Πνευματικαί εμπειρίαι από τον Ιερομόναχον Σίμωνα Αρβανίτην, Πνευματικόν του Πεντελικού όρους (1901-1988)

5 Οκτωβρίου 2019

(Ομιλία εις το Συνεδριακόν Κέντρον Διακονία της Ι. Μητροπόλεως Θεσ/κης, εις την Ημερίδα της 30.9.2019).

* * *

Σεβαστοί πατέρες, αγαπητοί αδελφοί,

Μετά τα ολόθερμα συγχαρητήρια προς τους διοργανωτάς του Συνεδρίου τούτου διά τον Πνευματικόν του Πεντελικού όρους Ιερομόναχον Σίμωνα Αρβανίτην, οφείλω να εκφράσω και τας ταπεινάς μοι ευχαριστίας διά την προσγενομένην πρόσκλησιν, όπως συμμετάσχω και ο υποφαινόμενος εις την πνευματικήν ταύτην συνεστίασιν, ήτις είμαι βέβαιος ότι θα επιφέρη ευχύμους καρπούς εις οσμήν ευωδίας πνευματικής ενώπιον Θεού και ανθρώ-πων, ιδία προς εκείνους οίτινες αναζητούν ρήματα ζωής αιωνίου διά την δόξαν του Θεού και την εαυτών σωτηρίαν.

Περί τα μέσα του 1996 με επεσκέφθη εις την εν Αγίω Όρει του Άθω ημετέραν Ιεράν Μονήν των Ιβήρων, ο μακαριστός Μοναχός Ζωσιμάς, βιογράφος του κατά την σήμερον τιμωμένου Οσίου Γέροντος Σίμωνος και δη πιστός υποτακτικός αυτού επί σειράν ετών, και άχρι τέλους της επιγείου ζωής του ακούραστος διακονητής.

Κατά την ανωτέρω ευτυχή εκείνην συνάντησιν, ο π. Ζωσιμάς, γνωρίζων την σχέσιν μου με τον Γέροντα Σίμωνα και την ενασχόλησίν μου με την έρευναν και την συγγραφήν, με παρεκάλεσε να αναλάβω την συγγραφήν ενός ανταξίου έργου διά τον ονομαστόν Πνευματικόν, όστις εγένετο οδηγός πολλών ανθρώπων εκεί εις το κλεινόν άστυ των Αθηνών και πέραν αυτών, πριν καν εμφανισθή εις το ευρύ Αττικόν πεδίον ο Όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης.

Καθώς ενθυμούμαι, εις την πρόσκλησιν ταύτην ανταπέδωκα την τιμήν εις τον ίδιον, λέγων το εξής: Φίλτατέ μοι π. Ζωσιμά, θεωρώ ότι ο πλέον κα-τάλληλος διά την συγγραφήν ταύτην είσαι ο μόνος, διότι έχεις περισσοτέρας εμπειρίας από τον Όσιον Γέροντα. Μη απήντησεν, ότι δεν έχω το τάλαντον της συγγραφής και φοβούμαι διά τούτο. Τότε του είπον, μη φοβού· ο Άγιος Θεός θα σε βοηθήση· να τα γράψης όπως τας έζησες και όπως τα αισθάνεσαι, με απλούν και ξεκάθαρον τρόπον διά τον πολύν κόσμον· άλλως τε, όπως γνωρίζεις, ο υποφαινόμενος γράφω εις την καθαρεύουσαν, και εις την προκειμένην περίπτωσιν θεωρώ ότι η ιδική σου συγγραφή θα είναι επιτυχεστέρα.

Δόξα τω Κυρίω, επείσθη εις τους λόγους μου ο π. Ζωσιμάς, και ομολογουμένως εδικαιώθην· διότι, πέραν των όσων έγραψεν εξ ιδίων πολλών εμπειριών, κατώρθωσε και συνέλλεξε πολύτιμον υλικόν και παρ’ άλλων πνευματικοπαίδων του Γέροντος Σίμωνος, το οποίον εξέδωκεν εις πέντε εν συνόλω καλαισθήτους τόμους, εκδοθέντας και εις την αγγλικήν γλώσσαν. Εις τούτο τον εβοήθησε και η μόνιμος εν Αθήναις διαμονή του, καθώς και βεβαίως πολλοί πνευματικοί του αδελφοί, οίτινες, εκτιμώντες τον ενάρετον βίον του και την ταπείνωσιν ην είχεν, εγένοντο πιστοί ακόλουθοι αυτού εις κάθε πνευματικήν του δραστηριότητα.

