Η αξία της Παραδόσεως στη βιωματική πορεία της Εκκλησίας

8 Ιανουαρίου 2020

Στις σύγχρονες κοινωνίες των τελευταίων χρόνων εμφαίνεται ένα έντονο ενδιαφέρον επαναδιαπραγμάτευσης και καλλιέργειας των πνευματικών αξιών, που ενέσκηψαν εκ νέου και στο περιβάλλον της Ορθόδοξης Παράδοσης. Αυτή η στροφή είναι λογική απόλυτα, διότι ο σύγχρονος άνθρωπος εξαντλημένος από τον υλικό ευδαιμονισμό, ο οποίος γνώρισε υπέρμετρη ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια, αναζητά την απλότητα σε αντιδιαστολή της συνθετότητας των καιρών. Παράλληλα, η παντελής έλλειψη ανθρωπιάς, προκαλεί την ουσιαστική ανάγκη αναζήτησης του πλούτου και του βάθους της ορθόδοξης πνευματικότητας. Αυτό διότι, έτσι ο άνθρωπος μέσα από το ορθόδοξο βίωμα αφ’ ενός μεν βρίσκει λύσεις στους καθημερινούς προβληματισμούς του αφ’ ετέρου δε διασκορπίζει την αγωνία του με τη βεβαιότητα ενός ορθού βιώματος, που δεν εκτρέπεται σε λάθος τρόπους ζωής.

Το σημαντικό στοιχείο που ενυπάρχει στην Ορθόδοξη Παράδοση και στο βίωμα στο οποίο προτάσσεται, είναι ότι παραμένει ιδιότυπα ρεαλιστική. Η θέση αυτή θα προκαλούσε ενδεχομένως έντονο προβληματισμό πώς ένα ρεαλιστικό συστατικό στοιχείο ενός βιώματος, μπορεί παράλληλα να είναι και ιδιότυπο. Ο προβληματισμός όμως αυτός εξασθενεί και αποδυναμώνεται παντελώς στη γενικότερη θεώρηση της Ορθόδοξης Παράδοσης. Η Ορθόδοξη Παράδοση είναι ρεαλιστική, αλλά παραμένοντας ανθρώπινη. Αυτό σημαίνει ότι τα πάθη, οι αδυναμίες, οι προβληματισμοί και η ίδια η δυναμική του ανθρώπου είναι αναγνωρίσιμα στοιχεία στο ορθόδοξο περιβάλλον της Παράδοσης. Τρανό παράδειγμα αποτελούν οι Άγιοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Το προβαλλόμενο βιωματικό περιβάλλον των Αγίων της Εκκλησίας, έτσι όπως καταγράφεται στα ίδια τα κείμενά της Εκκλησίας ή ακόμα όπως αποτυπώνεται στον προφορικό της λόγο, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια διαρκής ρεαλιστική αναφορά στην ανθρώπινη αδυναμία. Αυτή η επίγνωση της αδυναμίας, που γίνεται βιωματική δυναμική σε μια διαρκή ταπείνωση με διαρκή στόχο την μετάνοια, καθιστά του Αγίους μοναδικούς για έναν λόγο. Ο Άγιος αυτογνωρίζεται εντός της βιωματικής του πορείας και αυτή η αυτογνωσία είναι το στοιχείο που στην Ορθόδοξη Παράδοση και στην Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζεται ως Αγιότητα. Το δεδομένο αυτής της ουσιαστικής βιωματικότητας του Αγίου, που γνωρίζει τον εαυτό του σε πνεύμα ταπεινωτικής συντριβής και καθημερινής μετάνοιας, είναι αυτό εκ του οποίου απορρέει η ζωντάνια, η ζεστασιά και η αλήθεια των λόγων και των έργων του.

Στην αντίληψη πολλών είτε χριστιανών είτε μη, ότι η Ορθόδοξη Παράδοση αποτελεί ένα αυστηρό βιωματικό περιβάλλον πορείας, εμφαίνεται η αδυναμία κατανόησης της Ορθόδοξης Αλήθειας. Η Ορθόδοξη Παράδοση όντως παρουσιάζεται αυστηρή, όταν αφαιρεθεί η ρεαλιστική οπτική της προσέγγισής της και αντικατασταθεί με κριτήρια ορθολογισμού. Ο ορθολογισμός δεν εμπεριέχει μήτε δεδομένα πίστης μήτε δεδομένα ταπείνωσης μήτε δεδομένα μετάνοιας. Αφαιρώντας όμως αυτά τα στοιχεία από την Ορθόδοξη Παράδοση, αφαιρούμε τον ίδιο τον άνθρωπο και σαφώς μια τέτοια Παράδοση δεν μπορεί να είναι βιωματική. Αντίθετα, η προσέγγιση της Ορθόδοξης Παράδοσης με τη ρεαλιστική βεβαιότητα και την ανθρωπιά, έτσι όπως καλλιεργείτε στην πίστη, την ταπείνωση και την μετάνοια, έχει την δυναμική να αντιμετωπίζει το όποιο πρόβλημα του ανθρώπου με προσιτό τρόπο. Έτσι, κάθε άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί και να αντιμετωπίσει το βίωμα εντός της Εκκλησίας, με μοναδικό μέτρο την δυναμική των προσωπικών του ικανοτήτων.

