Η αιώνια παρθενία της Θεοτόκου στην Καινή Διαθήκη (Αγίου Νεκταρίου)

12 Σεπτεμβρίου 2019

Πώς λοιπόν η Παρθένος, η προορισμένη να γίνει μητέρα του Θεού, η διαλεγμένη ανάμεσα σ’ όλες τις γενεές, εκείνη που φανερώθηκε με τέτοιες μυστικές συμβολικές παραστάσεις, εκείνη που ήταν αφιερωμένη στο Θεό, μπορούσε να γίνει σύζυγος του Ιωσήφ; Ποτέ ! Ποτέ ! Η Παρθένος ήταν Παρθένος πριν απ’ τον τοκετό, Παρθένος κατά τον τοκετό και μετά τον τοκετό Παρθένος έμεινε. Τα άγια ποτέ δεν γίνονται κοινά. Όσα έχουν αφιερωθεί στο Θεό μόνο στο Θεό ανήκουν. Γι’ αυτό και ιερόσυλοι και αξιοκατάκριτοι και ασεβείς θεωρούνται όσοι προσβάλουν τα ιερά που έχουν αφιερωθεί στο Θεό.

Ο Ευαγγελιστής Λουκάς διηγείται τα εξής σχετικά με την αιώνια Παρθενία της Παναγίας, της μητέρας του Κυρίου: «Τον έκτο μήνα, ο Θεός έστειλε τον άγγελο Γαβριήλ σε μια πόλη της Γαλιλαίας, που το όνομά της ήταν Ναζαρέτ, σε μία παρθένο από τον οίκο του Δαυίδ, μνηστευμένη μ’ ένα άνδρα ονομαζόμενο Ιωσήφ. Και το όνομα της παρθένου ήταν Μαριάμ. Αφού μπήκε ο άγγελος της είπε: Χαίρε, κεχαριτωμένη. Ο Θεός μαζί σου! Ευλογημένη είσαι εσύ ανάμεσα στις γυναίκες. Κι εκείνη όταν τον είδε ταράχθηκε και σκεπτόταν τί είδους χαιρετισμός ήταν αυτός. Και της είπε ο άγγελος: Μη φοβάσαι Μαρία, γιατί σου δόθηκε χάρη από το Θεό, που δεν την έλαβε ποτέ άλλη γυναίκα και την οποία μόνη εσύ αξιώθηκες να λάβεις. Θα συλλάβεις και θα γεννήσεις γιο που θα τον ονομάσεις Ιησού. Αυτός θα είναι μέγας και για την αγιότητα και για το αξίωμά του. Και, μολονότι με την ενανθρώπησή του θα εξομοιωθεί προς τους ανθρώπους, θα αναγνωρισθεί γιός του Θεού, και θα τον ανυψώσει ο Κύριος ο Θεός και σαν άνθρωπο. Και θα του δώσει το θρόνο του προπάτορά του Δαυίδ. Και θα βασιλεύσει στους αιώνες σαν αθάνατος αρχιερέας και βασιλέας των πιστών όλων των γενεών που αποτελούν την αληθινή οικογένεια του Ιακώβ κι η βασιλεία του θα είναι ατελείωτη και παντοτινή. Και είπε η Μαριάμ στον άγγελο: Πώς θα γίνει αυτό το πρωτοφανές και πρωτάκουστο πράγμα να συλλάβω και να γεννήσω, αφού δεν γνωρίζω άνδρα; Και της αποκρίθηκε ο άγγελος: Το Πνεύμα το Άγιο, που θα σε καθαρίσει από το προπατορικό αμάρτημα θα σε εξαγιάσει και θα έρθει σε σένα, και δύναμη του Υψίστου θα ρίξει πάνω σου την προστατευτική και δημιουργική σκιά της. Γι αυτό και το απόλυτα αναμάρτητο και άγιο βρέφος που θα γεννηθεί θα αναγνωρισθεί ότι είναι ο Υιός του Θεού. Και είπε η Μαριάμ: Ιδού είμαι η δούλη του Κυρίου, πρόθυμη να υπηρετήσω τις βουλές Του. Είθε να γίνει σ’ εμένα καθώς είπες. Και μετά απ’ αυτά της τα λόγια, με τα οποία ταπεινά δήλωσε την υποταγή της στο θέλημα του Θεού, έφυγε απ’ αυτήν ο άγγελος».