Με τον π. Ζωσιμάν είχον έκτοτε ωφελίμους συναντήσεις κατά τας τακτικάς εν Αγίω Όρει επισκέψεις του· μάλιστα εις την Α΄ και Β΄ έκδοσιν του Β΄ τόμου του έργου του διά τον Ιερομόναχον Σίμωνα Αρβανίτην, εκδοθέντας το 1999 και 2000, κατέθεσα γραπτώς και ο ίδιος τας εμπειρίας μου από τον αοίδιμον Γέροντα, τας οποίας αξιούμαι και σήμερον να καταθέσω διά ζώσης και με πολλήν συγκίνησιν ενώπιον υμών, εδώ εις την περιώνυμον πόλιν της Θεσσαλονίκης.

Πριν διηγηθώ τα του Γέροντος Σίμωνος, γνωρίζω εις την αγάπην σας, ότι προσήλθον ενταύθα καθ’ υποχρέωσιν, αλλά και εσπευσμένως από του Καρπενησίου, όπου είχον μεταβή εκεί και δι’ εν άλλο Συνέδριον εν σχέσει με τους διαλάμψαντας Λογίους και Οσίους του Ελληνομουσείου των Αγράφων κατά την περίοδον της Τουρκοκρατίας.

Με τον αείμνηστον Γέροντα Σίμωνα ηξιώθην να συνδεθώ κατά τα πρώτα έτη της δεκαετίας του 1970, ότε ήμουν Ιεροσσπουδαστής εις την εν Χαλανδρίω Ριζάρειον Εκκλησιαστικήν Σχολήν, και κατά τινα τρόπον υπήρξεν ο πρώτος Πνευματικός μου.

Τω καιρώ εκείνω εις το κλεινόν άστυ των Αθηνών το όνομα του Γέροντος Σίμωνος ήτο ευρέως γνωστόν, και πολλά πλήθη πιστών έσπευδον να τον συναντήσουν εις το απέριττον τότε Ησυχαστήριον του Αγίου Παντελεή-μονος πλησίον της κορυφής του Πεντελικού όρους. Τούτο αρχικώς ήτο εν εξωκκλήσιον του Αγίου Παντελεήμονος (Μετόχιον της Ι. Μονής Πετράκη) εις την περιοχήν Κοκκιναρά, εγγύς των λατομείων, το οποίον ολίγον κατ’ ολίγον ήρχισε να μεταβάλλεται εις εν ζηλευτόν Μοναστήριον με κτίσματα και περιβόλια, γέμοντα ποικίλους καρπούς διά την δοχήν των προσκυνητών· πάντα δε ταύτα προνοία και φροντίδι του Γέροντος Σίμωνος, όστις πέραν της πνευματικής δυνάμεως ην είχεν, ο ίδιος διέθετε μεγάλην σωματικήν δύναμιν, αρίστην διοικητικήν οργάνωσιν και αγάπην προς το φυσικόν περιβάλλον.

Πλησίον της Ριζαρείου Σχολής υπήρχε τότε και οσπουδαίος Πνευματικός π. Χρίστος Αιδονίδης, εφημέριος του Ι. Ναού Αγίου Αθανασίου Πολυδρόσου και μάλιστα πατήρ του παραδοσιακού τραγουδιστού Χρόνη Αιδονίδη, εις τον οποίον εξωμολογούντο κατά καιρούς πολλοί Ιεροσπουδασταί, ως και ο υποφαινόμενος κατά καιρούς, όμως ο Γέρων Σίμων προσήλκυεν αναρίθμητα πλήθη πιστών, διότι έβλεπον εις αυτόν τον αγωνιζόμενον ασκητήν, το ελεή-μονα, τον διορατικόν και προορατικόν Πνευματικόν.

Το όνομα του Γέροντος εκυριάρχει τότε και εις τας πνευματικάς συναντήσεις των μικρών Ιεροσπουδασπών του οικοτροφείου της Σχολής, αλλά και εκείνων των μεγαλυτέρων του Φροντιστηρίου αυτής. Ένεκεν τούτου, καθ’ εκάστην λοιπόν εορτήν και αργίαν, κυρίως δε τας Κυριακάς, ότε επετρέπετο η έξοδος εκ της Σχολής, πολλοί μαθηταί ανεχώρουν και έσπευδον καθ’ ομάδας προς τον Γέροντα, ίνα εξομολογηθούν και γευθούν επ’ ολίγον την ασκητικήν ατμόσφαιραν, ήτις επεκράτει εις εκείνο το νέον βιβλικόν όρος της Με-ταμορφώσεως άνωθεν των Αθηνών.