Στην Ορθόδοξη Παράδοση ακόμα και η αμαρτία αποκτά μια διαφορετική διάσταση, που πολλές φορές συγκρούεται από το περιβάλλον της Ορθόδοξης Επιστημονικής Θεολογίας, όπως αυτή διατυπώνεται στα σύγχρονα Θεολογικά συγγράμματα, τα οποία στην επέκτασή τους επηρεάζουν τόσο την κατήχηση των πιστών, όσο και τα κηρύγματα του άμβωνος. Η σχολαστική διάκριση σε κακές και καλές πράξεις, όπου οι μεν πρώτες ταυτίζονται με την αμαρτία, οι δε δεύτερες με την αρετή, δεν ταυτίζεται στο βιωματικό περιβάλλον της Ορθόδοξης Παράδοσης. Οι πράξεις του ανθρώπου, είτε καλές είτε κακές, στην Ορθόδοξη Παράδοση αποτελούν σαφώς αντικείμενο Χριστότητας, που εκδηλώνονται στο περιβάλλον της κοινωνικής συμπεριφοράς του χριστιανού.  Οι πράξεις του χριστιανού δεν είναι άσχετες από την αρετή και την αμαρτία, αλλά από μόνες τους δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ούτε σαν αρετές ούτε σαν αμαρτίες. Στην σύνθεση της διδασκαλίας των Πατέρων της Εκκλησίας που συνιστούν γνήσιους φορείς της Ορθόδοξης Παράδοσης, ως αμαρτία προσλαμβάνεται οτιδήποτε αδυνατίζει το δεσμό της αγαπητικής σχέσης με το Θεό. Σε αυτή τη λογική ο άνθρωπος διαρκώς αμαρτάνει, όμως η Ορθόδοξη Παράδοση προβάλλει διαρκώς την ελπίδα, απαλείφοντας κάθε ενδεχόμενη απογοήτευση από την επαναλαμβανόμενη αμαρτία. Η επικινδυνότητα δηλαδή της αμαρτίας, δεν έγκειται σε αυτή καθ’ αυτή πράξη μόνο, αλλά στην αδυναμία του ανθρώπου να συνειδητοποίηση την πράξη και να προβεί σε ουσιαστική προσπάθεια διόρθωσης. Η προσπάθεια αυτή στο βίωμα του χριστιανού, παρουσιάζει αδιάκοπη και συνεχή εξέλιξη και αποτελεί διαδικασία διαρκώς εκτεινόμενη στο βίο του. Αυτό προσδιορίζει και τον αγώνα του χριστιανού, ο οποίο πορευόμενος και βιώνοντας σε αυτή την εξέλιξη, άλλοτε αστοχεί και άλλοτε ευστοχεί, καθ’ όσον η επιτυχία και η αποτυχία έχουν πρόσκαιρο χαρακτήρα.

Στην Παράδοση της Εκκλησίας, βασικό ρόλο κατέχει η νηστεία ως μια μορφή πνευματικής άσκησης ξένωσης του ανθρώπου από τα πρόσκαιρα και τα φθαρτά. Το μέτρο αυτής της άσκησης κρίνεται στο βαθμό ικανότητας του κάθε ανθρώπου. Τα ορισμένα υπό της Εκκλησίας και της Παραδόσεως διαστήματα νηστείας βοηθούν δημιουργώντας τις συνθήκες μέσα από τη λειτουργική ζωή, έτσι ώστε να περιορίζονται οι υπερβολές και να καλλιεργείται η επίτευξη του στόχου αύξησης της πνευματικότητας. Παράλληλα, έχοντας ρεαλιστική ανθρώπινη βάση ο παραδοσιακός θεσμός της νηστείας, διασφαλίζει το σύνολο σώμα της ορθόδοξης κοινωνίας, περιορίζοντας την υπερηφάνεια που θα μπορούσε να προκύψει από την καθιέρωση νηστείας του κάθε πιστού για τον εαυτό του. Η κοινή συνισταμένη της νηστείας δηλαδή, σε συγκεκριμένο χρόνο και σε συγκεκριμένες τροφές διασφαλίζει την ενότητα του Σώματος της Εκκλησίας, ώστε να μην εκτρέπεται από το βίο της ταπείνωσης και της μετάνοιας που στοχεύει στην αγιότητα της αυτογνωσίας.