Από τη διήγηση αυτή του Ευαγγελιστού Λουκά φανερώνεται α) ότι η μνηστευμένη με τον Ιωσήφ Μαριάμ, που κατοικούσε στο σπίτι του Ιωσήφ, ήταν παρθένος, β) ότι απόρησε η Μαριάμ με τα λόγια του αγγέλου επειδή δεν είχε γνωρίσει άνδρα και δεν επρόκειτο να γνωρίσει. Γιατί αν επρόκειτο να παντρευτεί τον Ιωσήφ, ήταν πολύ φυσικό, αφού ήταν μνηστευμένη, να υποθέσει ότι ο άγγελος της μιλάει για το παιδί της, που θα έκανε από το γάμο της. Αλλ’ αυτό δεν το σκέφθηκε ούτε για μια στιγμή, γιατί ήταν αφιερωμένη στο Θεό. γ) Η αναγγελία απ’ τον Άγγελο ότι της δόθηκε χάρη απ’ το Θεό, φανερώνει ότι αυτήν τη διάλεξε ο Θεός για να γίνει μητέρα του Θεού. Γι’ αυτό και είναι ευλογημένη ανάμεσα στις γυναίκες.

Πώς είναι λοιπόν δυνατόν να υποθέσει κανείς ότι η Παρθένος η αφιερωμένη στο Θεό, εκείνη που της δόθηκε χάρη απ’ το Θεό να γίνει η Μητέρα του Λόγου του Θεού, η ευλογημένη ανάμεσα στις γυναίκες, εκείνη που έγινε έμψυχος ναός του Σωτήρος — αυτή εγκαταλείπει τη θεϊκή δόξα και το θεϊκό υιό της για να γίνει μητέρα υιών ανθρώπου, και μοιράζει την αγάπη και τη φροντίδα που οφείλει στο θεϊκό παιδί της σε άλλα παιδιά; Όσοι τα υποθέτουν αυτά αγνοούν τι σημαίνει αγάπη καρδιάς που πληγώθηκε απ’ την αγάπη του Θεού, και μάλιστα κόρης που έγινε Μητέρα του Θεού.

Ο ευαγγελιστής Ματθαίος, διηγούμενος τη γέννηση του Σωτήρος, λέγει ότι άγγελος Κυρίου φανερώθηκε στον Ιωσήφ και του φανέρωσε ότι η Παρθένος Μαρία συνέλαβε από Πνεύμα Άγιο. Και ότι όλ’ αυτά έγιναν για να εκπληρωθεί ο λόγος του Κυρίου, που τον διατύπωσε ο προφήτης λέγοντας: «Να λοιπόν η Παρθένος θα συλλάβει και θα γεννήσει γιό που θα τον ονομάσουν Εμμανουήλ, που σημαίνει: Μαζί μας είναι ο Θεός». Εδώ λοιπόν παρατηρούμε ότι ο άγγελος, ενώ ονομάζει την Μαριάμ γυναίκα του Ιωσήφ, παρ’ όλ’ αυτά βεβαιώνει ότι είναι Παρθένος.

Όμως, αν και με τέτοια σαφήνεια έχουν διατυπωθεί τα σχετικά με την αιώνια Παρθενία της Θεοτόκου, μερικοί, παρεξηγώντας τα λόγια του Ευαγγελιστού, που τα είπε ακριβώς για να δείξει ότι ο μονογενής γιος της Παρθένου, από Παρθένο συνελήφθη και γεννήθηκε, υποθέτουν ότι μετά το θεϊκό τοκετό η Παρθένος γέννησε κι άλλα παιδιά. Βγάζουν αυτό το συμπέρασμα από την εξής περικοπή του Ευαγγελιστού: «Και παρέλαβε την γυναίκα αυτού και ουκ εγίνωσκεν αυτήν, έως ου έτεκε τον υιό της τον πρωτότοκο». Αλλ’ αγνοούν φαίνεται όσοι βγάζουν αυτό το συμπέρασμα, ότι το «έως ου» και το «πρωτότοκος» στην Αγία Γραφή είναι λέξεις που έχουν έννοια πολύ διαφορετική απ’ τη συνηθισμένη τους έννοια.