Σημειωτέον, ότι κατά την χρονικήν εκείνην περίοδον εδίδασκον εις την Ριζάρειον Σχολήν ονομαστοί Πανεπιστημιακοί Καθηγηταί και άλλοι διακεκριμένοι εις την Μέσην Εκπαίδευσιν, έχοντες ταυτοχρόνως υψηλόν πνευματικόν φρόνημα. Τούτο είχεν ως αποτέλεσμα να βλαστήσουν άξιοι μαθηταί, πολλοί εκ των οποίων κατέλαβον υψηλά αξιώματα εν τη Εκκλησία και τη Κοινωνία· πλείστοι δε εξ αυτών εγένοντο Μοναχοί, καθότι εκαλλιεργείτο εις την Σχολήν ταύτην και εν φιλομοναχικόν θα έλεγον πνεύμα, έναντι του αντιμοναχικού το οποίον επεκράτει τότε εις τας εν κόσμω εκκλησιαστικάς οργανώσεις.

Μεταξύ των μαθητών εκείνων, οίτινες ανεζήτουν ασκητικάς ατραπούς, ήμην και ο υποφαινόμενος. Ενθυμούμαι με πόσον ζήλον ανερχόμεθα πεζή μετ’ άλλων ομογαλάκτων συμμαθητών προς το Ησυχαστήριον του Αγίου Παντελεήμονος, από τον τελευταίον σταθμόν του λεωφορείου εις τας υπορείας του όρους. Η ανάβασις ήτο ολίγον κουραστική, αλλά και ευχάριστος, διότι ο πνευματικός πόθος συναντήσεως μετά του Γέροντος Σίμωνος ενίκα τον σωματικόν κόπον.

Εις τας γενομένας συζητήσεις μας, ο Γέρων Σίμων προεβάλλετο ως πε-φωτισμένος ασκητής ή ως νέος Προφήτης με έντονον προορατικόν χάρισμα. Μας έκαμνε δε ιδιαιτέραν εντύπωσιν το γεγονός, ότι ενώ ήτο αόμματος ότε εγνωρίσθημεν μετ’ αυτού, όμως καθώς επληροφορούμεθα πολλάκις εχάνετο εκ του Κελλίου του και τον εύρισκον προσευχόμενον οι υπηρετούντες αυτόν εκεί εις τους δύο μεγάλους βράχους άνωθεν του Αγίου Παντελεήμονος.

Κατά την πρώτην μου συνάντησιν με τον Γέροντα, τον εύρον καθήμενον επί μίας λευκής φλοκάτης εις το Κελλίον του, την οποίαν είχε διά στρωμνήν επάνωθεν μιάς πτωχής κλίνης, αγγιζούσης σχεδόν το έδαφος. Ο Γέρων, ήτο λίαν ασκητικός και αυστηρός εις το πρόσωπον και είχε τραχείαν γενειάδα· εν ολίγοις ωμοίαζε με τον Προφήν Ηλίαν, γεγονός το οποίον μοί έκαμεν ιδιαιτέραν εντύπωσιν.

Παρά το γεγονός, ότι ο Γέρων Σίμων δεν είχε προς το τέλος το φως των οφθαλμών του σώματός του, διότι ήτο ήτο αόμματος, είχεν όμως το φως των οφθαλμών της ψυχής, το οποίον αντανεκλάτο και εις όλον του το πρόσωπον.

Κάτι τι παρόμοιον παρετήρησα και εις τον Όσιον Πορφύριον, μεθ’ ου συνηντήθην προς το τέλος της ζωής του, όστις εις μίαν στιγμήν της συζητήσεώς μας μοί είπε χαρακτηριστικώς: «Πολλούς ανθρώπους εβοήθησα, όμως όχι τον εαυτόν μου, διότι από λάθος των ιατρών έχασα το ένα μου μάτι».

