Το τέλος του αγίου Κοσμά του Αιτωλού

9 Οκτωβρίου 2019

Το τέλος του Κοσμά θα έλθει στο Μπεράτι. Για την πρώτη επίσκεψή του εκεί, υπάρχει μία «Σημείωση», γραμμένη στην αριστερή πλάκα, εσωτερικά, σε μηναίο του Μαρτίου, που ανήκει σε εκκλησία του Κάστρου του Βερατίου: «Εις τους χιλίους επτακοσίους εβδομήκοντα επτά εις τας είκοσι δύο του αυγούστου μηνός επέρασεν ένας ασκητής και αγιώτατος άνθρωπος…, ήλθεν και εδώ εις τα Βελεγράδια και μας εδίδασκεν άγια λόγια και εθαύμασαν οι χριστιανοί από τας διδαχάς αυτού και έπηραν τόσον φόβον οι χριστιανοί και μάλιστα οι γυναίκες έκοψαν να μη φορούν ‘ποκάμισα κόκκινα και άλλα κεντημένα με χρυσάφι και πολλά πράγματα έκαμεν οπού τις ημπορεί να τα γράψη…»[1]. Σε δεύτερη «σημείωση» που παρουσιάζει ο Σπυρίδων Λάμπρος στον «Νέο Ελληνομνήμονα» του 1910, διαβάζουμε: «Τω 1777 Αυγούστου 22 ημέρα Τρίτη ήλθεν εις ασκητής καλούμενος Κοσμάς ιερομόναχος…· και μετά δεύτερον χρόνον πάλιν ήλθεν εις Μουζακιάν και έφθασεν εις το χωρίον Κολικόνδησι και τον έπνιξαν με σχοινί και τον έρριψαν εις τον ποταμόν και τον έβγαλαν και τον ενταφίασαν εις το ρηθέν χωρίον και γράφω την ημέραν όπου τον εσκότωσαν 1779 Αυγούστου 24 ημέρα Σαββάτω»[2].

Πράγματι, μετά το τέλος του κηρύγματός του, στις 23 Αυγούστου του 1779, στο Κολικόντασι, τον συνέλαβαν οι στρατιώτες του Κουρτ πασά. Γράφει ο Ζήκο Μπιστρέκης, ο έτερος μαθητής και ακόλουθος του Κοσμά:

«Τότε εκατάλαβεν ο ευλογημένος διδάσκαλος, πως έχουν να τον θανατώσουν· όθεν εδόξασε, και ευχαρίστησε τον Δεσπότην Χριστόν, όπου τον ηξίωσε να τελειώση τον δρόμον του Αποστολικού κηρύγματος με Μαρτύριον»…Όταν ξημέρωσε, επτά δήμιοι τον οδήγησαν στον Άψο ποταμό. «Τον κάθησαν κοντά εις ένα δένδρον και ηθέλησαν να του δέσουν τα χέρια, άλλ’ εκείνος δεν τους άφησε, λέγοντάς τους ότι δεν αντιστέκεται…». Καθώς προσευχόταν «ευλόγησεν τον κόσμον σταυροειδώς και εκεί ήταν ένα δένδρον και εβγάνοντας το σχοινίον από το άλογον τον έδεσαν από τον λαιμόν και τον έπνιξαν, και  έτσι παρέδωσεν την αγίαν του ψυχήν εις χείρας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και ευθύς τον εγύμνωσαν από όλα τα φορέματα όπου είχεν, έξω από ένα παλαιοβράκι, όπου δεν το έβγαλαν και τον έρριψαν εις το ποτάμι»[3].

Τον Μπιστρέκη τον φυλάκισαν μαζί με άλλους στο μοναστήρι της Αρδενίτσας για να μην έλθουν σε επαφή με τους κατοίκους και διαλαλήσουν τον απαγχονισμό του Αγίου. Ωστόσο, ο θάνατός του έγινε γνωστός: «Ύστερα πήραν θέλημα οι χριστιανοί να τον εβγάλουν και εγύριζαν με καμάκια και με δίκτυα και δεν τον εύρισκαν. Ύστερα ένας παπάς, Μάρκος ονόματι, κάμνει τον σταυρόν και πηγαίνει με το μονόξυλον, και ω του θαύματος! Ευθέως εφάνη εις το νερόν ορθός, και τον επήρεν, και τον πηγαίνει εις την εκκλησίαν ευθύς εις Καλλικόντασι και ήταν κοντά βράδυ και τον έψαλαν και τον έθαψαν»[4], στον νάρθηκα της εκκλησίας των Εισοδίων της Θεοτόκου, στο Κολικόντασι της Β. Ηπείρου, «αρχιερατεύοντος εν Βελεγράδοις Ίωάσαφ, ος και αυτός ην παρών εις τον ενταφιασμόν του Αγίου»[5].

Για να μη κοινολογηθεί ο απαγχονισμός του Κοσμά και προκληθούν ταραχές από τους χριστιανούς, έλαβαν όλα τα μέτρα. Έπιασαν και φυλάκισαν τους μαθητές του σε κάποιο μοναστήρι και τους φύλαγαν να μην έρθουν σ’ επαφή με τους κατοίκους και διαλαλήσουν τη δολοφονία του[6].

Στο μέρος όπου ανεσύρθη το  λείψανό του, χτίστηκε ένα μικρό εκκλησάκι ενώ επιγενέστερα ο Αλή πασάς, που τον σεβόταν και τον θαύμαζε ιδιαίτερα, χρηματοδότησε την ανέγερση μιας μονής στη μνήμη του.

