Η παρηγορητική φροντίδα και το δίλημμα της Ευθανασίας

29 Ιανουαρίου 2020

Βιοηθική –  Ευθανασία

Αρχές βιοηθικής

Η επιστήμη της βιοηθικής έκανε την εμφάνισή της στη δεκαετία του 1960 και μέχρι τις μέρες μας έχει περάσει από διάφορες φάσεις και στάδια εξέλιξης. Τα στάδια αυτά συνήθως ήταν αποτέλεσμα των αλλαγών που έλαβαν και συνεχίζουν να λαμβάνουν χώρα στο πεδίο της έρευνας, της επιστήμης, των κοινωνικών και πολιτιστικών δομών, της πολιτικής κατάστασης και της οπτικής γωνίας των ανθρώπων κάθε εποχής και πολιτιστικής ομάδας.

Ορισμένοι βιοηθικολόγοι επισήμαναν από νωρίς την ανάγκη για παρακολούθηση αυτών των αλλαγών, ώστε η βιοηθική να προσαρμοστεί ανάλογα και έγκαιρα. Αυτή τη διαδικασία προσαρμογής την όρισαν σαν τον κύριο τρόπο λειτουργίας της βιοηθικής. (Κόιος, 2002: 224-230). Αυτό βέβαια προϋπόθετε πως η ηθική με πλήρες περιεχόμενο και αρχές, η οποία βρισκόταν σε ισχύ μέχρι τότε, θα έδινε τη θέση της σε μια άλλη ηθική, τη βιοηθική, η οποία θα είχε σαν κύριο αντικείμενό της την αντιμετώπιση και την ηθική θεώρηση των διλημμάτων βιοηθικού χαρακτήρα που άρχισαν να προκύπτουν. Η βιοηθική, προσαρμοσμένη στις ανάγκες της εποχής, εισήχθη στην κλινική πράξη και συστάθηκαν και βιοηθικά συμβούλια εντός των νοσοκομείων, των ιατρικών ερευνητικών κέντρων και άλλων χώρων υγείας. Όλες αυτές οι εξελίξεις ανέδειξαν τον επείγοντα χαρακτήρα της βιοηθικής και επέτειναν το αίτημα για μια «άμεσης δράσης» διαδικαστική βιοηθική. (Aroskar, 1980: 658-660).

Τα χαρακτηριστικά όλης αυτής της διαδικασίας πάντως δεν ήταν και τόσο εύκολο να προσδιοριστούν, πόσο μάλλον να διατυπωθούν κοινά αποδεκτές αρχές οι οποίες θα είχαν εφαρμογή σε κάθε περίπτωση της βιοηθικής. Κι αυτό γιατί στο περιβάλλον που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε η βιοηθική, αυτό των Ηνωμένων Πολιτειών, και στο περιβάλλον των χωρών, στο οποίο διαδόθηκε στη συνέχεια (Καναδάς, Αυστραλία, Δυτική Ευρώπη), είναι ένα περιβάλλον πολυπολιτισμικό και αρκετά ανόμοιο. Οι πολίτες των χωρών αυτών ανήκουν σε διάφορες πολιτισμικές ομάδες, από τις οποίες η καθεμιά ακολουθεί διαφορετικούς κανόνες ηθικής, έστω και αν κάποιες από αυτές (π.χ. τα τρία μεγάλα χριστιανικά δόγματα: Ορθοδοξία, Ρωμαιοκαθολικισμός και Προτεσταντισμός ή οι τρεις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες: Χριστιανισμός, Ιουδαϊσμός, Μωαμεθανισμός) φαινομενικά τουλάχιστον αποδέχονται κάποιες κοινές αρχές.

Υπό τις παραπάνω συνθήκες διεξήχθησαν πολλές συζητήσεις προκειμένου να καθοριστούν κοινά αποδεκτές αρχές για τη βιοηθική. Στις συζητήσεις αυτές συμμετείχαν πολλοί θεολόγοι και εκπρόσωποι διάφορων θρησκειών, αλλά παρόλα αυτά, αποφασίστηκε να μη γίνει καμία αναφορά θρησκευτικού περιεχομένου στις τελικές αρχές της βιοηθικής και αντίθετα να έχουν έναν κοσμικό χαρακτήρα, ο οποίος θα τις καθιστούσε πιο εύκολα κοινά αποδεκτές. Έτσι, μετά από πολλές συζητήσεις, κατέληξαν οι βιοηθικολόγοι στη διατύπωση και υιοθέτηση τεσσάρων κοινά αποδεκτών αρχών, οι οποίες είναι (Καραούλης, 2014):   Ο σεβασμός της αυτονομίας ή της αυτοδιάθεσης του ασθενούς. Η αρχή αυτή υποστηρίζει ότι κάθε άνθρωπος δικαιούται να σκέπτεται, να αποφασίζει και να ενεργεί χωρίς να υφίσταται οποιασδήποτε μορφής εξαναγκασμό. Έτσι, οποιαδήποτε επιλογή του σχετικά με την υγεία του, αλλά και γενικότερα για τη ζωή του, πρέπει να γίνεται σεβαστή. (Αmerican Academy of Pediatrics, 1999: 337-340). Ο σεβασμός της αυτονομίας περιέχει κάποιους συγκεκριμένους κανόνες οι οποίοι είναι: α) Η διατύπωση της αλήθειας, β) Ο σεβασμός της ατομικότητας και της ιδιαιτερότητας του κάθε ατόμου, γ) Η παροχή προστασίας σε εμπιστευτικές πληροφορίες, δ) Η απόκτηση της συγκατάθεσης για κάθε παρέμβαση σε ασθενείς, ε) Η παροχή συμβουλών στον ασθενή για λήψη σημαντικών αποφάσεων, εφόσον βέβαια το ζητήσει.