Το ίδιον πάλιν εβίωσα εν Αγίω Όρει και εις τον ρουμανικής καταγωγής κοινόν του Όρους Πνευματικόν, τον Γέροντα Διονύσιον της Βατοπαιδινής Κολιτσούς. Και ούτος ετυφλώθη εις το τέλος της ζωής του, αλλ’ όμως εδέχθη την δοκιμασίαν ταύτην ως δώρον Θεού. Καθώς ενθυμούμαι, εις μίαν εξομολόγησιν μοί είπε το εξής: «Δεν στενοχωρούμαι διά το ότι είμαι τυφλός, το μόνον που με στενοχωρεί είναι το ότι δεν βλέπω ποια είναι τα νέα καλογέρια μου». Και όταν πάλιν ήρχετο η στιγμή της αναγνώσεως της συγχωρητικής ευχής, έλεγε: «Να με συγχωρής, επειδή δεν βλέπω να την διαβάσω στα ελληνικά από το βιβλίο, θα την πω απέξω στα ρουμανικά».

Ταύτα εξιστορώ και χάριν παρηγορίας προς τους πάσχοντας αδελφούς μας, διά να φανή ότι ουδείς εξαιρείται του κανόνος εν τω κόσμω τούτω, αλλ’ οι πάντες δοκιμάζονται. Οι Προφήται της Παλαιάς Διαθήκης υπέστησαν φοβερά μαρτύρια και αδίκους θανάτους παρά των συμπατριωτών Ιουδαίων· ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εσταυρώθη παρ’ αυτών εν ηλικία33 ετών· η γεννήσσα και θηλάσασα τον Ιησούν Κυρία Θεοτόκος ελιποθύμησε κατά την Σταύρωσιν και κατεδιώκετο παρά των Ιουδαίων, διότι ετύγχανε μήτηρ του Χριστού· οι Άγιοι Απόστολοι εγεύθησαν και εκείνοι πικρόν ποτήριον θανάτου, πλην του ηγαπημένου μαθητού του Κυρίου Ιωάννου, όστις υπέστη φυσικόν θάνατον· οι Άγιοι Μάρτυρες έχουν και εκείνοι να επιδείξουν τα της νίκης των σύμβολα κατά την φοβεράν ημέραν της Κρίσεως.

Πάντα δε ταύτα τα εγνώριζεν ο Γέρων Σίμων· εγώριζεν, ότι «ον αγαπά κύριος παιδεύει» κατά τον Απόστολον Παύλον, διό και ήτο ειρηνικός εις το πρόσωπον και την ψυχήν. Την ιδίαν αντιμετώπισιν είχε και προς τους έξωθεν πειρασμούς. Και δεν ήσαν, ολίγοι, αλλά πολλοί. Κατέφθανον εις αυτόν διάφοροι άνθρωποι, με ξεχωριστούς χαρακτήρας και μεγάλα προβλήματα. Κατέφθανον άνθωποι ψυχικώς και δαιμονικώς διατεταραγμένοι, οίτινες εδημιούργουν ενίοτε και σοβαρά προβλήματα εις τους περί αυτόν ευλαβείς Μοναχούς και λοιπούς διακονητάς του ανεγειρομένου Μοναστηρίου του.

Είχεν όμως εκείνος τον τρόπον, την εμπειρίαν και την θείαν φώτισιν, ώστε να τα αντιμετωπίζη όλα με διάκρισιν και αποτελεσματικότητα. Παρά την πτωχείαν του, παρέθετε προς όλους ανεξαιρέτως τους επισκέπτας και υλικήν τροφήν, κυρίως με όσπρια, εις μίαν ξεχωριστήν τράπεζαν.

Με την πάροδον του χρόνου, η πρώην πτωχή ασκητική παλαίστρα του Αγίου Παντελεήμονος μετεβλήθη εις μίαν ανθηράν όασιν άνωθεν των Αθηνών, εις σημείον ώστε πολλοί να απορούν και να θαυμάζουν διά το μεγαλείον της πίστεως και της πνευματικής δυνάμεως ενός και μόνον ανθρώπου, κατά πολλά κεχαριτωμένου και ηγιασμένου παρά Θεού.

Μεταξύ των επισκεπτών μετέβαινον εκείσε και πολλοί επίσημοι άνθρωποι εκ διαφόρων περιοχών της Ελλάδος, κληρικοί τε και λαικοί, οίτινες είχον να είπουν από εν ή περισσότερα θαύματα από τον Γέροντα Σίμωνα. Εις μίαν δε επίσκεψίν μου εις τον Γέροντα την 10ετίαν του 1970, εγνωρίσθην με τον παρά τον Γέροντα Σίμωνα διαμένοντα διαπρέποντα Αρχιμανδρίτην π. Μάρκον Μανώλην, μετέπειτα Συντάκτην-Διευθυντήν της εφημερίδος «Ορθόδοξος Τύπος», όστις μάλιστα μοί εδώρησε τότε και εν βιβλίον διά τον Άγιον Εφραίμ τον Σύρον, όπερ και κατέχω μέχρι σήμερον εις την προσωπικήν μου βιβλιοθήκην.