 Εν τέλει, ο Κουρτ πασάς του Βερατίου κινήθηκε εναντίον του μετά από τις διαμαρτυρίες των Εβραίων εμπόρων, που τον χρημάτισαν, αλλά και τις σχετικές ανησυχίες των μουσουλμάνων. Εξάλλου, διέταξε τον απαγχονισμό του μετά από διαβούλευση με τον Χότζα του[7]. Ο Κουρτ πασάς, αλβανικής καταγωγής, βρισκόταν σε διαρκή αντιπαράθεση με τους Έλληνες κλεφταρματολούς –εξ ου και η σύγκρουσή του με τον καπετάν Τότσκα και ο τραγικός θάνατος του τελευταίου– και, παρά το δέος που ένιωθε για τον Κοσμά, δεν καλόβλεπε την ανταγωνιστική προς την εξουσία του παρουσία και δράση του τελευταίου.

Κανένας νεώτερος Έλληνας δεν θα τιμηθεί όπως ο Πατροκοσμάς από τη λαϊκή μνήμη. Αναφερθήκαμε ήδη στην πληθώρα των παραδόσεων που τον αφορούν αρχίζοντας από τα αναρίθμητα μαρτυρούμενα θαύματά του μέχρι τις σχέσεις του, πραγματικές η εικαζόμενες, με τους κλέφτες και τους αρματολούς στη Δυτική Μακεδονία, τα Άγραφα, τον Όλυμπο και αλλού. «Ενθυμήσεις», παραδόσεις, τοπωνύμια, εικόνες, θρύλοι και αφηγήσεις θαυμάτων, προφορικές η γραπτές, ξεπερνούν κάθε άλλη σύγχρονη αναφορά, ακόμα και στους ήρωες του ’21. Πολλοί συγγραφείς και λαογράφοι, ανάμεσά τους και ο ποιητής Κώστας Κρυστάλλης, ο συγγραφέας Κ. Φαλτάιτς και άλλοι, κατ’ εξοχήν δε οι λαογράφοι Δημήτριος Λουκόπουλος και Κ.Σ. Κώνστας[8],  έχουν καταγράψει τον τεράστιο αριθμό των μαρτυριών για τον Άγιο στη λαϊκή παράδοση. Ο Κ.Σ. Κώνστας καταγράφει 70 διαφορετικές προφορικές παραδόσεις, 117 προφητείες (σε πιο σύγχρονες καταγραφές ξεπερνούν τις 160) και 27 γραπτές ενθυμήσεις, ενώ υπάρχουν και πολλά τοπωνύμια που έχουν πάρει το όνομά τους είτε από τον ίδιο (όπως δύο χωριά στην Ήπειρο και τα Γρεβενά) είτε από πράξεις και ρήσεις του.

Έτσι, ως άγιος και μάρτυρας, τελείωσε τη ζωή του ο «Πατροκοσμάς», η εμβληματικότερη μορφή του ελληνικού φωτισμού. Ο Κοσμάς δεν διακρίθηκε για την εκπαιδευτική του δράση σε κάποιο από τα σχολειά η τις «Ακαδημίες» του Γένους, ωστόσο κανένας άλλος Έλληνας δεν δημιούργησε τόσα σχολειά, ούτε έπαιξε ανάλογο παιδευτικό ρόλο. Αν ο Αδαμάντιος Κοραής, από την πόλη των φώτων, το Παρίσι, πάσχιζε για τη «μετακένωση» της υψηλής παιδείας και της φιλοσοφίας στην παλιά της πατρίδα, ο Κοσμάς αγωνιζόταν για την αναγέννηση της παιδείας στο πιο στοιχειώδες πεδίο, τον εγγραμματισμό των αναλφαβήτων, τον «εξελληνισμό» εγκαταλελειμμένων πληθυσμών, την αποτροπή των εξισλαμισμών.

Και, ως μάρτυρας του λαϊκού φωτισμού, θα γνωρίσει εν τέλει την τύχη και τον θάνατο των νεομαρτύρων.

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ

 

Παραπομπές:

[1] Ι.Κ.Δ., “Ενθυμήσεων”, ήτοι χρονικών “Σημειωμάτων” συλλογή Β΄», του Σπ. Λάμπρου, Νέος Ελληνομνήμων, τ. 16, 1922, σσ. 412-413.

[2] Σπυρίδων Λάμπρος, «“Ενθυμήσεων”, ήτοι χρονικών “Σημειωμάτων” συλλογή πρώτη», Νέος Ελληνομνήμων, τ. 7, 1910.

[3] Χ. Δ. Βασιλόπουλος, Ο άγιος Κοσμάς…, ό.π., σσ. 155-160.

[4] Χ. Δ. Βασιλόπουλος, Ο άγιος Κοσμάς…, ό.π., σσ. 159.

[5] Σάπφειρος Χριστοδουλίδης, ό.π.

[6] Μάρκος Γκιόλιας, Ο Κοσμάς ο Αιτωλός και η εποχή του, Αθήνα 1972, σσ. 246-247.

[7] Σάπφ. Χριστοδουλίδης, ό.π., σ. 25.

[8] Κ. Κρυστάλλης, Οι Βλάχοι της Πίνδου, Δαμιανός, Αθήνα 1980, σσ. 180-182· Κ. Φαλτάιτς, Ο Άγιος Κοσμάς εις το στόμα του Ηπειρωτικού λαού, 1929, σσ. 5 κ. εξ. Ανάμεσα στις πολλές μελέτες του, βλ. Δημ. Λουκόπουλος, Στα βουνά του Κατσαντώνη, ΣΔΩΒ Αθήνα 1929, σσ. 125-126, 181-182, 216, 245, 264-265, 279· Κ. Σ. Κώνστας, «Λαογραφικά περί τον Άγιο Κοσμά Αιτωλό», Λαογραφία, τ. ΚΖ΄, Αθήνα 1971, σσ. 215-278.