Θέατρο για μικρούς και μεγάλους

12 Ιουλίου 2019

Έχουν περάσει πάνω από 45 χρόνια από τότε που ανακάλυψα την ευτυχία να κάνεις θέατρο για παιδιά. Tην ευφορία της ανακάλυψης ακολούθησε, όπως συμβαίνει συχνά, κάποια αμφιβολία.

Παρατηρώντας τους μικρούς θεατές, έβλεπα ότι συνήθως οι αντιδράσεις τους δεν διαφέρουν και τόσο από τις δικές μου. Όπου γελάνε, γελάω. Όπου πλήττουν, βαριέμαι. Όπου συγκινούνται, συγκινούμαι κι εγώ. Παράλληλα διαπίστωνα ότι παραστάσεις που προορίζονται για μεγάλους αποτελούν συχνότατα εμπειρίες αλησμόνητες για τα παιδιά. Τα έχω δει να παρακολουθούν συνεπαρμένα Σαίξπηρ, Μολιέρο, Γκολντόνι, ή ακόμη και αρχαία τραγωδία.

Έτσι έφτασα να αναρωτιέμαι μήπως η δουλειά που κάνω – και που έχω ανάγκη να πιστεύω πως πιάνει τόπο – δεν είναι και τόσο απαραίτητη. Από την άλλη, όταν μια παράσταση για παιδιά είναι πραγματικά υψηλής στάθμης, οι μικροί θεατές όχι μόνο την παρακολουθούν με ενθουσιασμό αλλά και συχνά ζητάνε να την ξαναδούνε πολλές φορές. Κι αν, από τη μεριά μου, προσπαθήσω να θυμηθώ τις παραστάσεις που πραγματικά με μάγεψαν, στον κατάλογο θα περιλάβω σίγουρα και κάποιες παραστάσεις για παιδιά.

Ένα βασικό στοιχείο που συνήθως γοητεύει ένα παιδί, όταν βλέπει μια καλή παράσταση για μεγάλους, είναι η αίσθηση ότι πάνω στη σκηνή συντελείται κάτι πολύ σημαντικό . Σημαντικό και για αυτούς που παίζουν και γι΄ αυτούς που παρακολουθούν. Το θέαμα για παιδιά, από την άλλη, προσφέρει συχνά μια αίσθηση γιορτής. Και αυτό είναι πολύ σπουδαίο. Το αποζητούμε άλλωστε συχνά κι εμείς οι μεγάλοι, στο δικό μας το θέατρο. Σε τελευταία ανάλυση, θα έλεγα λοιπόν, ότι σίγουρα τα παιδιά, ιδίως από τη μέση του δημοτικού και μετά, είναι καλό να βλέπουν κάποιες παραστάσεις για μεγάλους, αλλά και ότι με ορισμένες προϋποθέσεις, και μόνο με αυτές, έχει νόημα να κάνεις θέατρο για παιδιά. Φτάνει αυτό που συμβαίνει πάνω στη σκηνή να εμπνέει ένα είδος σεβασμού που να μην εμποδίζει τη γιορτή, αντίθετα να την κάνει πιο σημαντική. Και φτάνει η παράσταση να μην είναι απλά και μόνο μια «παιδική» παράσταση. Να ‘ναι μια παράσταση για όλους, ακόμα και για τα παιδιά.

Ο Μισέλ Τουρνιέ είχε δημοσιεύσει στο περιοδικό της Ουνέσκο ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο με τον τίτλο «χρειάζεται να γράφουμε για τα παιδιά;». Εξηγεί εκεί πώς αποφάσισε να ξαναγράψει το εξαίσιο μυθιστόρημα του «Ο Παρασκευάς» σαν βιβλίο για παιδιά. Προσπάθησε να το απαλλάξει από οτιδήποτε περιττό, προκειμένου να το κάνει πιο σύντομο, πιο καθαρό και πλέκοντας τη φιλοσοφία με την πλοκή να την καταστήσει αόρατη.

