναυλίες» σε συγγενείς και φίλους των γονέων του. Πεισματικά όμως απέρριψε τις προτροπές τόσο των τελευταίων όσο και των δασκάλων του στο σχολείο να σπουδάσει μουσική, αν και αργότερα έκανε κάποια μαθήματα κλασικής μουσικής στην Αθήνα παράλληλα με την φοίτηση του στην ΑΣΚΤ.

Μπορεί λοιπόν να μην είχε τυπική κλασική παιδεία αλλά αναμφίβολα ήταν η τόσο πρώιμη ενασχόληση του με το πιάνο που σηματοδότησε και σφράγισε την μετέπειτα μεγαλειώδη διαδρομή του. Σε αυτό διαμόρφωσε την εκτελεστική τεχνική του η οποία εντυπωσίασε ήδη από τους Frorminc, το πρώτο συγκρότημα – και ένα από τα πρώτα στην Ελλάδα – του οποίου ήταν ιδρυτικό μέλος το 1962. Ηταν και ο βασικός συνθέτης του γκρουπ, υπεύθυνος για την τεράστια πραγματικά, για τα τότε μα και τα νυν δεδομένα της χώρας μας, επιτυχία «Jeronimo Yanka» το ’66. Συνθετικά βέβαια δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια εφαρμογή στα καθ’ ημάς του ιδιώματος – συγγενικού των αναλόγων shake και twist – που ονομάστηκε yanka από τον ομώνυμο χορό τον οποίο συνόδευε και έκανε τότε θραύση διεθνώς και ήταν ακριβώς η δεξιοτεχνία του Β. Παπαθανασίου που το έκανε να ξεχωρίζει με ένα σχήμα το οποίο «καρφωνόταν» στο μυαλό ήδη από την πρώτη ακρόαση. Το σχήμα αυτό το έπαιξε στο πρώτο από μια σειρά διαφορετικών ηλεκτρικών αρμονίων που θα ήταν το όργανο του για αρκετά χρόνια. Λίγο μετά από αυτή την επιτυχία όμως οι Forminx διαλύθηκαν, στο αποκορύφωμα πραγματικά της φήμης τους.

Ο Β. Παπαθανασίου όμως δεν έμεινε βέβαια άπραγος για πολύ καθώς ένα χρόνο αργότερα σχημάτισε μαζί με τον τραγουδιστή και μπασίστα Ντέμη Ρούσσο και τον ντράμερ Λουκά Σιδερά – και, κατά δεύτερο λόγο, τον κιθαρίστα Αργύρη Κουλούρη ή Silver – τους Aphrodite’s Child. Αν με τους Forminx είχε κατακτήσει την Ελλάδα με τους Aphrodite’s Child κατέκτησε και την Ευρώπη καθώς ένα χρόνο μετά έφυγαν για το εξωτερικό, για το Λονδίνο συγκεκριμένα, μια προσωρινή όμως στάση τους στο Παρίσι μετατράπηκε σε μόνιμη εγκατάσταση τους εκεί. Για τα επόμενα πέντε περίπου χρόνια οι Aphrodite’s Child θα ήταν το μοναδικό αμιγώς ελληνικό συγκρότημα που «έπαιζε» επί ίσοις όροις στην ευρωπαϊκή αγορά με συνολικά πέντε albums και αρκετά singles τα περισσότερα εκ των οποίων έγιναν μεγάλες επιτυχίες. Καθώς όμως τόσο ο Παπαθανασίου ήθελε να επικεντρωθεί στις προσωπικές δισκογραφικές εργασίες του τις οποίες είχε ήδη αρχίσει όσο και αντίστοιχα ο αείμνηστος Ντέμης Ρούσσος στην προσωπική ερμηνευτική καριέρα του που επίσης ήδη ξεκινούσε και υπήρχαν αρκετά προβλήματα στην μεταξύ τους σχέση – κυρίως για το ποιος από τους δύο ήταν η ηγετική φυσιογνωμία του γκρουπ – διαλύθηκαν το ’72.