Στην ίδια λογική η ελεημοσύνη ως πνευματική άσκηση, η οποία πολλές φορές συνυφαίνεται με τη νηστεία, δεν έχει ως στόχο στην Ορθόδοξη Παράδοση στο να σωθούν οι φτωχοί, αλλά στοχεύει να σωθεί ο παρέχων την ελεημοσύνη.

Εάν επιχειρήσει κάποιος να κρίνει τα δύο προηγούμενα παραδείγματα της νηστείας και της ελεημοσύνης, σε ένα περιβάλλον απλής διάκρισης καλών και κακών πράξεων, θα οδηγηθεί σε ορθολογικά συμπεράσματα που απέχουν από τη λογική της Ορθόδοξης Παράδοσης. Αντίθετα, στην Ορθόδοξη Παραδοσιακή θεώρηση η διερεύνηση της νηστείας και της ελεημοσύνης σε ανθρώπινο και ρεαλιστικό περιβάλλον θεώρησης, παράγει συμπεράσματα ουσίας διότι έλκονται σε περιβάλλον βιωματικότητας. Αυτό σημαίνει ότι η πράξη της νηστείας και η πράξη της ελεημοσύνης, έχουν ουσιαστικό περιβάλλον νοήματος αν αποτελούν άσκηση σε περιβάλλον συνάφειας σύνολων των αρετών όπως ορίζονται από την Εκκλησία. Η άσκηση δηλαδή μπορεί να έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα, αν ενεργείται ως έκφραση αγάπης με συνείδηση ταπεινοφροσύνης σε πνεύμα μετάνοιας στη βάση της πίστεως. Αν  η άσκηση κινηθεί μονόπλευρα, χωρίς την καλλιέργεια της σε αυτό το περιβάλλον αρετών, τότε δεν έχει ασκητικό αποτέλεσμα και ουσιαστικά καταντά μια υπερβολή βίου σε επίπεδο φαρισαϊκής υπερηφάνειας και γραμματικής ιδιορρυθμίας.

Η Ορθόδοξη Παράδοση υφίσταται ως περιχαράκωση του βιώματος του ανθρώπου. Κύριο στοιχείο του βιώματος του ορθόδοξου χριστιανού είναι η μετάνοια, όχι ως ενός δεδομένου που αφορά τις καταθλιπτικές τύψεις της συνείδησης, αλλά ως αλλαγή βίου που παράγει χαρά και ανακούφιση στον άνθρωπο και πανηγυρική ύπαρξη των αγγέλων στον ουρανό[1]. Δεν είναι τυχαίο ότι στην Παράδοση της Εκκλησίας, οι Πατέρες χαρακτηρίζουν ως κακό και ως μικροψυχία το άγχος και την κατάθλιψη που γεννούνται από τις τύψεις της συνείδησης, με την τεκμηρίωση ότι τούτο αποτελεί προϊόν εγωισμού και υπερηφάνειας. Ο άνθρωπος δηλαδή, περιπίπτει σε κατάθλιψη και σε αγχωτική πορεία βίου, εξαιτίας της λανθασμένης θεώρησης ότι δύναται να υπερβεί το όποιο σφάλμα ή την όποια αμαρτία, με κέντρο τις δυνάμεις του εαυτού του. Αυτός ο εγωισμός που είναι γνήσιο τέκνο της ατομικής υπερηφάνειας που ενυπάρχει στην ανθρώπινη ύπαρξη, υπερβαίνεται με την καταλυτική παρουσία του Θεού, αν ο άνθρωπος αποφασίσει να μετανοήσει. Μετανοώντας ο άνθρωπος, ουσιαστικά αλλάζει την πορεία σκέψης του και εκτρέπει τον εαυτό του από τον εγωκεντρικό άξονα της ύπαρξής του, μεταβάλλοντας αυτόν σε Χριστοκεντρικό άξονα καταλυτικής λύσης των αμαρτιών του. Όταν κέντρο του ανθρώπου γίνεται, δια της μετανοίας ο Χριστός, ο βίος του ανθρώπου χριστοποιείται και εντός αυτής της χριστότητας, δεν χωρεί καμία μορφή τύψεων συνειδήσεων ή κατάθλιψης ή άγχους ή μικροψυχίας ή υπερηφάνειας ή εγωισμού, γιατί ο βίος του ανθρώπου χριστοποιείται.