Ωστόσο, εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι πραγματοποιείται μια αντίφαση, η οποία για να αποφευχθεί απαιτεί την κατανόηση του προβλήματος και από την πλευρά του ασθενούς. Δηλαδή, θεωρητικά ο γιατρός οφείλει να αποκαλύπτει στον ασθενή την αλήθεια για την αρρώστιά του και να του δίνει τις κατάλληλες πληροφορίες για όλους τους δυνατούς τρόπους αντιμετώπισής της. Στην πράξη όμως ούτε η αποκάλυψη της αλήθειας ούτε η ενεργός συμμετοχή στη λήψη της απόφασης είναι πάντοτε επιθυμητές από τους ασθενείς (Κρανιδιώτης και συν., 2010: 18-36).

2) Η αρχή της ευημερίας ή της αγαθοεργίας του ασθενούς. Η αρχή αυτή υποστηρίζει την ηθική άποψη της ωφέλειας του άλλου, δηλαδή αυτό που ο Ιπποκράτης ονόμαζε «ωφελέειν». (Engerlhardt, 1986). Η αρχή του «ωφελέειν» υπαγορεύει την ηθική υποχρέωση του γιατρού να δρα προς όφελος του ασθενούς. Τα καθήκοντα που προκύπτουν από την υποχρέωση αυτή είναι: α) Η υπεράσπιση των δικαιωμάτων του ασθενούς, β) Η πρόληψη και η θεραπεία της νόσου, γ) Η προαγωγή της υγείας, δ) Η μείωση της αναπηρίας, ε) Η διάσωση από τους κινδύνους και στ) Η ελάφρυνση της ψυχικής και σωματικής ταλαιπωρίας (Κρανιδιώτης και συν., 2010).

3) Η μη πρόκληση βλάβης και πόνου. Ο γιατρός σύμφωνα με την αρχή αυτή, οφείλει να ενεργήσει χωρίς να προκαλέσει βλάβη και πόνο στον ασθενή. Πρόκειται για το ιπποκρατικό «μη βλάπτειν». Η αρχή αυτή επιτάσσει την αποχή από ενέργειες που απειλούν τη ζωή του ασθενή ή ακόμη και την ποιότητά της. Στη λατινική παράφραση του ιπποκρατικού «μη βλάπτειν», “primum non nocere” (πρώτα και πριν απ’ όλα, μη βλάπτεις), η επιταγή αυτή αναβιβάζεται σε πρώτιστο μέλημα του ιατρού. Όπως καταλαβαίνουμε, το μη βλάπτειν συνιστά αυστηρότερη απαίτηση από το ωφελέειν. Η κεντρική του θέση στην κλινική Ιατρική αποτυπώνει την πανάρχαια προσπάθεια του ιατρικού σώματος να καταπολεμήσει την αγυρτεία και να κερδίσει την εμπιστοσύνη των ανθρώπων (Κρανιδιώτης και συν., 2010).

4) Η αρχή της ισοτιμίας. Η αρχή αυτή υποστηρίζει ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν  ίσα δικαιώματα για ζωή και υγεία. Αυτό σημαίνει ότι όλοι οι ασθενείς πρέπει να αντιμετωπίζονται με ισονομία υπό όλες τις συνθήκες, (Beauchamp & Childress, 2009), ανεξάρτητα, δηλαδή, από το φύλο, τη φυλή, την εθνικότητα και την κοινωνική τάξη. Το δεύτερο κριτήριο είναι η δίκαιη κατανομή των διαθέσιμων πόρων για ιατρικούς σκοπούς. Όταν αυτοί δεν είναι επαρκείς, τότε είναι ανάγκη να διατίθενται για τη θεραπεία των ασθενών εκείνων που έχουν τη μεγαλύτερη πιθανότητα να ωφεληθούν από τη χρήση τους. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι ο γιατρός πρέπει να πάψει να αντικρίζει τον κάθε ασθενή σαν μια μοναδική και ανεπανάληπτη οντότητα, που χρειάζεται βοήθεια, και να μην παράσχει στον ασθενή την απαραίτητη φροντίδα λόγω της έλλειψης αρκετών πόρων (Κρανιδιώτης και συν., 2010).