Ο Παπαθανασίου παρέμενε και εργάστηκε για μερικά χρόνια στο Παρίσι ώσπου το ’76 μετοίκισε στο Λονδίνο όπου έφτιαξε την δική του τεχνολογικά υπερεξελιγμένη για τα δεδομένα της εποχής ηχογραφική εγκατάσταση, το Nemo studio. Εχοντας πλέον την βάση του και κυρίως την αναγκαία τεχνική υποδομή με τον πέμπτο προσωπικό δίσκο του «Heaven And Hell» που κυκλοφόρησε την επόμενη χρονιά άρχισε η αληθινή προσωπική διαδρομή του Vangelis όπως θα γινόταν σύντομα γνωστός. Αυτή περιλάμβανε προσωπικά albums, αρκετά soundtracks κινηματογραφικών ταινιών, ξένων κυρίως μα και κάποιων ελληνικών και μερικές επενδύσεις θεατρικών παραστάσεων – με ελάχιστες και πολύ συγκεκριμένες εξαιρέσεις συνεργασιών του άπαντα αυτά οργανικά, λιγοστές ομολογουμένως αλλά πάντα άκρως εντυπωσιακές ζωντανές παρουσιάσεις της μουσικής του, βραβείο Όσκαρ καλύτερης πρωτότυπης μουσικής για το soundtrack του στην ταινία του Χιού Χάντσον «Chariots Of Fire» (1981) και πολλές τιμητικές διακρίσεις στην Γαλλία, την Αμερική και φυσικά στην Ελλάδα.

«Σήμα κατατεθέν» του Παπαθανασίου σε όλα αυτά τα έργα του ο πρωτοποριακός ηλεκτρονικός ήχος του. Τα ηχοχρώματα που προγραμμάτιζε στα synthesizers του ανέκαθεν ήταν ονειρικά, ατμοσφαιρικά και άκρως υποβλητικά και από μια στιγμή και μετά φουτουριστικά και εντέλει «διαστημικά», γεγονός που οδήγησε στις πολλές συνεργασίες του με την αμερικανική NASA, τον σημαντικότερο διεθνώς φορέα εξερεύνησης του διαστήματος. Πάρα πολύ σπάνια χρησιμοποιούσε ήχο πιάνου, ακόμα και ηλεκτρικού και όχι κλασικού ή που έστω να προσέγγιζε αυτόν. Αναμφίβολα όμως πάντα υπήρχε ένα πιάνο στο στούντιο αλλά και στο σπίτι του καθώς σε αυτό συνέθετε την μουσική του, εξίσου σχεδόν όσο και στα synthesizers του.

Πριν λίγο καιρό όμως κυκλοφόρησε το «Nocturne (The Piano Album)». Ο υπότιτλος είναι απολύτως επεξηγηματικός, πρόκειται για ένα CD που στα δέκα επτά κομμάτια του το βασικό όργανο είναι – για πρώτη φορά σε δίσκο του – το πιάνο, σόλο ή με μια διακριτική συνοδεία από (ηλεκτρονικά παραγόμενα καθώς μιλάμε πάντα για τον Β. Παπαθανασίου) έγχορδα. Το album χωρίζεται νοερά σε δύο μέρη, τα μισά περίπου κομμάτια είναι νέες πιανιστικές συνθέσεις και τα υπόλοιπα κάποιες από τις πιο μελωδικές στιγμές του από το παρελθόν παιγμένες με τον ίδιο τρόπο και ύφος. Ανάμεσα στις τελευταίες είναι φυσικά το προαναφερθέν «Chariots Of Fire» που του απέφερε το Όσκαρ αλλά και το «Love Theme» από το soundtrack της ταινίας του Ρίντλεϊ Σκοτ «Blade Runner» (1982) το οποίο για εμένα αποτελεί την κορυφαία στιγμή του έργου του καθώς και το βασικό θέμα από το soundtrack του «1492: Conquest Of Paradise», επίσης του Ρίντλεϊ Σκοτ (1992).