Δεν μπορεί κάποιος να παραθεωρήσει στην Ορθόδοξη Παράδοση την αξία που ενυπάρχει στην τέχνη και στα έθιμα. Η μουσική, η αγιογραφία, τα ψηφιδωτά, τα πάσης φύσεως χρυσοκέντητα εργόχειρα αποτελούν μια σύνθεση που είναι μέρος της Παράδοσης και το κάθε ένα ξεχωριστά έχει την αξία του. Για παράδειγμα, το να αναγνωστεί ένας ύμνος είναι τελείως διαφορετικά ποιοτικά και αισθητικά από τον αποδοθεί ως ψαλμός. Ακόμα και τα δορυφορούμενα στοιχεία της πίστης που εντάσσονται στην Παράδοση όπως οι εικόνες, τα κεριά, τα καντήλια, το θυμίαμα κ.α., αποτελούν μέσα τα οποία βοηθούν την ανθρώπινη πίστη να προσεγγίσει τη γνώση για το Θεό με ένα διαφορετικό τρόπο. Στην εποχή μας η γνώση καθίσταται δύσκολη. Στην Ορθόδοξη Παράδοση ωστόσο, η γνώση αποκτά βιωματική σημασία και αποδίδεται ως βιωματική εμπειρία αναπτυσσόμενη με την παράλληλη ανάπτυξη αντίρροπων δυνάμεων, οι οποίες είναι απαραίτητες για την εξισορρόπηση αντιθέσεων. Κάθε άλλη μορφή μονόπλευρης γνώσης οδηγεί τον άνθρωπο σε αδιέξοδο. Στην Ορθόδοξη Παράδοση παρέχεται η δυνατότητα ανάπτυξης της γνώσης σε περιβάλλον αντίρροπης διάστασης και έτσι κάθε έννοια αποκτά βιωματικό χαρακτήρα. Η δε μέθοδος της γνώσης δεν περιορίζεται μόνο σε θεωρητικά περιβάλλοντα, αλλά κυρίως σε εμπειρικά. Αυτή η δυνατότητα Ορθόδοξης Παράδοσης, έρχεται σε αντίθεση με τον μέχρι σήμερα κρατούντα Δυτικό ορθολογισμό. Γι’ αυτό και η Εκκλησίας μέσω της Ορθόδοξης Παράδοσης όχι απλώς δεν παρουσιάζεται αναχρονιστική, αλλά αποκτά τη δυναμική της γνώσης, στην βιωματική επιλογή του διαρκώς επεκτεινόμενου προβλήματος της ανθρώπινης φύσης, που ανάγεται σε αυτή καθ’ εαυτή τη γνώση του καλού και του κακού. Αυτό το πρώτο πρόβλημα του Αδάμ, παραμένει μέχρι σήμερα και σαφώς θα παραμένει έως της συντέλειας του αιώνα, καθ’ όσον η δυναμική της ελεύθερης βούλησης που δυναμικά εκ του Θεού ενυπάρχει στον άνθρωπο, εκτείνεται έως εσχάτων.

Η Ορθόδοξη Παράδοση δεν αποτελεί μια  φωνή του παρελθόντος, αλλά την αδιάκοπη παρουσία του Αγίου Πνεύματος στη ζωή της Εκκλησίας. Μέσα από την Παράδοση διατηρείται στην Εκκλησία η ζωντανή συνέχεια της πίστης την οποία δίδαξε ο Χριστός στους Αποστόλους και στον κόσμο. Πυρήνας αυτής της Παράδοσης στο γραπτό της περιβάλλον είναι οι αποφάσεις και οι όροι των  Οικουμενικών Συνόδων και τα συγγράμματα των αγίων Πατέρων. Στο προφορικό της περιβάλλον η Παράδοση συγκροτείται με την δυναμική της λειτουργικής και λατρευτικής ζωής, που αποτυπώνουν την ουσία του Ορθόδοξου βιώματος.

