Περί βλασφημίας του ονόματος του Θεού

31 Δεκεμβρίου 2019

Α΄

Η παρουσία του χριστιανισμού στον κόσμο συνδέεται με κοσμοϊστορικές αλ­λα­γές τόσο σε κοινωνικό όσο και σε θρησκευτικό επίπεδο. Κι αυτές οι αλλαγές κό­στισαν τη ζωή σε εκατομμύρια ανθρώπους που θέλησαν να είναι συνεπείς με το Ευαγ­γέλιο του Χριστού, με βάση το οποίο κρίνονται έκτοτε τα πράγματα της ιστορίας. Οι μάρτυ­ρες των με­γάλων διωγμών θεωρήθηκαν βλάσφημοι και διώχθηκαν, επειδή αμφισβή­τησαν τη θεο­ποίηση της κοσμικής εξουσίας στο πρόσωπο του Ρωμαίου Αυτοκράτορα.

Στην ιστορική πορεία της ανθρωπότητας οι άγιοι της Εκκλησίας στάθηκαν συνε­πείς στις εντολές του Χριστού, κι αυτό φαίνεται από τα βιβλικά κείμενα με κορύφωση την αινι­γματική αλλά ρηξικέλευθη Αποκάλυψη του Ιωάννη, όπου το θηρίο περι­γρά­φεται γεμάτο από αυ­τοκρατορικούς τίτλους βλάσφημους για το Θεό[1]. Στα κεί­μενα της Απο­κά­λυψης εμ­φα­νώς καταδικάζεται η βλάσφημη θεοποίηση κάθε πολιτικής και οικονομικής ε­ξουσίας. Αλλά υπήρξαν και εποχές που οι χριστιανοί δεν έδωσαν την αυθεντική ευαγγελική μαρτυρία στον κόσμο.

Οπότε, τίθεται το ερώτημα: Ευθύνονται οι χριστιανοί για τη βλασφημία του Ονό­ματος του Θεού;  Για να απαντήσουμε σε αυτό  χρειάζεται να δεχ­θούμε ότι, α) οι χρι­στιανοί παρότι βίωναν την ευαγγελική αλήθεια έγιναν αδίκως α­πο­δέκτες της βλα­σφημίας είτε από αρχές και εξουσίες του κόσμου είτε από συναν­θρώπους τους, β) στρε­­βλώ­νοντας οι ίδιοι οι χριστιανοί τις ευαγγελικές αρχές, έγιναν και γίνονται αιτία να βλα­­σφημείται το όνομα του Θεού «ἐν τοῖς ἔθνεσι»[2], αλλά και γ) έ­χο­ντας πολλές φορές και οι ίδιοι μια επίπλαστη ή επιφανειακή χριστιανική ταυτότητα, δηλ. «οι χριστιανοί της ταυτότητας», όπως αποκαλούνται, δεν διστάζουν να βλασ­φημούν το όνο­μα του Θε­ού.

Η βλα­σφημία δεν αφορά απλώς την εξωτερική συμπεριφορά των χριστιανών. Από την καρ­διά του ανθρώπου εξέρχονται «διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοι­χεῖες, πορ­νεῖες, κλοπές, ψευδο­μαρτυρίες καί βλασφημίες»[3]. Δηλαδή, η βλασφημία συνιστά μια ε­σω­τερική κα­τά­σταση που άλλοτε εξωτερικεύεται κι άλλοτε όχι. Στη Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών νη­πτική τονίζεται, ότι  η βλασφημία του ονόματος του Θεού, έχει αρνη­τικές επι­πτώ­σεις στην πνευματική ζωή. Κι όπως γράφει ο όσιος Κασσιανός ο Ρωμαίος, η πα­­ρα­φροσύνη της αίρεσης στηρίζεται σε βλάσφημα σοφίσματα και ιδέες που απο­τελούν φοβερή βλασφημία.