Από όλες τις παραπάνω αρχές δεν μπορούμε εξ ορισμού να βάλουμε κάποια σε προτεραιότητα έναντι άλλων. Αυτό εξαρτάται από το φιλοσοφικό πλαίσιο που διέπει τον κάθε άνθρωπο, όταν αυτός έρχεται σε άμεση επαφή με το φαινόμενο της υγείας και της ζωής γενικότερα. Τα διάφορα πλαίσια όμως παρουσιάζουν διαφορές μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους οι παραπάνω βασικές αρχές. Για παράδειγμα, ένας γιατρός προτείνει ένα σχήμα θεραπείας σε ασθενή προκειμένου να τον ωφελήσει από κάποια κακοήθη ασθένεια. Ο ασθενής όμως έχει το δικαίωμα να αρνηθεί πλήρως τη θεραπεία που του προτείνεται. Έτσι όμως, μπορεί να έρθει σε σύγκρουση η αρχή της αυτονομίας του ασθενή με την αρχή της ωφέλειας που θέλει να τηρήσει ο γιατρός.

Από τα παραπάνω καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι δεν είναι εύκολο να προσδιορίσει κανείς το σωστό ή το λανθασμένο, το ηθικό ή το ανήθικο, όσον αφορά θέματα της βιοηθικής, αφού, όπως αναφέραμε παραπάνω, δεν έχουν όλες οι ανθρώπινες κοινωνίες την ίδια αντίληψη για την ηθική. Επιπλέον, υπάρχουν και πολύπλευρες εκφάνσεις στο θέμα αυτό, ιατρικές, ψυχολογικές, νομικές, φιλοσοφικές, θεολογικές ακόμα και οικονομικές. Έτσι, ο καθένας ενδέχεται να έρθει αντιμέτωπος με κάποιο θέμα βιοηθικής είτε από τη θέση του γιατρού, είτε από τη θέση του ασθενούς και τότε θα κληθεί να εκφράσει τη δική του άποψη ανάλογα με τα πιστεύω του περί ηθικής. Και σ’ αυτήν την περίπτωση έρχεται η ορθόδοξη θεολογία, όπως αυτή βιώνεται μέσα από την Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση, να προσφέρει το γνωσιακό θεμέλιο στον σύγχρονο Έλληνα νοσηλευτή και γενικότερα στον κάθε επαγγελματία υγείας, να αντιμετωπίσει τα ηθικά ζητήματα που προκύπτουν από την αντιμετώπιση της ασθένειας οποιουδήποτε ανθρώπου (Κατσιμίγκας, Γ., Βασιλοπούλου, Γ., 2010: 164).

Φυσικά, όλες οι παραπάνω βιοηθικές αρχές συμβαδίζουν με το πνεύμα της χριστιανικής διδασκαλίας, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος έχει δημιουργηθεί «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού». Αυτό και μόνο θεμελιώνει την κυριαρχική θέση μέσα στον κόσμο και τον καθιστά άξιο σεβασμού. Ο άνθρωπος δεν είναι δούλος, αλλά άρχοντας του κόσμου και η αρχοντιά του αυτή είναι θείο γνώρισμα. Ο αληθινός σεβασμός του ανθρώπου εκδηλώνεται με την αναγνώριση της απόλυτης αξίας του μέσα στον κόσμο. Αφού όμως ο άνθρωπος έλαβε τέτοια χάρη από τον Θεό, με τη σειρά του είναι υπεύθυνος ενώπιον του Θεού για τον τρόπο, με τον οποίο ζει και συμπεριφέρεται. Όταν όμως ο άνθρωπος λησμονεί τον προορισμό του αυτόν, τότε υποπίπτει σε αμαρτωλές καταστάσεις, όπως η αλαζονεία κλπ. (Μαντζαρίδης, 2010: 516).

Εάν, λοιπόν, και ο ασθενής αντιμετωπίζεται από τους γιατρούς του και από τους δικούς του ανθρώπους με τον σεβασμό που του αξίζει σαν «εικόνα και καθ’ ομοίωση Θεού», τότε δημιουργείται το κατάλληλο κλίμα για την εφαρμογή των βιοηθικών αρχών που περιγράψαμε παραπάνω.

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