Μετά την αποφοίτησίν μου εκ της Ριζαρείου Σχολής το 1974 και την επακολουθήσασαν επί 28μηνον παρατεταμένην θητείαν μου εις τον στρατόν, λόγω της τουρκικής εισβολής εις την Κύπρον, δεν είχον άμεσον επικοινωνίαν με τον Γέροντα Σίμωνα. Τούτο όμως επετεύχθη κατά την αναχώρησίν μου εκ του κόσμου και την είσοδόν μου εις τον Μοναχισμόν. Ήτο ανήμερον του Προφήτου Ηλιού (20 του μηνός Ιουλίου) του έτους 1977. Τότε συνήντησα τον Γέροντα διά τελευταίαν φοράν. Μάλιστα, υποβαστάζων τούτον ομού μετά του π. Ζωσιμά, μετέβημεν ολίγον τι έξωθεν της Μονής, εις τον Ι. Ναόν του γυναικείου ξενώνος, ένθα παρηκολουθήσαμεν την Θ. Λειτουργίαν.

Τελουμένης της Θ. Λειτουργίας, παρετήρουν ενίοτε μετά μεγάλης προσοχής τον Γέροντα. Ούτος ίστατο όρθιος, ως ακίνητος λαμπάς, προσευχόμενος έμπροσθεν της επί του τέμπλου Ιεράς Εικόνος της Υπεραγίας Θεοτόκου. Ότε δε ήλθεν η στιγμή να ψαλή ο ύμνος «Άξιόν εστιν», τούτον το έψαλεν ο ίδιος με βροντώδη και επιβλητικήν φωνήν.

Αντιπαρέρχομαι τα όσα λοιπά εβίωσα κατ’ εκείνην την ημέραν, καθ’ ην ανεχώρησα αυθημερόν διά το Άγιον Όρος και εγκατεστάθην μονίμως πλέον εις την Ι. Μονήν των Ιβήρων υπό την σκέπην της Παναγίας Πορταιτίσσης, διάγων 43 εν όλω συναπτά έτη από τότε μέχρι σήμερον. Κατά το το διάστημα των πρώτων μηνών της διαμονής μου εις την περιώνυμον ταύτην Μονήν, ο διορατικός Γέρων Σίμων, εφανέρωσεν εν ενυπνίω εις στενόν συγγε-νικόν μου την ενταύθα διαμονήν μου, ίνα μη λυπούνται οι ιδικοί μου διότι δεν εγνώριζον το που ευρίσκομαι.

Εις τον Άθωνα προσήλθον διά Μοναχοί και άλλοι αδελφοί, οι οποίοι είχον πνευματικήν σχέσιν με τον Γέροντα Σίμωνα, οίτινες εξιστόρησαν και συνεχίζουν να εξιστορούν τα όσα θαυμαστά εβίωσαν πλησίον του.

Απ’ ότι επληροφορήθην παρά τινων εξ αυτών, ο αοίδιμος Γέρων Σίμων είχε μεγάλην δοκιμασίαν εις το τέλος της ζωής του· τούτο πληροφορούμεθα και από μίαν μαρτυρίαν εξ ομιλίας του εν ζωή ονομαστού Πνευματικού των Αθηνών π. Σαράντη Σαράντου, ον ηυτύχησα να έχω καθηγητήν εις την Ριζάρειον Εκκλησιαστικήν Σχολήν κατά τα έτη 1970-1974, δημοσιευθείσαν μάλιστα και εις τον Γ΄ τον του π. Ζωσιμά διά τον Γέροντα Σίμωνα.