Τα τελευταία χρόνια συζητείται κυρίως η βλα­σφημία στη δημόσια σφαί­ρα αλλά  από θεολογική άποψη δεν μπορεί να ιδωθεί παρά ως μια κατάσταση που συνδέεται με το προσωπικό ήθος του ανθρώπου, το οποίο όμως έχει συχνά δημόσιες / κοινωνικές προεκτάσεις.

Β΄

Σχετικά με την άδικη στάση των ανθρώπων του «κόσμου πού ἐν τῶ πονηρῶ κεῖται»[4], και οι οποίοι βλασφημούν το όνομα του Θεού και των μαθητών του υπάρχει ποικιλία αναφορών στην βιβλική  παράδοση που παρατηρούνται τόσο κατά τη διάρ­κεια της δίκης[5] όσο και την ώρα της Σταύρωσης του Χριστού[6]. Από την άλλη, ο Χρι­στός θεω­ρείται «βλά­σφη­μος» από τους γραμματείς και φαρισαίους της εποχής του, διότι συγχωρεί τις πόρνες και τους αμαρ­τωλούς[7]. Και σε άλλη περίπτωση οι Ιουδαίοι πήραν πέτρες να τον λιθοβο­λήσουν, θεω­ρώ­ντας τον βλάσφημο, αφού «ἐνῶ εἶναι ἄνθρωπος, παρουσιάζει τον ἑαυτό του γιό τοῦ Θεοῦ»[8].

Επίσης, η κύρια κατηγορία κατά του Πρω­το­­μάρτυρος και Αρχιδιακόνου Στεφάνου ήταν ότι άκουσαν «αὐτοῦ λαλοῦντος ρήματα βλάσφημα εἰς Μωϋσῆν και τον Θεόν… και οὐ παύεται ρήματα βλάσφημα λαλῶν κατά τοῦ τόπου τοῦ ἁγίου και τοῦ νόμου»[9].

Όπως υπαινικτικά προαναφέρθηκε, αρκετές φορές αναφέρεται η βλασφημία στην Αποκά­λυ­ψη του Ιωάννη. Εν­δεικτική η περιγραφή του θηρίου με τα δέκα κέρατα και τα επτά κεφάλια που βγήκε α­πό τη θάλασσα και του δόθηκε εξουσία να λέει λόγια υπεροπτικά και βλάσφημα και να προσβάλλει βλασφημώντας το όνομα του Θεού, την κατοικία του κι όσους κα­τοι­κούν στον ουρανό[10]. Αλλά στο τέλος επικρατεί το «Ἀρνίον το ἄκακον» που σηκώνει στους ώμους Του τις αμαρτίες του κόσμου. Υποχωρεί το σκο­τά­δι και καταυγάζει τον κόσμο θείο φως. Ανατέλλει καινούριος ουρανός και αναδύεται καινούργια γη.[11]

Είναι επίσης χαρακτηριστική η εικόνα που παρουσιάζει ο Απόστολος Παύλος,  περι­γρά­φοντας την παράδοξη θέση των χριστιανών μέσα σε μια αφιλόξενη ειδωλο­λατρική κοινωνία, και προτρέπει τους Κορινθίους να απαντούν στις λοιδορίες και τις βλασφημίες του κόσμου χωρίς να ανταποδίδουν το κακό: «λοιδορούμενοι εὐ­λο­γοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, βλα­­σφη­μούμενοι παρακαλοῦμεν»[12]. Αυτή όμως η στάση δεν είναι αυτονόητη και δε­δομένη, αλλά ζητούμενη. Αφορά κυρίως τα κατε­ξοχήν χαρισμα­τικά μέλη της Εκκλησίας που δεν έλειψαν σε κάθε εποχή, αλλά περιλαμβάνει και καθημερινούς απλούς ανθρώπους που ανα­μετρούνται με τις αποστολικές παραινέσεις, βιώ­νοντας το μαρτύριο της συνειδήσεως. Πολλοί χριστιανοί γίνονται αιτία άδικης χλεύης και ενίοτε βλασφημίας εκ μέρους των συνανθρώπων τους, όταν παραμένουν συ­­­νε­πείς στη χρι­στια­νική τους μαρτυρία.