Το «έως ου», όσες φορές το συναντήσουμε στην Αγία Γραφή, φανερώνει το συνεχές, καθώς μας λέγει και ο θεϊκός Χρυσόστομος: «Ακούγοντας αυτά τα λόγια, ας μην υποπτευτούμε ότι με το έως ου εννοεί ότι μετά τη γέννηση του Ιησού, ο Ιωσήφ είχε σχέσεις με τη γυναίκα του. Γιατί το έως συνηθίζεται να χρησιμοποιείται στην Αγία Γραφή όταν πρόκειται να εκφραστεί η διάρκεια. Όπως π.χ. «ο κόρακας δεν επέστρεψε στην κιβωτό, έως ότου ξεράθηκε η γη — όμως ούτε μετά απ’ αυτό επέστρεψε». Κι ο άγιος Ισίδωρος λέγει: «Το έως εκφράζει διάρκεια, όπως «έως ότου κάνω τους εχθρούς σου υποπόδια των ποδιών σου» και το «δεν γύρισε πίσω το Περιστέρι του Νώε έως ότου στέγνωσαν τα νερά — δεν γύρισε δηλ. καθόλου». Πρέπει λοιπόν να το εννοήσουμε κάπως έτσι: «δεν γνώριζε από που συνέλαβε αυτή, έως ότου γέννησε και είδε τα θαύματα που έγιναν».

Επίσης, το «πρωτότοκος» έχει άλλη σημασία στην Αγία Γραφή. Ο Ζυγαδηνός λέγει: «Πρωτότοκο λοιπόν ονομάζει όχι τον πρώτο ανάμεσα στ’ αδέλφια, αλλά τον πρώτο και μοναδικό. Επειδή υπάρχει κι αυτή η σημασία της λέξεως πρωτότοκος. Γιατί πρώτος ονομάζεται όταν η Αγία Γραφή εννοεί το μοναδικό. Όπως «εγώ είμαι ο Θεός ο πρώτος και μετά από μένα δεν θα υπάρξει άλλος» (Ησ. μδ’. 6) Ο Μέγας Βασίλειος, στην ομιλία του στη γέννηση του Χριστού λέγει «Λοι¬πόν, δεν συγκρίνεται ο πρωτότοκος με τους μετέπειτα, αλλά πρωτότοκος ονομάζεται όποιος πρώτος ανοίγει τη μήτρα» Κι ο Θεοφύλακτος στο κεφάλαιο II του Λουκά (σελ. 315) λέγει: «Πρωτότοκο γιο ονόμασε τον Κύριο της Παρθένου, αν, και δεύτερος δεν γεννήθηκε, κι αυτό σωστά. Επειδή πρωτότοκος ονομάζεται όποιος γεννήθηκε πρώτος, ακόμη κι αν δεν ακολουθήσει άλλος». Κι ο ίδιος πάλι, στο κεφ. I προς Κολοσσαείς (σελ. 635) λέγει: «Πρωτότοκος δεν ονομάζεται στη Γραφή ο πρώτος από πολλούς που ακολουθούν, αλλ’ απόλυτα μόνον ο πρώτος γεννηθείς. Έτσι και η Θεοτόκος γέννησε αυτόν τον πρω¬τότοκο, που ήταν ο πρώτος χωρίς να έχει άλλους αδελφούς μετά απ’ αυτόν. Γιατί ήταν ο μονογενής της γιός».

Ο Παύλος, στην προς Ρωμαίους επιστολή (η’, 29) ονομάζει το Χριστό «πρωτότοκο μεταξύ πολλών αδελφών, δηλ. χριστιανών», και στην προς Κολοσσαείς (α’, 15) ονομάζει το Χριστό πρωτότοκο όλης της κτίσεως, λέγοντας: «Αυτός ο Υιός είναι εικόνα του Πατέρα Θεού, που δεν βλέπεται με τα μάτια του σώματος. Είναι πρωτότοκος, που δεν είναι κτίσμα, αλλά γεννήθηκε απ’ την ίδια ουσία με τον Πατέρα, προτού να δημιουργηθούν όλα τα κτίσματα. Γεννήθηκε προτού να δημιουργηθεί ο κόσμος και δι’ Αυτού κτίσθηκαν όλα». Και στο στίχο 18 λέει: «Αυτός είναι η κεφαλή του Σώματος, δηλ. της Εκκλησίας, η αρχή της Εκκλησίας κι ο ιδρυτής της, ο πρώτος που αναστήθηκε απ’ τους νεκρούς». Και στην προς Εβραίους (α’, 5-6) λέγει: «Υιός μου είσαι συ, εγώ υπερφυσικά, εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου σε γέννησα». Και πάλιν: «Εγώ θα είμαι Πατέρας στον ενανθρωπήσαντα Ιησού, κι αυτός θα είναι γιός μου». Κι όταν φέρνει τον πρωτότοκο στην οικουμένη κατά την κρίση, λέγει. «Ας τον προσκυνήσουν όλοι οι άγγελοι του Θεού». Και στο κεφάλαιο ιβ’ 23 ονομάζει την Εκκλησία «Εκκλησία πρωτοτόκων».