Αυτή η αδιάσπαστη ενότητα πίστης και ζωής στην Εκκλησία, από την εποχή του Χριστού μέχρι σήμερα, προβάλλει με μοναδικότητα την εμπειρία αυτών που έζησαν οι Απόστολοι μαθητεύοντας δίπλα στο Χριστό και φτάνει ως τις μέρες μας. Αυτή η εμπειρία όσων είδαν και όσων έζησαν οι Απόστολοι είναι η παρακαταθήκη του καινούργιου κόσμου, που παραδόθηκε από γενεά σε γενεά και διασφαλίστηκε εντός της Εκκλησίας ως θησαυρός πολύτιμος. Ένα μεγάλο μέρος αυτού του βιωματικού θησαυρού καταγράφηκε στην Καινή Διαθήκη με την πίστη της προβολής μιας ουσιαστικής εμπειρίας βιώματος στην Αλήθεια. Η θέση που προβάλλεται στο κείμενο του Ευαγγελίου ότι ουσιαστικά παρέχεται η καταγεγραμμένη εμπειρία των Αποστόλων, δεν αποτελεί υπερβολή, αλλά βασική και αδιαπραγμάτευτη αρχή[2].

Ο πλούτος της ζωντανής εκκλησιαστικής Παράδοσης, ο οποίος με τη διαρκή παρουσία του Αγίου Πνεύματος αυξανόταν, εκφράστηκε στα έργα των Πατέρων της Εκκλησίας μας. Μεγάλοι Πατέρες, και πολλοί άλλοι, με τα έργα τους, διέσωσαν την κοινή εμπειρία της σωτηρίας. Η θεολογία των Πατέρων της Εκκλησίας, αποτελεί ως τις μέρες μας, μια ζωντανή παρακαταθήκη της Ορθόδοξης Παράδοσης. Ακολουθώντας τη Θεολογία των Πατέρων, οι επτά Οικουμενικές Σύνοδοι διατύπωσαν τα θεμελιώδη δόγματα της πίστης μας και υπερασπίστηκαν την Ορθόδοξη Εκκλησία απέναντι στον κίνδυνο των αιρέσεων.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία βιώνει έντονα την Παράδοση. Σε όλες τις μεγάλες γιορτές του Χριστιανισμού ζει με έναν ιδιαίτερα πανηγυρικό τρόπο τα μοναδικά γεγονότα της σωτηρίας. Έθιμα αιώνων δίνουν ένα ανεπανάληπτο χρώμα σε όλες τις λατρευτικές εκδηλώσεις της Ορθοδοξίας. Η λατρευτική ζωή της Εκκλησίας προκαλεί και σήμερα το θαυμασμό με τη μεγαλοπρέπεια και τη βαθιά πνευματικότητά της. Για το Σώμα της Εκκλησίας, η Παράδοση αποτελεί την μοναδικότητα ενός πόλου έλξης που ενώνει τα μέλη του Σώματος της Εκκλησίας μεταξύ τους και όλα μαζί με την Κεφαλή του Σώματος, δηλ. το Χριστό.

Με εξίσου ζωντανό τρόπο συνεχίζεται και διασώζεται η μακραίωνη Εκκλησιαστική Παράδοση στη ναοδομία, στην τέχνη της εικόνας, στην υμνογραφία και στην εκκλησιαστική μουσική, στη μικρογραφία και στις υπόλοιπες εκκλησιαστικές τέχνες.

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ

 

Παραπομπές:

[1] λουκ. 15,7: «λέγω ὑμῖν ὅτι οὕτω χαρὰ ἔσται ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι ἢ ἐπὶ ἐνενήκοντα ἐννέα δικαίοις, οἵτινες οὐ χρείαν ἔχουσι μετανοίας.».

[2] Α’ Ιω. 1,1-5: «Ὅ ἧν ἀπ᾿ ἀρχῆς, ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περὶ τοῦ λόγου τῆς ζωῆς· καὶ ἡ ζωὴ ἐφανερώθη, καὶ ἑωράκαμεν καὶ μαρτυροῦμεν καὶ ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, ἥτις ἦν πρὸς τὸν πατέρα καὶ ἐφανερώθη ἡμῖν·  ὃ ἑωράκαμεν καὶ ἀκηκόαμεν, ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν, ἵνα καὶ ὑμεῖς κοινωνίαν ἔχητε μεθ᾿ ἡμῶν· καὶ ἡ κοινωνία δὲ ἡ ἡμετέρα μετὰ τοῦ πατρὸς καὶ μετὰ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. καὶ ταῦτα γράφομεν ὑμῖν, ἵνα ἡ χαρὰ ἡμῶν ᾖ πεπληρωμένη.  Καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ ἐπαγγελία ἣν ἀκηκόαμεν ἀπ᾿ αὐτοῦ καὶ ἀναγγέλλομεν ὑμῖν, ὅτι ὁ Θεὸς φῶς ἐστι καὶ σκοτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐδεμία.».