Γ΄

Ωστόσο, στην ιστορική πορεία του χριστιανισμού υπήρξαν μελανές πτυχές που σημάδεψαν αρνητικά την ανθρωπότητα. Σχίσματα, φανατισμοί, σταυροφορίες  με κο­ρύ­­φωση το δυτικό Μεσαίωνα και τους λεγόμενους θρησκευτικούς πολέμους είναι ορισμένες από αυτές. Λ.χ. Η ιε­ρά εξέταση, οι ποικίλες απαγορεύσεις, το κυνήγι των μαγισσών, τα συγχωροχάρτια, ο διά πυράς θάνατος δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για να αναπτυχθεί στη γηραιά Ή­πειρο έντονη αντι­χρι­στι­ανική κριτική. Είναι γνωστή στον πρώιμο δυτικό μεσαίωνα η ξέφρενη ανάπτυξη της δαι­μο­νολογίας και η καλλιέργεια κλίματος φοβίας από μέρους του Ρω­μαιο­κα­θο­λι­κι­σμού.

Οι παραπάνω λόγοι, όπως και πολλοί άλλοι που δεν είναι του παρόντος να ανα­πτυχθούν, συνέβαλαν ώστε η θρησκευτική πίστη να θεωρηθεί πηγή φόβου και ο εκ­κλη­σια­στικός θεσμός εκφραστής σκοταδιστικών αντιλή­ψεων. Τα αποτέλεσμα ήταν να αμ­φισβητηθεί έντονα όλο το σύστημα του Ρωμαιοκαθολικισμού, και η χριστιανική δι­­δα­­σκαλία να απωθηθεί, από ένα μεγάλο μέ­ρος της δυτικής διανόησης στο πε­ρι­θώριο της κοινωνικής ζωής. Το φαινόμενο αυτό είναι εμφανές και στη σύγχρονη κοινωνία.

Ο Νικόλαος Μπερδιάγεφ κάνει λόγο για την αξία του χριστιανισμού και την αναξιότητα των χριστιανών.[13]  Και επισημαίνει ότι, ενώ στους περασμένους αιώνες η χρι­­στιανική πίστη κρίθηκε πριν απ’ όλα με βάση την αιώνια αλήθεια της, τη διδασκαλία και τις εντολές της, σήμερα κρίνεται με βάση τον άνθρωπο και τα ανθρώπινα[14]. Κι εδώ βρίσκεται το λεπτό σημείο. Η εξωτερική θεώρηση και η εστίαση στη συμπεριφορική φαινομενολογία αγνοούν και δεν υπολογίζουν την ανθρώπινη τρεπτότητα όχι μόνο προς το κακό αλλά και το καλό. Διότι με τη μετάνοια και τη μεταστροφή που είναι πά­ντοτε ευκταία, κάθε άνθρωπος από βλάσφημος μπορεί να μεταμορφωθεί σε άγιος.  Έτσι ο βλάσφημος Σαούλ γίνεται ο Απόστολος Παύλος, ο ληστής,  οικιστής του Παραδείσου,  και η πόρνη, αγία.