Καθώς λέγει ούτος, περί το 1985 εις τον Άγιον Παντελεήμονα της Πεντέλης μερικά πνευματικά τέκνα του Γέροντος, εκμεταλλευόμενα την «αδυναμίαν» του, εδημιούργησαν σάλον, υποστηρίζοντα ότι δήθεν είχεν υποστή εγκεφαλικήν βλάβην, παρεξηγούντα τας συμβουλάς του. Ως τόσον, καθώς σημειοί, ο Θεός επέτρεψε ταύτην την δοκιμασίαν εις τον Γέροντα· αλλά παρά το γεγονός ότι ήτο κλινήρης, οι καλοπροαίρετοι άνθρωποι ωφελούντο τα μέγιστα από την παρουσίαν και τον λόγον αυτού. Ο ίδιος δε επεξηγεί αυτόθι και με σαφή τρόπον, ότι ακόμη και εις τους Αγίους ο Θεός ετοιμάζει κάθοδον εις την πορείαν προς το ναδίρ, ίνα ίδουν τοιαύτας δοκιμασίας, αίτινες ισοδυναμούν με κάθοδον εις τον Άδην, ώστε να είναι εις θέσιν, όπως και ο Γέρων Σίμων, να ανυψούνται με την χάριν και την ενέργειαν του Αγίου Πνεύματος, προάγοντες και τους άλλους ανθρώπους.

Ομολογουμένως, ο π. Σαράντης έχει απόλυτον δίκαιον, καθότι παρόμοια περιστατικά αναγινώσκομεν εις τα Γεροντικά αναγώσματα και τους Βίους των Πατέρων της Εκκλησίας μας· άλλως τε και ημείς εν Αγίω Όρει εγενόμεθα μάρτυρες αναλόγων καταστάσεων, διά τούτο οφείλομεν να είμεθα λίαν προσεκτικοί εις τας κρίσεις μας, διά να μη λυπούμεν τον θεόν και τους αγίους Του.

Ο Γέρων Σίμων ήτο Όσιος και τοιούτος παραμένει εις την μνήμην μας. Το θέμα της αγιοκατάξεως αυτού είναι θέμα τυπικόν και πιστεύομεν ότι θα γίνη εν καιρώ, ώστε να γνωρισθή περισσότερον μεταξύ των ανθρώπων. Εάν εγένετο μία καθυστέρησις εις τούτο, φρονώ ότι τούτο συνέβη καθότι εν μέρει παρημελήθη ούτος ή και ότι προσέκρουσεν εις το φαινόμενον του Γεροντισμού, το οποίον είναι έντονον εις τας ημέρας μας. Όμως, ο Γέρων Σι-μων, δεν ανήκει εις μίαν στενήν ομάδα ανθρώπων, αλλ’ είναι ανήρ κοινής αποδοχής από το σύνολον των όσων τον εγνώρισαν και όσων έγραψαν περί αυτού.

Προ μηνός επεκοινώνησα μετά του Δρος κ. Χαράλαμπους Μ. Μπού-σια, Μεγάλου Υμνογράφου της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας και δη υμνογράφου των νέων Αγίων της Εκκλησίας μας, όστις συνέγραψε και μίαν Ακολουθίαν διά τον Γέροντα Σίμωνα, εκδοθείσαν θείω ζήλω παρά του πιστού του υποτακτικού Μοναχού Ζωσιμά. Τον παρεκάλεσα μάλιστα εάν ηδύνατο να παρευρίσκετο μεθ’ ημών κατά την σήμερον ημέραν και έλεγε και ο ίδιος ολίγα τινά. Εις το άκουσμα και την πρόσκλησιν εχάρη και ηυχήθη από καρδίας διά την επιτυχίαν της εκδηλώσεως ταύτης· εξέφρασεν όμως την λύπην του δια την αδυναμίαν να προσέλθη ενταύθα λόγω, μεταβάσεώς του εις Κύπρον.

Ενδιαφέρον είναι, ότι εις ένα καλαίσθητον τόμον του Δρος Χαραλάμπους Μ. Μπούσια: «Μυρίπνοα εξ ύμνων άνθη», προσφερόμενα τω Αγίω Καρυστίας κω κω Σεραφείμ, εκδοθέντα εν Αθήναις το 2018 υπό του Αρχιμ. π. Παντελεήμονος Δ. Πούλου, υπάρχει εν ωραιότατον σκαρίφημα ένθα απει-κονίζονται υπεράνω της Ι. Μονής του Αγίου Χαραλάμπους Λευκών Ευβοίας τρεις σύγχρονοι Γέροντες: ο Άγιος Πορφύριος (εις το μέσον), π. Σίμων Αρβανίτης (δεξιά) και π. Αγαθάγγελος Μιχαηλίδης (αριστερά)· δείγμα και τούτο της πνευματικής και αδελφικής συνεργασίας, ην είχον εις την εποχήν των. Να έχωμεν τας ευχάς των και να πρεσβεύουν υπέρ ημών!