Όταν τελείωσε, διεπίστωσε πως είχε γράψει ένα παιδικό βιβλίο που θα μπορούσε να θεωρηθεί κλασικό. Και δεν είναι τυχαίο ότι το βιβλίο αυτό είναι ίσως καλύτερο και από το αρχικό, όχι μόνο για τα παιδιά αλλά και για τους μεγάλους. Όλοι ξέρουμε άλλωστε πως κάθε κλασικό παιδικό βιβλίο είναι ένα καλό βιβλίο για τους μεγάλους. Αυτό λοιπόν που ισχύει για τα βιβλία, ισχύει και για τις παραστάσεις. Ενδέχεται δηλαδή το καλό θέατρο για μεγάλους να μην είναι πάντα καλό για τα παιδιά, αλλά αποκλείεται το θέατρο για παιδιά να είναι πραγματικά καλό αν δεν ικανοποιεί και τον ενήλικο θεατή.

Πώς όμως θα τραβήξουμε τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο θέατρο που είναι για μεγάλους και το θέατρο που είναι για τα παιδιά; Και ποια θα ΄πρεπε να ΄ναι τα γενικά χαρακτηριστικά μιας παράστασης που ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία;

Για να ενδιαφέρει τους μικρούς θεατές η παράσταση, πρέπει να διαθέτει ένα πρώτο επίπεδο, άμεσα κατανοητό από το παιδί, αλλά πίσω από αυτό πρέπει να υπάρχουν και άλλα διαφορετικά επίπεδα, από τα οποία μερικά θα τα καταλαβαίνει, έστω με κάποια προσπάθεια, και αλλά μόνο θα τα διαισθάνεται. Και όσο περισσότερο είναι το βάθος που κρύβεται πίσω από την απλότητα, τόσο περισσότερο θα μαγευτεί το παιδί αλλά και ο μεγάλος .

Το ιδανικό είναι να γοητεύσεις μικρούς και μεγάλους, την ίδια στιγμή και με τα η ίδια, αλλά και με διαφορετικά στοιχεία, παράλληλα, έτσι που καθένας, ανάλογα με την ηλικία του, τις γνώσεις του και την ευφυΐα του, να αντλήσει όσα μπορεί και όσα χρειάζεται, χωρίς να αισθάνεται ότι το κοίτασμα έχει εξαντληθεί. Μήπως όμως αυτός δεν είναι και ο ορισμός ενός ιδανικού θεάτρου; Και συχνά του κλασικού θεάτρου; Και σίγουρα ενός πραγματικά λαϊκού θεάτρου;

Τα στοιχεία που πρέπει να απουσιάζουν από ένα θεατρικό έργο για παιδιά είναι η φλυαρία, η φιλολογία και ο διδακτισμός. Αυτά είναι άλλωστε και τα πιο συνηθισμένα ελαττώματα των παιδικών θεατρικών έργων. Το κείμενο πρέπει να μην είναι ποτέ σκέτο κείμενο. Θα περιέχει και να γεννάει δράση σε κάθε στιγμή. Όσο για τα «μηνύματα» του έργου, αν υπάρχουν, ποτέ να μην «λέγονται». Αν είναι να πεις ένα μήνυμα, δεν χρειάζεται να γράψεις ολόκληρο θεατρικό έργο, μπορείς να το αφήσεις και σε ένα αυτόματο τηλεφωνητή. Ο σκοπός είναι να κάνεις τον μικρό θεατή να βγάζει μόνος του τα συμπεράσματα του.

Απλώς η παράσταση πρέπει να είναι πάρα πολύ καθαρή, φτιαγμένη με μεγάλη ακρίβεια και να έχει συνεχώς ένα εικαστικό ενδιαφέρον, πράγμα που δεν συνεπάγεται αναγκαστικά διακοσμητικό φόρτο. Η ποιότητα των εικαστικών στοιχείων παράγει τη μαγεία, καθώς και η δουλειά των ηθοποιών. Αυτό όμως απαιτεί μια μακρόχρονη, κοπιαστική, σχεδόν ασκητική προετοιμασία από ταλαντούχους, έμπειρους και καλλιεργημένους ηθοποιούς.