Χωρίς όμως αυτά να στερούνται καθόλου αισθητικής αξίας και ομορφιάς είναι βέβαια οι νέες συνθέσεις που παρουσιάζουν, ειδικά για τους μελετητές του έργου του, πολύ περισσότερο ενδιαφέρον. Σε αυτές φαίνονται πιο καθαρά από ποτέ οι καταβολές του, η αγάπη του για την ύστερη περίοδο του ρομαντισμού και ιδιαίτερα τον Σοπέν αλλά και για τον ιδιότυπο μινιμαλισμό του Ερίκ Σατί. Εκτός όμως από το ότι αυτές είναι οι επιρροές από τις οποίες αρδεύεται η μελωδική «δεξαμενή» του γίνεται επίσης ακόμα πιο φανερό ότι το καθαρά εκτελεστικό ύφος του λεγόμενου κάποτε «μάγου των synthesizers» διαμορφώθηκε τελικά, πριν και πάνω από όλα, από τους αυτοσχεδιασμούς του στο πιάνο του πατρικού σπιτιού του στον Βόλο, όταν πιθανότατα το ύψος του δεν ήταν καν ακόμα αρκετό γα να φτάνει το κλαβιέ.

Τόσο οι νέες όσο και οι παλαιότερες συνθέσεις όμως παιγμένες με αυτόν τον λιτό πιανιστικό τρόπο αναδεικνύουν τα μεγάλα χαρίσματα του, την ικανότητα του να γράφει απλές μεν αλλά και πολύ όμορφες στην συντριπτική πλειοψηφία τους μελωδίες και, ίσως ακόμα περισσότερο, την σχεδόν πηγαία ατμοσφαιρικότητα που χαρακτηρίζει την μουσική του και η οποία κατορθώνει να ελκύει τον ακροατή εντός της δίχως να του επιβάλλεται εκβιαστικά. Μιαν ατμόσφαιρα που είναι παρούσα στο μεγαλύτερο μέρος του έργου του – εκτός και αν συγκεκριμένες συνθήκες απαιτούσαν κάτι διαφορετικό – καθώς είναι δομικό στοιχείο της γραφής του, συνήθως ελαφρά μελαγχολική και σχεδόν πάντα με νυχτερινό «άρωμα» και «χρώμα» (στοιχείο από το οποίο προέρχεται ο τίτλος του album, δηλαδή «Νυκτωδία»).

Πέραν όμως από τους ειδικούς και τους συστηματικούς ακροατές το «Nocturne (The Piano Album)» είναι χρήσιμο και στους απλούς μουσικόφιλους ώστε, σαράντα οκτώ ολόκληρα χρόνια μετά το ύστατο και κορυφαίο album – και από τα πλέον χαρακτηριστικά του τότε ιδιώματος του progressive rock – των Aphrodite’s Child, το εμβληματικού «666» του 1971 με λιμπρέτο του σκηνοθέτη Κώστα Φέρρη βασισμένο στην «Αποκάλυψη» του Ιωάννη και με την μεγάλη ηθοποιό μας Ειρήνη Παππά να συμμετέχει ερμηνευτικά δίπλα στον Ντέμη Ρούσσο, σαράντα χρόνια μετά το «Ωδές» (ελληνικά παραδοσιακά τραγούδια ενορχηστρωμένα ηλεκτρονικά από τον ίδιο σε ερμηνεία της Ειρήνης Παππά), τριάντα επτά από το «Blade Runner» και τριάντα τρία από το «Ραψωδίες» (συνέχεια υπό μιαν έννοια του «Ωδές», με την Ειρήνη Παππά να ερμηνεύει αυτή τη φορά ύμνους της Μεγάλης Εβδομάδας με ηλεκτρονική συνοδεία από εκείνον) ο δημιουργός – που στις 29 Μαρτίου θα συμπληρώσει τα εβδομήντα πέντε χρόνια του – είχε δείξει από πολύ νωρίς ότι διέθετε ένα από τα όχι πάρα πολλά ταλέντα στη χώρα μας που υπερέβαινε κατά πολύ τα όρια της και για αυτό απολύτως δικαίως έγινε ο διεθνώς αναγνωρισμένος και καταξιωμένος Vangelis. Τίποτα άλλο από απεριόριστο σεβασμό για έναν όχι μόνον πρωτοπόρο αλλά και πολύ μεγάλο Έλληνα μουσικό…