Από τα κομμάτια αυτά της Γραφής φανερώνεται ότι το πρωτότοκος στην Αγία Γραφή, όταν αναφέρεται στον Κύριό μας Ιησού Χριστό εκφράζει την έννοια του μονογε¬νής. Ώστε πρωτότοκος ίσον μονογενής.

Ο Θεοφύλακτος επεξηγώντας λέγει: «Από τον πατέρα πρωτότοκος, όχι κτίσμα όπως τα άλλα, αλλ’ απόλυτα (ίδιος). Γιατί είναι μονογενής και κατά τη γέννησή του από πάνω (δηλ. απ’ τον πατέρα του). (Απόστολοι, σελ. 346). Και ο Μέγας Βασίλειος: «Αν (ο Χριστός) ονομάζεται πρωτότοκος των νεκρών επειδή είναι η αιτία της αναστάσεως των νεκρών, κατά τον ίδιο τρόπο ονομάζεται και πρωτότοκος της κτίσεως επειδή είναι η αιτία που από την ανυπαρξία δημιουργήθηκε η κτίσις (από το Θεό)» (Λόγος κατά των Ευνομιανών).

Οι αιρετικοί Ευνομιανοί, που αρνούνταν την αιώνια παρθενία της Θεοτόκου, και οι σημερινοί οπαδοί τους, σαν δεύτερη απόδειξη των ισχυρισμών τους αναφέρουν τα κομμάτια εκείνα της Γραφής όπου μνημονεύονται αδελφοί του Ιησού (Ματ. ιβ’ 46-48, 49, Μαρκ. ς’ 2, Ιωαν. β’ 17, ζ’ 3). Αλλά απ’ αυτά δεν πρέπει να συμπεράνουμε ότι οι αδελφοί αυτοί είναι παιδιά της Παναγίας Παρθένου Μαρίας. Επειδή στην Αγία Γραφή αδελφοί ονομάζονται οι συγγενείς. Π.χ. ο Αβραάμ και ο Λωτ ονομάσθηκαν αδελφοί (Γεν. ιζ’, 8) ενώ ο Λωτ ήταν ανηψιός του Αβραάμ (Γεν. ιβ’ 4, 5, ιδ’ 14-16). Ο Ιακώβ κι ο Λάβαν ονομάσθηκαν επίσης αδελφοί ενώ ο Ια¬κώβ ήταν α ν η ψ ι ό ς του Λάβαν, σαν γιός της αδελφής του Ρεβέκκας, συζύγου του Ισαάκ (Γεν. κη’ και κθ’ και λς’ και λζ’). Μ’ αυτήν την έννοια πρέπει να εννοηθεί η λέξη «α δ ε λ φ ο ί του Κυρίου» δηλ. κοντινοί συγγενείς κι όχι αδελφοί απ’ την ίδια μητέρα. Γιατί οι ονομαζόμενοι αδελφοί του Κυρίου είναι παιδιά του Ιωσήφ από την πρώτη του γυναίκα. Κι ότι η Παναγία μόνο τον Ιησού, υπερφυσικά αφού συνέλαβε, γέννησε, το μαρτυρούν: α’) τα λόγια του Σωτήρος από το Σταυρό προς τη Μητέρα του και τον Ιωάννη, όπου ανέθετε στον Ιωάννη τη φροντίδα της Μητέρας του, σαν να ήταν δική του μητέρα (δηλ. του Ιωάννη) και στη μητέρα Του ανέθετε τον Ιωάννη, να τον φροντίζει σαν παιδί της (Ιωάν. ιθ’, 26). Αν λοιπόν η μητέρα του Ιησού είχε άλλα παιδιά, η σύσταση αυτή θα ήταν εντελώς περιττή, αφού τα άλλα της παιδιά θα φρόντιζαν γι’ αυτήν. β) Η αρχαιότατη παράδοση για την αιώνια παρθενία της Θεοτόκου, που επιβεβαιώνει αυτό. γ) Η καταδίκη των Ευνομιανών κι όλων εκείνων των αιρετικών που αρνήθηκαν την αιώνια παρθενία της Υπεραγίας Δεσποίνης μας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας από τις άγιες Οικουμενικές Συνόδους, φα¬νερώνει τη μία και μοναδική πεποίθηση της μίας, αγίας, καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας σχετικά με την αιώνια παρθενία της Θεοτόκου.

 

(Αγίου Νεκταρίου Μητροπολίτου Πενταπόλεως, Μελέτη για την Υπεραγία Θεοτόκο, Αθήναι, σσ. 9-14)