Παράδοξη εμφάνιση του Γέροντα Σίμωνα Αρβανίτη και θεραπεία!

4 Δεκεμβρίου 2019

Ο Γέροντας, Ιερομόναχος, π. Σίμων Αρβανίτης (1901-1988)

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Το θαύμα που θα αφηγηθώ συνέβη όχι εν ώρα ύπνου, αλλά γύρω στις 11 το πρωί, ώρα κατά την οποίαν ευρισκόμουν στην υπηρεσία μου. Εργάζομαι ως νοσηλεύτρια στον πέμπτο όροφο του νοσοκομείου του Ερυθρού Σταυρού, Αμπελόκηποι Αθήνα.
Αυτή την ώρα ο Θεός ήθελε και επικρατούσε άκρα ησυχία. Και λέγω, ήθελε ο Θεός, διότι είναι ώρα κατά την οποία συνήθως ο όροφος και όλα τα τμήματα βεβαίως του νοσοκομείου είναι γεμάτα από γιατρούς, νοσηλευτές, ασθενείς, συνοδούς ασθενών και επισκέπτες.
Το γεγονός μου προκάλεσε τόση κατάπληξη, που έκανα τον σταυρό μου:
– Μα, λέγω, κι οι πόρτες των θαλάμων κλειστές; Όλοι τους είναι τόσο καλά σήμερα;
Μη έχοντας άλλη απασχόληση, κάθισα στο σημείο όπου δεχόμαστε τους ασθενείς κατά την είσοδό τους στο τμήμα. Ξαφνικά ακούω θόρυβο από φτερούγισμα μεγάλου πουλιού, όπως όταν πάει να πατήσει στο έδαφος. Γέλασα με τον εαυτό μου. Σε κάμπο βρίσκομαι; σκέφτηκα και σήκωσα το κεφάλι. (Μελετούσα κάποιες σημειώσεις εκείνη την ώρα). Μπροστά μου είναι η κεντρική σκάλα, που ενώνει τους ορόφους. Στο πλατύσκαλο, στο μέσον του τετάρτου προς πέμπτο όροφο, πρόλαβε η ματιά μου για κλάσμα κλάσματος δευτερολέπτου, να ιδεί δυο γκρίζες μεγάλες φτερούγες να κλείνουν (όπως τις κλείνει ένα πουλί, μόλις πατήσει στο έδαφος) πάνω από ένα γκρίζο σύννεφο.
Ταυτόχρονα, σχεδόν μέσα από το σύννεφο, αναπήδησε ένας μοναχός, ο οποίος γρήγορα και με πολύ θόρυβο άρχισε ν’ ανεβαίνει τη σκάλα. Όταν έφτασε πάνω, στράφηκε ακριβώς απέναντί μου. Το βλέμμα του (μάτια γαλάζια όπως το χρώμα του ουρανού) πέρασε μέσα από το δικό μου και απλώθηκε ταυτόχρονα σ’ όλο το χώρο γύρω και πίσω μου. Ανασηκώθηκα.
Τον βλέπω να στρίβει δεξιά του. Έχω την εντύπωση ότι θα προχωρήσει ίσια προς τα εκεί. Αυτός όμως, κάνοντας ένα ή δύο βήματα, με μια θεαματική στροφή, αρχίζει να παρελαύνει μπροστά μου, όπως οι στρατιώτες, και με κατεύθυνση αντίθετη. Δεν μου μίλησε. Περίμενα, έστω να καλημερίσει.
Αυτός με βήμα ρυθμικό προχωρούσε ίσια. Όταν έφτασε στην άκρη του τοίχου, μπήκε στο δωμάτιο που ήταν εκεί (αριθμ. 502).
Στο δωμάτιο αυτό ενοσηλεύετο ένας κύριος γύρω στα 65 χρόνια. Τον εσυνόδευε η σύζυγός του. Περίμενα ν’ ακούσω ομιλίες. Μη ακούγοντας τίποτε, σκέφτηκα, μήπως κοιμάται ο ασθενής και μιλάνε σιγανά. Σε λίγα λεπτά ανοίγει η πόρτα του δωματίου και βγαίνει ο μοναχός. Περίμενα να δω τη σύζυγο του ασθενούς να τον συνοδεύει μέχρι έξω ή, τουλάχιστον, ν’ ακούσω κάποιες κουβέντες, απ’ αυτές που ανταλλάσσουν ασθενείς κι επισκέπτες.
Με το ίδιο ρυθμικό βήμα, πέρασε πάλι από μπροστά μου, χωρίς να μου μιλήσει. Η περιέργειά μου κεντρίστηκε. Άρχισα να σκέφτομαι διάφορα. Λίγο πιο πέρα κοντοστάθηκε κι ύστερα έστριψε αριστερά του, πίσω από τον τοίχο του ασανσέρ. Πήγα από πίσω. Είχε σταθεί σ’ ένα σημείο, κοντά στον ψύκτη, κι έκανε κάποιες περίεργες κινήσεις με τα χέρια και το κεφάλι του. (Μου έδωσε την εντύπωση, ότι προσπαθούσε να βγάλει κάτι από τις φλέβες του λαιμού μέσω των αυτιών).
– Α! μπα, είπα, δεν είναι καλά ο άνθρωπος, κάποιο πρόβλημα θα έχει· και, γελώντας μέσα μου, σκέφτηκα:
– Βρε, μήπως χειρουργεί εμένα;