Παραδείγματα παραστάσεων με τέτοια στοιχεία, παραστάσεων που, συντομευμένες, θα ήταν ίσως τέλειες για παιδιά, είναι το «Μαχαμπαράτα» του Πήτερ Μπρουκ, ο «Υπηρέτης δύο αφεντάδων» του Στρέλερ, το «Όνειρο καλοκαιριάτικης νύχτας»του Σαίξπηρ ή «Οι όρνιθες» του Κουν. Θα μου πείτε: «Μα έχεις δει παραστάσεις για παιδιά που να πλησιάζουν αυτό το επίπεδο;»Έχω δει. Δυο τρεις ιταλικές, μια γιαπωνέζικη, μία γαλλική. Σίγουρα θα υπάρχουν και άλλες που δεν έτυχε να τις δω.

Αν τελικά δεν αφθονούν τα παραδείγματα παραστάσεων που βρίσκονται στο επιθυμητό επίπεδο, νομίζω πως φταίνε από τη μια η περιφρόνηση και προκατάληψη εκείνων που ξεγράφουν το είδος γενικά και χωρίς διάκριση, και από την άλλη συγκατάβαση όσο τον υποστηρίζουν ή ακόμη και όσων το υπηρετούν. Λόγου χάριν: Η περιφρόνηση του γονιού που μιλάει δυνατά την ώρα της παιδικής παράστασης, πράγμα που δεν θα μπορούσε να διανοηθεί να κάνεις μια παράσταση για μεγάλους. Που ρουφάει θορυβωδώς τη γρανίτα του ή μασουλάει τα τσιπς του καταστρέφοντας τόσο την ευχαρίστηση του κοινού, όσο και την ερμηνεία των ηθοποιών. Η περιφρόνηση του γονιού ή του δασκάλου που διαβάζει την εφημερίδα του έξω από την αίθουσα χωρίς καμία περιέργεια να δει και αυτός τι βλέπει το παιδί του ή ο μαθητής του. Η αδιαφορία του κριτικού που δεν ξεκινάει να δει παραστάσεις για παιδιά, ή του δημοσιογράφου που βάζει στο ίδιο καλάθι ό,τι συμβαίνει σ’ αυτό το χώρο.

Θα προσθέσω την ανεκτικότητα των μεγάλων, που λένε εύκολα το «για παιδιά καλό είναι». Τη συγκατάβαση των σχολείων που επιλέγουν στην τύχη τις παραστάσεις που θα δουν οι μαθητές τους. Των επιτροπών που κρίνουν το ηθικοπλαστικό περιεχόμενο και αδιαφορούν για τη μορφή του θεάματος. Τουσυλλόγου που θα οργανώσει μια παράσταση σ’ ένα απαράδεκτο χώρο, για να μπορεί να πει ότι κάτι προσφέρει, ή του θιασάρχη που θα δεχτεί να παίξει σ’ αυτό το χώρο, κάτω από την πίεση του οικονομικού αδιεξόδου. Τη συγκατάβαση του συγγραφέα που γράφει στο πόδι, χρησιμοποιώντας συμβατικές συνταγές, φτηνούς συμβολισμούς, προκατασκευασμένα μηνύματα και χαζοχαρούμενα στιχάκια. Τη συγκατάβαση του ηθοποιού, που όταν πρόκειται να παίξει για παιδιά, δε θα ψάξει το βάθος πίσω από το ρόλο του, την ακρίβεια στους ρυθμούς του, την πολύτιμη λεπτομέρεια, η πού κι όταν τα βρει, όταν τα κατακτήσει, μετά από λίγο θα τα καταστρέψει, είτε γιατί κατά βάθος περιφρονεί το κοινό του, είτε γιατί υποψιάζεται ότι και το κοινό του τον περιφρονεί.

 

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Η ΛΕΞΗ, Νοέμβρης-Δεκέμβρης ΄93, σ. 760-764 (απόσπασμα)