Επίσης σε περιπτώσεις καταστροφών, ασθενειών και των λεγό­μενων «θεομηνιών» παρατηρείται «ανακάλυψη του Θεού» και η σχεδόν ταυτό­χρονη απόρ­ριψή του και η βλα­σφημία του. Οι περισσότεροι άνθρωποι ανακα­λύ­πτουν σε δύσκολες στιγμές το Θεό, για να τον δικάσουν και στη συνέχεια να τον απορρίψουν και να βλασφημήσουν το όνομά του. Είναι ενδεικτικό ότι σε σχετική ε­μπει­ρική έρευνα για τους μετανάστες, οι Σιχ της Αττικής εκφράζουν την αποδοκιμασία τους για τη συμπε­ριφο­ρά των Ελλήνων απέναντι στο Θεό επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι «οι Έλληνες βρί­ζουν πολύ».[15]

Ανάλογη είναι η μαρτυρία του Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου: «Πόσο είχαν απογοητευθεί οι Φαρα­σιώτες, τότε με την Ανταλλαγή, όταν έρχονταν με το καράβι στην Ελλάδα! Δυο ναύτες μάλωναν και έβριζαν τον Χριστό και την Παναγία. Τους φάνηκε πολύ βαρύ! Σού λέει: “Έλ­ληνες, Χριστιανοί, να βρίζουν τον Χριστό και την Παναγία!”. Τους άρπαξαν και τους πέ­ταξαν στην θάλασσα. Ευτυχώς ήξεραν κολύμπι και γλύτωσαν. Ακόμη και όταν βρί­ζουν κάποιον άνθρωπο, πρέπει να τον υπερασπίσουμε, πόσο μάλ­λον τον Χριστό!». Τα ίδια διηγείται και ο όσιος Ιάκωβος (Τσαλίκης): «Όταν κατεβήκαμε στο λιμάνι του Πειραιά, παρόλη τη νηπιακή μου ηλικία, θυμάμαι ότι ακούσαμε για πρώτη φορά στη ζωή μας κάποιον να βλαστημάει τα Θεία. Τότε η γιαγιά μου είπε: “Καλύτερα να γυρίσουμε πίσω να μας σκοτώσουν οι Τούρκοι παρά να ακούμε τέτοια λόγια”. Στη Μικρασία δεν ξέραμε τέτοια αμαρτία»!

Επομένως στο αρχικό ερώτημα θα μπορούσαμε να απα­ντή­σουμε ότι οι χριστιανοί ευθύνονται πολλάκις για τη βλασφημία του ονόματος του Θε­ού, είτε άμεσα, είτε έμμεσα, όταν παύουν να εμπνέονται και να τροφοδοτούνται από το ευαγγελικό μήνυμα της αγάπης. Η βλασφημία εκφράζει την ποιότητα του ήθους των χριστιανών και συνδέεται με τη μαρτυρία τους στο κοινωνικό περιβάλλον.

 

Παραπομπές:

[1]Αποκ.17, 3.

[2]«Ὅς ἐν νόμω καυχᾶσαι, διά τῆς παραβάσεως τοῦ νόμου τον Θεόν ἀτιμάζεις; Τό γάρ ὄνομα τοῦ Θεοῦ δι’ ὑμᾶς βλασφημεῖται ἐν τοῖς ἔθνεσι». Ρωμ. 2,23-24.

[3]Ματθ. 15,19.

[4]Α’ Ιωάν.  5, 19.

[5]«Και ἕτερα πολλά βλασφημοῦντες ἔλεγον εἰς Αὐτόν». Λουκ. 22,65.

[6]Βλ. Ματθ. 27,39.

[7]Βλ. Λουκ. 5,21.

[8]Ιωάν. 10, 33.

[9]Πράξ. 6,11-13.

[10]Αποκ. 13, 5-6.

[11]Αποκ. 21,1.

[12]Α΄ Κορ. 4, 12-13.

[13]Nicolas Berdiaeff, Χριστιανισμός και κοινωνική πραγματικότητα, μετάφρ. Β. Τ. Γιούλτση, Πουρναράς Θεσσαλονίκη, σ. 219 κ.ε.

[14]Nicolas Berdiaeff, ό.π.,  σ. 222.

[15]Νίκη Παπαγεωργίου, Θρησκεία και μετανάστευση. Η κοινότητα των Σιχ στην Ελλάδα, Εκδ. Κ. Σφακιανάκη, Θεσσαλονίκη 2011, σ. 216.