Γιατί το είπα; Το προηγούμενο βράδυ είχα δει στον ύπνο μου ότι ακριβώς στο σημείο εκείνο, πάνω σ’ ένα φορείο, ένας γιατρός με τους βοηθούς του με χειρουργούσε. Ενάμιση και πλέον χρόνο εγνώριζα τον όγκο που είχα στο στήθος μου. Δεν είχα όμως την δύναμη να φροντίσω για την υγεία μου. τα διάφορα προβλήματα μέσα στην οικογένεια με είχαν ισοπεδώσει. Γι’ αυτό την ασθένειά μου την είδα σαν χαριστική βολή και το παράπονό μου ξεχείλισε.
– Κύριε, είπα, Εσύ γνωρίζεις και το επέτρεψες. Κοίτα, δεν μπορώ. Παραδίνομαι στην χάρη Σου. Εσύ θα με φροντίσεις. Και στη ζωή αυτή και στην άλλη στα χέρια τα δικά Σου είμαστε. Αν θέλεις, πάρε με· αν θέλεις, χάρισέ με στα παιδιά μου. Εγώ δεν έχω την δύναμη, ούτε να χειρουργηθώ, ούτε τις θεραπείες που θ’ ακολουθήσουν ν’ αντιμετωπίσω. Εσύ Κύριε.

Και η χάρις Του με επισκέφθηκε στις 2 Αυγούστου, ημέρα Πέμπτη του έτους 2001 [η μέρα της παράδοξης εμφάνισης του μοναχού]. Από το πρωί που είχα πάει να εργασθώ, μέχρι το μεσημέρι που έφυγα, ο όροφος είχε ένα φως άλλο. Χαμηλό, γλυκό, σαν εκείνο του καντηλιού ή που αφήνουν πολλά κεριά αναμμένα. Κι ένοιωθα γλυκύτητα και ηρεμία κι ανεξήγητη χαρά κι ευτυχία να γεμίζει την καρδιά μου όλη, τόσο που συνέχεια έλεγα:
– Σήμερα ο όροφος έχει άλλο φως, δεν το καταλαβαίνω. Είναι Αύγουστος και είμαστε στον πέμπτο όροφο. Λογικά το φως πρέπει να είναι δυνατό. Εάν ήταν νύχτα, θα έλεγα, ότι έπεσε η τάση του ηλεκτρικού ρεύματος· όμως αυτή την ώρα το φως του ήλιου εισβάλλει από όλες τις μεριές του ορόφου.

Η εξήγηση δόθηκε μετά από τρεις μήνες περίπου, αφ’ ότου χειρουργήθηκα. Βρισκόμουν στην περίοδο των χημειοθεραπειών. Είχα έρθει, π. Ζωσιμά, να με σταυρώσετε. χρειαζόμουν δύναμη για την αντιμετώπιση των θεραπειών. Πήρα τον τρίτο τόμο με τα θαύματα του πατέρα Σίμωνα. Τον διάβασα σχεδόν με τη μία. Στις τελευταίες σελίδες, όπως παρακολουθούσα τις διάφορες φωτογραφίες, στάθηκα στη σελίδα 267. Κάτι μου θύμιζε, αλλά τι;
Έβλεπα τη φωτογραφία του γέροντα κι έλεγα:
– Πού σε ξέρω; πού σε ξέρω;

Γύριζα και ξαναγύριζα τη σελίδα. Είχα κολλήσει εκεί. Είχαν περάσει κάποιες ημέρες έτσι, ώσπου, Θεού θέλοντος, κάποια στιγμή άστραψε στο μυαλό μου κι ήλθε στη μνήμη μου εκείνη η ημέρα του Αυγούστου. Ο περίεργος μοναχός ήταν ο γέροντας τής φωτογραφίας!

Ο Θεός λοιπόν ήλθε. Η χάρις Του μ’ επισκέφθηκε. Η καλή πορεία της υγείας μου ήταν έργο και φροντίδα του Θεού, που δεν εγκαταλείπει τα πλάσματά Του, όταν τον έχουν ανάγκη και τον αναζητούν. Η σαρκική μου δοκιμασία τελειώνει, η ψυχή μου όμως ζητά ανάταση. Το πνεύμα μου εθαύμασε και εζήλεψε την πνευματική παρουσία του Πατρός Σίμωνος, την παρουσία των αγγέλων (το άλλο φως). Αγώνας λοιπόν. Το ρυθμικό βήμα του Γέροντα, ως στρατιώτη που παρελαύνει, αυτό το μήνυμα μου δίνει:
– Είμαστε στρατιώτες στην ζωή αυτή και σαν στρατιώτες υπάκουοι να αγωνιζόμαστε ενάντια στον αόρατο εχθρό. Θάρρος. Ο Θεός είναι μαζί μας.

Μαρτυρία, όπως καταγράφεται επώνυμα στο βιβλίο του Μοναχού Ζωσιμά “Ιερομόναχος Σίμων Αρβανίτης (1901-1988), Μαρτυρίες για τη ζωή και το έργο του”, τόμος Δ’.